Από την έκδοση του ομολόγου το Δημόσιο άντλησε τελικά το ποσό των 3 δισ. ευρώ ενώ στόχευσε σε 4 δισ. ευρώ και με επιτόκιο 4,625%, το οποίο είναι ακριβότερο από αυτό με το οποίο είχε δανειστεί η χώρα τρία χρόνια πριν, τον Απρίλιο του 2014, με το πενταετές ομόλογο της κυβέρνησης Σαμαρά.
Και αυτό γιατί το spread (η διαφορά) μεταξύ του επιτοκίου του ελληνικού πενταετούς ομολόγου που εκδόθηκε χθες και του αντίστοιχου γερμανικού διαμορφώθηκε στις 4,81 μονάδες. Η αντίστοιχη διαφορά του επιτοκίου του ομολόγου του 2014 και των αντίστοιχων γερμανικών ήταν τότε στις 4,41 μονάδες, που σημαίνει ότι η χώρα μας δανείστηκε τώρα ακριβότερα κατά 40 μονάδες σε σχέση με το επίπεδο που είχε δανειστεί τότε.
Το επιτόκιο των χθεσινών ομολόγων για να είναι, σε συγκρίσιμους όρους, χαμηλότερο από το επιτόκιο του ομολόγου του 2014 θα έπρεπε να κινούνταν σε επίπεδο κάτω από το 4,1-4,2%.
Το Δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ. Το 1,5 δισ. προήλθε από επενδυτές, οι οποίοι αντάλλαξαν το ομόλογο που λήγει τον Απρίλιο του 2019 με το νέο, και το υπόλοιπο 1,5 δισ. ευρώ από επενδυτές που αγόρασαν απευθείας τον νέο τίτλο.
Το πραγματικό κόστος είναι στα επίπεδα του 4,9%, σύμφωνα με υπολογισμούς στελεχών της αγοράς, καθώς η ανταλλαγή του ομολόγου του 2019 έγινε σε τιμή 102,6. Δηλαδή, οι κάτοχοί του πληρώθηκαν από το Δημόσιο 102,6 ευρώ για κάθε 100 ευρώ ομολόγου που έδωσαν πίσω για να πάρουν το νέο.
Επιπλέον, σε μια περίοδο που η Ελλάδα δανείζεται από τον ΕSM με μέσο επιτόκιο 1,2%, ο δανεισμός μέσω του νέου πενταετούς ομολόγου με επιτόκιο 4,625% οδηγεί στην ανάληψη από το Δημόσιο ενός επιπλέον ετήσιου κόστους 100 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο ουσιαστικά μετατρέπεται σε κέρδος για τους ξένους επενδυτές.
Τέλος, αυτή η ασύμφορη έξοδος της χώρας στις αγορές, μπορεί να αξιοποιηθεί από την Γερμανική πλευρά και τους άλλους ευρωπαίους για να υποστηρίξουν ότι δεν χρειάζονται μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αφού η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτηθεί για να αποπληρώνει το χρέος της από τις αγορές.