Τα προηγούμενα χρόνια η Κίνα βίωσε μια χωρίς προηγούμενο διαδικασία αστικοποίησης. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 1973 μόνο το 17,18% του κινεζικού πληθυσμού ζούσε σε πόλεις, ενώ το 2020 το αντίστοιχο ποσοστό είχε υπερτετραπλασιαστεί, φθανοντας το 61,43%, παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη που κατέστησε την Κίνα δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.
Αυτό προκάλεσε πολύ μεγάλη αύξηση της ζήτησης για κατοικίες στα αστικά κέντρα, ενώ η διαμόρφωση μιας κινεζικής “μεσαίας τάξης” αύξησε και τη ζήτηση για καλύτερη στέγαση.
Ως αποτέλεσμα αυξήθηκε πολύ η δομημένη έκταση του ασιατικού κολοσσού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ανάμεσα στο 2000 και το 2011 ο πληθυσμός των πόλεων αυξήθηκε κατά 50,5%, η έκταση των νέων τμημάτων των πόλεων αυξήθηκε κατά 76,4%. Αυτό αποτύπωνε τη μεγάλη ζήτηση όχι μόνο για κατοικίες, αλλά και για στέγαση επιχειρηματικών, εμπορικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων και μετέτρεψε τη χώρα σε ένα τεράστιο εργοτάξιο επιτρέποντας ταυτόχρονα σε εταιρείες όπως η Evergrande να εξελιχτούν σε πραγματικά οικονομικά μεγαθήρια. Έστω και με πήλινα πόδια, όπως αποδεικνύεται στις μέρες μας.
Όμως, η τόσο μεγάλη ζήτηση διαμόρφωσε και το έδαφος για μια μεγάλη “φούσκα ακινήτων” στην Κίνα. Οι επιχειρήσεις ακινήτων είδαν ένα μεγάλο πεδίο επένδυσης και προσπάθησαν να ανταποκριθούν με το να δανείζονται πολύ μεγάλα ποσά, ώστε να μπορούν να αγοράζουν εκτάσεις και να κατασκευάζουν οικιστικά συγκροτήματα που στη συνέχεια πωλούσαν. Μάλιστα η αγορά ακινήτων έφτασε να αντιπροσωπεύει ως και το 25% του κινεζικού ΑΕΠ.
Ταυτόχρονα, η αυξημένη ζήτηση κρατούσε σχετικά υψηλά τις τιμές και διαμόρφωνε ένα κλίμα και στη “μεσαία τάξη” ότι τα ακίνητα είναι μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα επένδυση. Με τα λόγια ενός Κινέζου επιχειρηματία “είναι πιο κερδοφόρο να σπεκουλάρεις στα ακίνητα παρά να πουλάς ναρκωτικά”.
Όμως έγινε σαφές ότι και στην Κίνα όλα αυτά στο τέλος ενέχουν τον κίνδυνο της υπερχρέωσης. Ειδικά η Evergrande, που είναι ο μεγαλύτερος όμιλος ακινήτων στην Κίνα και αποτελεί την 122η επιχείρηση στην παγκόσμια κατάταξη του περιοδικού Fortune, είχε ιδιαίτερα φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια που έφταναν ακόμη και στη διαμόρφωση του τοπίου, έφτασε να γίνει η πιο υπερχρεωμένη επιχείρηση ακινήτων.
Όσο μπορούσε να υπάρχει μεγάλη ζήτηση και σημαντικές πωλήσεις μπορούσε να αναχρηματοδοτείται αυτή η διαδικασία, παρά τον πολύ μεγάλο βαθμό μόχλευσης, ιδίως από τη στιγμή που υπήρχε επάρκεια φτηνού δανεισμού. Όμως, παραμόνευε ο κίνδυνος να υπάρξει μείωση της ζήτησης και άρα μια κρίση ρευστότητας. Και αυτό ακριβώς γίνεται το τελευταίο διάστημα.
Η πτώση της ζήτησης
Αυτή τη στιγμή η ζήτηση για ακίνητα στην χώρα του Σι Τζινπίνγκ εμφανίζει σημάδια υποχώρησης. Η Κίνα διαθέτει ένα πλεόνασμα κατοικιών που θα μπορούσε να στεγάσει άλλα 90 εκατομμύρια ανθρώπους. Μεγάλα οικιστικά πρότζεκτ που χρεοκόπησαν και έμειναν ανολοκλήρωτα ισοπεδώνονται με χρήση ελεγχόμενων εκρήξεων. Η γεννητικότητα έχει υποχωρήσει, παρά την εγκατάλειψη της “πολιτικής του ενός παιδιού” και σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις αυτό θα οδηγήσει σταδιακά και σε μείωση και του συνολικού πληθυσμού, άρα και της ζήτησης για κατοικίες. Αυτή τη στιγμή τα τρία τέταρτα των κινεζικών πόλεων έχουν αρχίσει να υποχωρούν ως προς τον πληθυσμό.
Μόνο που η μείωση των πωλήσεων που εμφάνισε η Evergrande ανάμεσα στον Ιούνιο και τον Αύγουστο σήμανε και την αρχή μιας κρίσης ρευστότητας, η οποία μεταφράστηκε σε αδυναμία ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις της. Με τη σειρά του αυτό έστειλε κραδασμούς στις κεφαλαιαγορές, με τις αποδόσεις να ομολογιακών δανείων να εκτοξεύονται και τη διαπραγμάτευση των δανείων της εταιρείας να πέφτει ακόμη και στα 28 σεντς το δολάριο, ενώ τα προβλήματα επεκτάθηκαν και σε άλλα ομολογιακά δάνεια σχετικού ρίσκου που έχουν εκδοθεί από ασιατικές επιχειρήσεις. Διάχυτος είναι πλέον ο φόβος για διασπορά του προβλήματος συνολικά στην αγορά ομολόγων.
Η στρατηγική των κυβερνώντων
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας επιδιώκει να “τιθασεύσει” τις πιο ανεξέλεγκτες πλευρές του κινεζικού καπιταλισμού, τις οποίες το ίδιο ενθάρρυνε σε μια προηγούμενη φάση, συμπεριλαμβανομένης και μιας εκστρατείας ενάντια στην κερδοσκοπία και την αύξηση των τιμών των ακινήτων (που θεωρήθηκαν “πολιτικά μη αποδεκτές”, μια που υπονομεύουν την προσπάθεια για μεγαλύτερη “κοινωνική ισορροπία”). Τον τόνο είχε δώσει ο ίδιος ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ το 2017 όταν είχε τονίσει ότι τα “σπίτια είναι για να κατοικείς, όχι για να κάνεις κερδοσκοπία”.
H κινεζική ηγεσία προσπάθησε να επιβάλλει τις λεγόμενες “τρεις κόκκινες γραμμές”, δηλαδή την έμφαση σε τρεις κρίσιμους δείκτες για τη βιωσιμότητα αυτών των εταιρειών: τον λόγο του χρέους προς τη ρευστότητα, του καθαρού χρέους προς το μετοχικό κεφάλαιο και του χρέους προς τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού. Αυτό, άλλωστε, συμπληρώνει τη συνολική στροφή της κινεζικής ηγεσίας σε μια προσπάθεια περιορισμού της ανεξέλεγκτης δράσης των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, όπως έδειξε και η πρόσφατη σύγκρουσή της με τους μεγάλους τεχνολογικούς ομίλους.
Θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει αυτό ως μια προσπάθεια να γίνει πιο “οργανωμένη” η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Κίνα, αποφεύγοντας τις μεγάλες ανισότητες αλλά και τη μεγάλη συσσώρευση επισφαλειών και κινδύνων που εκτός των άλλων θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε μεγάλες κοινωνικές διαμαρτυρίες και μια κρίση νομιμοποίησης του ίδιου του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Παράλληλα, η κίνηση αυτή σχετίζεται και με την προσπάθεια να μετατοπιστεί, όπως διαρκώς εξαγγέλλεται, το επίκεντρο της ανάπτυξης προς κλάδους όπως η υψηλής τεχνολογίας μεταποίηση ή οι “πράσινες” τεχνολογίες.
Το ερώτημα της κρατικής παρέμβασης
Μέχρι τώρα η κινεζική ηγεσία έχει επιδείξει απροθυμία για μεγάλες παρεμβάσεις για τη διάσωση της Evergrande, σε περίπτωση που αυτή οδηγηθεί σε χρεοκοπία. Αντιθέτως, έχει ενημερώσει τις τοπικές αρχές να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο αυτό.
Όμως τυχόν χρεοκοπία της επιχείρησης ή μία αναδιάρθρωσή της που θα μετακυλήσει μέρος του κόστους και προς τις τράπεζες και προς το καταναλωτικό κοινό των επενδυτικών προϊόντων, αντικειμενικά ενέχει τον κίνδυνο κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος πιστεύει ότι μπορεί να απορροφήσει τον κραδασμό και ταυτόχρονα να στείλει το μήνυμα ότι πλέον δεν πρόκειται να λειτουργήσει ως προστατευτικός μηχανισμός των επιχειρήσεων με πρακτικές υψηλού κινδύνου. Και, βέβαια, ελάχιστα ενδιαφέρεται για τους κραδασμούς που θα μεταφερθούν σε επενδυτές εκτός συνόρων. Πάντως το προηγούμενο της δίχως ισχυρό αντίκτυπο εξυγίανσης του αμερικανικού κολοσσού ακινήτων Fannie Mae, στη σκιά της πολύ πιο θορυβώδους κατάρρευσης της Lehman Brothers, δείχνει τα περιθώρια που αφήνει ο αποτελεσματικός κρατικός έλεγχος.
Μένει να δούμε εάν είναι εφικτό να εμπεδώσει το Πεκίνο τη δική του λογική για μια “ισορροπημένη” καπιταλιστική ανάπτυξη.