Πριν από πενήντα χρόνια, αυτόν τον ανοιξιάτικο μήνα, η χούντα έβγαλε περίπατο τα τανκς και σε μια-δυο ώρες πήρε την εξουσία αυτής της χώρας, σχεδόν χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, και την κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια. Μια ολόκληρη κοινοβουλευτική δημοκρατία και ένα πανίσχυρο παλάτι πέσανε σαν τραπουλόχαρτα.
Πώς εξηγείται αυτό; Και καλά οι θεσμοί, αλλά κι αυτός ο δημοκράτης λαός και η Αριστερά (ΕΔΑ τότε) που θα έπρεπε να κατέβουν στους δρόμους, προτίμησαν να μείνουν στο σπίτι τους και να κοιτάζουν τα τεκταινόμενα πίσω από τις γρίλιες. Μια παρέα φίλων, που είχαμε βρεθεί την ίδια μέρα για άλλο σκοπό, είπαμε να κατεβούμε στο κέντρο της Αθήνας.
Η πόλη έρημη και σε όλα τα δημόσια κτίρια τανκς. Αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε, από μόνοι μας, μια αντιστασιακή ομάδα, με την ελπίδα πως και άλλοι θα είχαν σκεφθεί σαν και μας και στην πορεία θα συναντιόμασταν. Σκέψη που δεν ήταν λάθος. Αλλά, δυστυχώς, δεν βρεθήκαμε.
Η ομάδα μας κατέληξε στο Πατριωτικό Μέτωπο, από παραπλάνηση. Δεν θέλαμε να έχουμε σχέση με το ΚΚΕ που βρισκόταν στο εξωτερικό, ούτε με την ΕΣΣΔ. Και όταν στο 3ο Δελτίο του Πατριωτικού Μετώπου, αν θυμάμαι καλά, υπήρχε η σαφής διευκρίνιση πως το κίνημά μας ήταν ανεξάρτητο, αυτό δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια.
Ηταν η αυθόρμητη παρέμβαση δύο συντακτών του δελτίου (Γ. Βότσης, Αρ. Μανωλάκος) που δημιούργησε πολλά προβλήματα. Αλλά εντούτοις αυτό ήταν το πνεύμα των ανθρώπων της Αριστεράς που ήθελαν να αντισταθούν στη χούντα, την περίοδο που το κόμμα (ΕΔΑ) ήταν άφαντο.
Αντίστοιχες κινήσεις έγιναν σε όλους τους πολιτικούς χώρους, ακόμα και στον στρατό. Μαθαίναμε τις άλλες κινήσεις όταν τους έπιαναν ή, στη χειρότερη περίπτωση, τις μαθαίναμε μετά τη χούντα.
Μετά τη Μεταπολίτευση, έγινε πολύς λόγος για την ηρωική αντίσταση του ελληνικού λαού απέναντι στο φασιστικό καθεστώς της χούντας. Και όλα τα κόμματα διεκδικούσαν τη μερίδα του λέοντος.
Αλλά κάποιοι που έζησαν κάθε μέρα και κάθε στιγμή εκείνης της περιόδου και ήταν ενεργοί εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος έχουν διαφορετική εικόνα: μετριούνταν κι έβγαιναν τρεις κι ο κούκος. Τελικά, πόσοι άνθρωποι αντιστάθηκαν με την όποια μορφή εναντίον της χούντας;
Η σχετική βιβλιογραφία για την περίοδο της δικτατορίας είναι πενιχρή. Ακόμα δεν έχει βρει τον έγκυρο ιστοριογράφο της. Και επομένως οι γνώσεις που έχουμε είναι εμπειρικές. Ρώτησα παλιούς μου συναγωνιστές από τη ΣΦΕΑ 1967-74 (Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αγωνιστών στη χουντική περίοδο) για τον αριθμό των μελών μας.
Είμαστε γύρω στους 800. Κάναμε έναν πρόχειρο υπολογισμό για το περίπου πόσοι ήταν αυτοί που πήραν ενεργό μέρος. Υπολογίσαμε πως το μάξιμουμ ήταν διόμισι-τρεις χιλιάδες. Ενδεικτικός αριθμός θα ήταν οι καταδίκες των στρατοδικείων – έρευνα που δεν έχει γίνει ακόμα.
Και εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση. Θεωρώ αντίθετους με τη χούντα αυτούς που άκουγαν κρυφά τα ξένα ραδιόφωνα στα βραχέα, αυτούς που πιάστηκαν την πρώτη μέρα της δικτατορίας χωρίς να προλάβουν να κάνουν τίποτα, ακόμα και αυτούς που αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό, και έχουν τη βαθιά εκτίμησή μου.
Αν τους μετρήσουμε όλους μαζί, ίσως βγουν αρκετές χιλιάδες. Τι έκαναν οι υπόλοιποι; Οποια δυσαρέσκεια και να υπήρχε, είχαν αποδεχτεί τη χούντα. Με εξαίρεση τη Νομική και το Πολυτεχνείο, που και αυτά ήταν μειοψηφικά φαινόμενα σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας.
Και κάποιες πρωτοβουλίες ατόμων από όλους τους πολιτικούς χώρους (ακόμα και βασιλικοί), η μεγάλη πλειονότητα αυτού του λαού ανέχτηκε τους συνταγματάρχες.
Και μια μειονότητα υπήρξε συνειδητά χουντική, και εκφράζεται σήμερα με τη Χρυσή Αυγή, που μέχρι πρότινος ήταν τρίτο κόμμα στη Βουλή. Δηλαδή συμβιώνουμε με περίπου 390.000 «μεταχουντικούς» σε διάφορες βαθμίδες και δράσεις.
Οπως προηγούμενα συμβίωνε η χούντα με τον κοινοβουλευτισμό. Από τον φασισμό του Ι. Μεταξά μέχρι την 21η Απριλίου είχαμε έναν «παράνομο» γάμο κράτους-παρακράτους.
Ολα τα κόμματα ήξεραν αυτόν τον αφύσικο δεσμό. Αλλά τον θεώρησαν εγγύηση της υπάρχουσας τάξης. Και γι’ αυτό πιάστηκαν όλοι στον ύπνο όταν η χούντα με μια απλή παρέλαση πήρε την εξουσία.
Το βιβλίο της Λένας Δουκίδου (προσφορά της «Εφ.Συν.») δίνει μια απάντηση σε όλα αυτά. Είναι μια σειρά από συνεντεύξεις που δημοσιεύτηκαν στην «Καθημερινή» το 1975.
Εκεί όλα τα… καθιερωμένα ονόματα των αντιστασιακών δίνουν τη δική τους εξήγηση για το τι πέτυχε η αντίσταση εναντίον της χούντας. Και έχουμε έναν τραγέλαφο πολιτικής σκέψης όλου του πολιτικού φάσματος, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις.
Και η 17Ν, αν ήταν λίγο πιο διαβαστερή, θα μπορούσε να έκανε αναφορά σε αυτά τα λαμπρά ονόματα της Αντίστασης, με τις εμμονές τους στη δυναμική αντίσταση, και να υποστηρίξει πως είναι οι συνεχιστές της. Και η έκπληξη είναι ο Α. Παναγούλης, που λέει πως τα βασανιστήρια συνηθίζονται.
«Στην αρχή, το ξύλο είναι φοβερό. Μετά γίνεται υποφερτό, στο τέλος συνηθίζεις». Για τον Μουστακλή, που τα συνήθισε, κουβέντα.
*Πηγή: efsyn.gr