H διαμάχη Βουλγαρίας – Σκοπίων: Η γλώσσα είναι τελικά πολιτικό ζήτημα

949
διαμάχη Βουλγαρίας - Σκοπίων

 

Ο γλωσσολόγος Max Weinreich το είχε θέσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. “Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό“, είχε γράψει πριν από σχεδόν έναν αιώνα.

Η διάκριση, με άλλα λόγια, δεν έχει να κάνει με τη γλωσσολογία, αλλά περισσότερο με την πολιτική. Αυτό εξηγεί πολλές συγκρούσεις του παρελθόντος και του παρόντος, συμπεριλαμβανομένης μιας διαμάχης που μαίνεται αυτή τη στιγμή στα Βαλκάνια.

Το βουλγαρικό βέτο

Αυτήν την εβδομάδα, η Βουλγαρία, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άσκησε βέτο στην έναρξη επίσημων ενταξιακών διαπραγματεύσεων που θα επέτρεπαν στη γειτονική της Βόρεια Μακεδονία να ενταχθεί στο μπλοκ.

Ένας από τους δηλωθέντες λόγους εκ μέρους της Σόφιας είναι ότι τα Σκόπια αρνούνται να αναγνωρίσουν ορισμένες ιστορικές “αλήθειες”, συμπεριλαμβανομένης της άποψης ότι η σλαβομακεδονική γλώσσα είναι διάλεκτος της βουλγαρικής.

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους Βούλγαρους, η γλώσσα αυτή δεν αξίζει να λάβει επίσημο καθεστώς ως μία εκ των “γλωσσών της ΕΕ”.

Αυτό είναι δύσκολο να το “καταπιούν” οι Βορειομακεδόνες, οι οποίοι έχουν ήδη κάνει άλλες οδυνηρές – κατά τους ίδιους – παραχωρήσεις για να λάβουν καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ.

Το 2018, άλλαξαν ακόμη και το όνομά τους για να ικανοποιήσουν την Ελλάδα – η οποία έχει μια περιφέρεια που ονομάζεται επίσης Μακεδονία – προσθέτοντας το επίθετο “Βόρεια” ως διακριτικό στοιχείο για τη μικρή σλαβική τους χώρα.

Το ζήτημα δεν είναι βαλκανικό, αλλά παγκόσμιο

Ενδεχομένως βέβαια κάποιος να σήκωνε αδιάφορα τους ώμους, ισχυριζόμενος ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα Βαλκάνια μάς προσέφεραν τον όρο “βαλκανοποίηση“. Η περιοχή είναι ένα αμάλγαμα γλωσσών και εθνοτήτων που κάποτε τις κρατούσαν υπό κοινή σκέπη η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Αυστροουγγαρία.

Από τότε που οι συγκεκριμένες αυτοκρατορίες παρήκμασαν και διαλύθηκαν και ο εθνικισμός βρέθηκε σε άνοδο, οι λαοί της περιοχής αναζωογονούν, επεξεργάζονται ή εφευρίσκουν αφηγήσεις σχετικά με τις γλώσσες, τις ταυτότητες και την ιστορία τους για λόγους πιο στέρεης οικοδόμησης των εθνών – κρατών τους.

Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτα το ιδιαίτερο στα Βαλκάνια σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό των γλωσσών ως διαλέκτων ή και το αντίστροφο. Τα έθνη, νέα και παλιά, ανεβαίνοντας ή πέφτοντας, σχεδόν παντού επιδίδονται σε τέτοιες δραστηριότητες.

Στην ορολογία των κοινωνικών επιστημών, μερικές φορές ταιριάζει στα άτομα που βρίσκονται στην εξουσία να λειτουργούν ως “διασπαστές“, τονίζοντας τις διαφορές περισσότερο από τα κοινά στοιχεία και τις ομοιότητες. Άλλες φορές, προτιμούν να είναι “ενοποιητές”, κατηγοριοποιώντας ακόμη και εντελώς διαφορετικές γλώσσες ότι ως απλές υποκατηγορίες μιας και μόνης μητρικής γλώσσας.

Κατά τη σύγχρονη εποχή, ωστόσο, τα τρία σκανδιναβικά έθνη, κάποτε ενωμένα στην Ένωση του Κάλμαρ (1397-1523), ήθελαν να σχηματίσουν ξεχωριστές ταυτότητες. Έτσι έγιναν γλωσσικοί “διασπαστές“.

Η αντίστροφη περίπτωση είναι, για παράδειγμα, εκείνη των Κινέζων. Εάν αγνοήσετε τους κοινούς γραπτούς χαρακτήρες, οι ομιλούμενες “διάλεκτοι” όπως τα καντονέζικα ή τα χάκκα είναι σχεδόν ακατανόητες για τους ομιλητές των μανδαρινικών ή της διαλέκτου της Σιτσουάν. Για πολλούς γλωσσολόγους, αυτό τις καθιστά πραγματικές “γλώσσες“.

Μην κάνετε ωστόσο το λάθος και αναφέρετε κάτι τέτοιο σε κάποιον εθνικιστή “ενοποιητή” στο Πεκίνο. Η ιδεολογική γραμμή της Κίνας, από τις δυναστείες του Μέσου Βασιλείου έως το σημερινό Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι ότι οι πολλές διαφορετικές γλώσσες της είναι όλες τους μορφές της μιας και ενιαίας κινεζικής γλώσσας. Και, όπως θα σημείωνε ο Weinreich, η Κίνα δεν έχει απλώς ένα ναυτικό, αλλά τον μεγαλύτερο στόλο στον κόσμο.

Οι γλωσσικές διαμάχες δεν είναι αναπότρεπτες

Δεν είναι καθόλου δεδομένο και αναπότρεπτο ότι πρέπει να διαφωνούμε για τις γλώσσες μας. Κάθε φορά που η πολιτική κατάσταση και τα ζητήματα ταυτότητας χαλαρώνουν, οι αντιπαραθέσεις σχετικά με τις διαλέκτους και τις γλώσσες τείνουν να μοιάζουν παρωχημένες.

Ας λάβουμε ως παράδειγμα τα ολλανδικά, τα φριζικά και τα κάτω γερμανικά (Platt). Είναι εξαιρετικά παρόμοια, ωστόσο οι Ολλανδοί βρίσκονται στην Ολλανδία, οι ομιλητές των κάτω γερμανικών ή κάτω σαξονικών στη Γερμανία και οι Φρίσιοι και στις δύο πλευρές των συνόρων – με όλους τους να μοιάζουν να μην ενδιαφέρονται διόλου για τις διαφορές τους.

Εν τω μεταξύ, η γερμανική, ή μάλλον η “άνω γερμανική” διάλεκτος που έχει εξελιχθεί ως πρότυπο από την εποχή του Μαρτίνου Λούθηρου, είναι κοινή σε Γερμανία, Αυστρία και Λιχτενστάιν, ενώ θεωρείται επίσης επίσημη γλώσσα στην Ελβετία, το Βέλγιο και άλλες χώρες. Κάποιες διαθέτουν ναυτικό, κάποιες όχι. Κι όμως, κανείς δεν παθιάζεται για το εάν, για παράδειγμα, τα λουξεμβουργιανά αποτελούν γλώσσα ή διάλεκτο των γερμανικών.

Μια παρόμοια γλωσσική ανακωχή βασίλευε κάποτε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στην οποία συμμετείχε η Βόρεια Μακεδονία. Υποκλινόμενοι στην τότε πολιτική πραγματικότητα, οι Σέρβοι, οι Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Βόσνιοι και οι Μαυροβούνιοι είχαν συμφωνήσει ότι μιλούσαν την ίδια νοτιοσλαβική γλώσσα, που ονομαζόταν σερβοκροατική.

Στη συνέχεια, η χώρα διαλύθηκε και μερικές από τις εθνικές ομάδες που την αποτελούσαν πολέμησαν σκληρά μεταξύ τους. Πλέον, διατείνονται ότι μιλούν ξεχωριστές γλώσσες.

Κατά μία έννοια, η γλώσσα ως έννοια είναι παρόμοιο φαινόμενο με τη φυλή. Επιστημονικά, και οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν τίποτε εντελώς συγκεκριμένο, αντίθετα εξελίσσονται με την πάροδο των χρόνων. Κι όμως, και οι δύο έχουν τη δυνατότητα πρόκλησης πολιτικών “εκρήξεων“.

Η τραγωδία είναι ότι πολύ συχνά διαχωρίζουν τους ανθρώπους χωρίς σοβαρό λόγο. Έτσι, στο πνεύμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αρμονίας – αυτό είναι το νόημα της ύπαρξης της ΕΕ, σε τελική ανάλυση – ιδού μια μετριοπαθής πρόταση προς τη Σόφια και τα Σκόπια: παρακαλείστε να σταματήσετε τη διαμάχη και να συνεχίσετε να μιλάτε μεταξύ σας. Έτσι κι αλλιώς, καταλαβαίνετε ο ένας τον άλλο.

*Οι απόψεις του κειμένου εκφράζουν τον αρθρογράφο

Του Andreas Kluth

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας