Γιώργος Ζαμπέτας: Ο σπουδαίος καλλιτέχνης από το ”Αιγάλεω Σίτυ”

925
Γιάννης Θ. Διαμαντής
ΚείμενοΓιάννης Θ. Διαμαντής

Στις 25 Ιανουαρίου 1925 γεννιέται ο Γιώργος Ζαμπέτας, εμβληματική μορφή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού του 20ου αιώνα που έγραψε, ερμήνευσε και συνόδευσε αριστοτεχνικά με το μπουζούκι του τραγούδια, που έμειναν στην ιστορία της ελληνικής μουσικής.

Το 1938, η γνωριμία του, σε ηλικία 13 ετών, με τον Βασίλη Τσιτσάνη θα παίξει καθοριστικό ρόλο.

Αλλά ας μας παρουσιάσει τον «Τραβαδούρο της διπλοπεννιάς» ο επίσης εμβληματικός Φρέντυ Γερμανός, μέσα από τον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» της 6ης Μαρτίου 1970, όταν πια ο Ζαμπέτας μεσουρανούσε.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 6.3.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Ζαμπέτας…Ξέρξης

«Άλλοτε στο Αιγάλεω σας έδειχναν μια κορυφή και σας έλεγαν: “Εκεί πάνω καθόταν ο Ξέρξης. Από εκεί είδε όλη τη ναυμαχία της Σαλαμίνας…”.

»Τώρα σας δείχνουν ένα χαμηλό σπίτι και σας λένε: “Αυτού κάθεται ο Γιώργος Ζαμπέτας. Σε εκείνο το δωμάτιο έγραψε τον Αράπη”.

»Κατά πρώτο λόγο είναι διάσημος και κατά δεύτερο λόγο δεν ξεχνά ποτέ το Αιγάλεω- όπου κι αν βρίσκεται. Ο σερ έχει την συνήθεια να προσθέτη την καταγωγή του στο όνομά του, όπως ακριβώς έκαναν ή κάνουν ο Σκηπίων ο Αφρικανός, ο Αννίβας, ο Καρχηδόνιος ή ο Λαζογιώργος – Ελληνικός. Ο Ζαμπέτας υπογράφει απλώς: “Γιώργος Ζαμπέτας, απ’ το Αιγάλεω Σίτυ…” (…)

Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου, «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 6.3.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Αγέλαστος

»Όπως όλοι οι αληθινοί χιουμορίστες, ο Γιώργος Ζαμπέτας, είναι κατά βάσιν ένας μελαγχολικός άνθρωπος που χαμογελά σπανίως. Συνήθως χαμογελά κάθε Σάββατο και Κυριακή – όταν βλέπη τι εισπράξεις έκανε το κέντρο του…

»Κατά κανόνα τραγουδά αγέλαστος. Σαλτάρει στα τραπέζια αγέλαστος. Λέει τα αστεία του αγέλαστος. Πληρώνει τις τραγουδίστριες αγέλαστος.

“Τι τα θες τι τα γυρεύεις; Οι γυναίκες δεν κάνουν για μπουζούκι. Τις βλέπεις τραγουδάνε στημένες σαν λόρδοι Βύρωνες. Ποιος θα δώση το κέφι, κυρίες μου; Ο κόσμος δεν θέλει σήμερα πλερέζες και κόλλυβα. Κάντε τουμπεκί”.

»Για τον Γιώργο Ζαμπέτα το κέφι είναι μια θρησκεία. Κάθε βράδυ, όταν τελειώνη το ρεσιτάλ του, έχε βγάλει κατά μέσον όρο από πάνω του δύο κιλά ιδρώτα. Τόσα περίπου βγάζει και ο Γιώργος Σιδέρης ύστερα από κάθε ματς του Ολυμπιακού. (…)

Το κοινό

»Το κοινό είναι η ζωή του. Κάθε βράδυ, πριν κάνη την εμφάνισή του βγάζει το κεφάλι του απ’ το μικρό γραφειάκι που βρίσκεται κάτω από την σκάλα και κατασκοπεύει την αίθουσα.

»Θέλει να ξέρη από πριν με τι πελάτες έχει να κάνη. Κάθε πρόσωπο είναι και ένας ερεθισμός. Κάθε τραπέζι είναι και ένας κίνδυνος. Εκείνη την ώρα ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι σαν ένας θηριοδαμαστής που ετοιμάζεται να μπη στο κλουβί με τον τίγρη…

»Ύστερα δίνει ένα σάλτο και πηδά μέσα στην πίστα, σαν να θέλη να την φάη ολόκληρη. Είναι κι αυτό μια από τις θεωρίες του Γιώργου Ζαμπέτα.

“Ο μόνος τρόπος για να τρομάξης τον τίγρη είναι να τον πείσης πώς είσαι τίγρης και συ…”

»Ο Γιώργος Ζαμπέτας, παριστάνει τον τίγρη της διπλοπεννιάς κάθε βράδυ εδώ και 20 χρόνια. Και σιγά-σιγά ίσως νάγινε τίγρης – χωρίς να το καταλάβη…

Σόου

»Κάθε βράδυ ο Ζαμπέτας τραγουδά, χορεύει, λέει αστεία, χορεύει, λέει αστεία, χτυπιέται, λέει αστεία, κάνει τούμπες, λέει αστεία, σεληνιάζεται, λέει αστεία. Το ρεσιτάλ του είναι ένα σώου διαρκείας που θα μπορούσε να εξοντώση οποιοδήποτε άλλο. Ο Ζαμπέτας απλώς γλυτώνει θυσιάζοντας δύο κιλά ιδρώτα κάθε βράδυ…

»Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το κοινό του έχει κάτι από την σοφία ενός διδάκτορος της Ψυχολογίας και μίας νταντάς που έχει ασκηθή αναστρέφοντας ένα πολύ κακομαθημένο παιδί. (…)

Ο γιος του βιομήχανου

»Κάποτε, το κοινό αντιδρούσε εντελώς αρνητικά σε όλα τα αστεία του. Ήταν μια άσχημη νύχτα. Ο Ζαμπέτας έψαχνε απελπισμένα να βρη τον σπινθήρα.

»Εκείνη την στιγμή το μάτι του έπεσε επάνω σε ένα νεαρό υιό βιομηχάνων που έχουν δη τα εργοστάσια του μπαμπά τους μόνο σε καρτ – ποστάλ.

»Ο Ζαμπέτας τον παρουσίασε στους υπόλοιπους θαμώνες, αγέλαστος όπως πάντα: “Κώστας Νικολαΐδης. (Το όνομα είναι φανταστικό). Επάγγελμα, οικιακά”.  Η αίθουσα πήγε και ήλθε μια ακόμη φορά.

Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου, «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 6.3.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Χατζιδάκις – Ζαμπέτας

»Το χιούμορ του Γιώργου Ζαμπέτα ξεκινά απ’ την βάση ότι τίποτε δεν είναι αστειότερο απ’ την αλήθεια. Φυσικά το ζήτημα είναι να μπορής να βλέπης την αλήθεια.

»Κάποτε έγραφαν ένα δίσκο με το Μάνο Χατζιδάκη. Ήταν ένας δίσκος με πολλές περιπέτειες, όπως είναι συνήθως όλοι οι δίσκοι με τον Χατζηδάκη. Η συνέχεια της ιστορίας – υπό μορφήν διαλόγου:

ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ: Άκου Γιώργο, Στο κομμάτι που θα γράψωμε τώρα εσύ δεν παίζεις καθόλου. Κάνω εγώ μόνο ένα σόλο.

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Εντάξει, Μανώλη…

»Αρχίζει ο Χατζηδάκης το σόλο αλλά στο πιο κρίσιμο σημείο ο Ζαμπέτας πετά μια ύπουλη διπλοπεννιά. Σταματά η εγγραφή.

ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ: Γιώργο, σού είπα ότι εδώ δεν παίζεις εσύ. Παίζω μονάχος μου.

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Εντάξει, Μανώλη.

»Ξαναρχίζει ο Χατζηδάκης και στο κρίσιμο σημείο ακούγεται πάλι η ύπουλη διπλοπεννιά.

ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ (ουρλιάζει): ΓΙΩΡΓΟ, ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΕΔΩ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙΣ!

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Δεν παίζω, Μανώλη.

ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ: Πώς δεν παίζεις αφού παίζεις.

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Δεν παίζω, Μανώλη. Σχολιάζω»

(…)

“Μανώλης Χατζηδάκης θα πη ψυχή. Θα πη αίσθημα. Θα πη Ελλάδα. Θα πη ήθη και έθιμα. Αυτό θα πη Μανώλης Χατζήδάκης. Μια μέρα μού λέει: ‘Ζαμπέτα, έλα σπίτι. Έχω να σου παίξω ένα κομμάτι’. Πήγα και μου έπαιξε ένα τραγούδι. Του λέω: ‘Ξαναπαίξτο’. Μου το ξανάπαιξε. Του λέω:  ‘Πώς το λένε;’ Μου λέει: ‘Τα παιδιά του Πειραιά’. Του λέω: ‘Μανώλη κάνε τουμπεκί. Έγινες πλούσιος’.

Οι πρώτες πενιές και η συνέχεια

»Ο πατήρ Ζαμπέτας είχε το μπουζούκι κρεμασμένο σε ένα τοίχο του κουρείου του και ο υιός Ζαμπέτας το ξεκρεμούσε κάθε βράδυ για να ανακρούση τις πρώτες του εμπνεύσεις…

“Έβαζα καρέκλα για να το φτάσω. Ήμουν βλέπεις σπόρος ακόμη. Ο μπαμπάς με έβλεπε και κουνούσε το κεφάλι του. Ύστερα όταν με άκουγε να ξαναπαίζω ξανακουνούσε το κεφάλι του. “Καλά το πας” μου έλεγε.  “Μόνο δούλευέ το πιο γλυκά. Όχι άγρια. Το μπουζούκι είναι σαν την γυναίκα. Θέλει χάδι – τουλάχιστον στην αρχή…”

(…)

» [Ο Ζαμπέτας] αγαπούσε το μπουζούκι αλλά δίσταζε να το δη σαν επαγγελματίας, ίσως γιατί το αγαπούσε πάρα πολύ.

“’Ήθελα να είμαι σούπερ – τέλειος. Ως το ’50 δεν με ήξερε κανείς. Ήμουν εργάτης σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε καλλυντικά. Δούλευα όλη τη μέρα και το βράδυ έπιανα το μπουζούκι στο χέρι μου και του έλεγα τα βάσανά μου. Του έλεγα: “Πού θα πάη αυτή η ιστορία;” Και αυτό μου έλεγε: «Κάνε τουμπεκί. Θάρθη η σειρά σου Γιώργο…”

(…)

»Έπαιζα πότε δω, πότε αλλού – η τράτα μας η κουρέλου. Το ’52 έκανα τα πρώτα μου δύο τραγούδια στην Κολούμπια. Βουλιάξανε και τα δύο. Ύστερα έκανα κάτι σουξέ με τον Καζαντζίδη. Τι τα θες όμως – τι τα γυρεύεις.

»Εκείνο τον καιρό για να φτάσης ήθελες 15 χρόνια. Σήμερα μπορείς να γίνης κάποιος μέσα σε μια εβδομάδα. Γι’ αυτό και την ψωνίζουνε μερικοί – μερικοί. Ακούς τον άλλο και λέει: “Eγώ βγάζω οκτώ χιλιάρικα”. Λοιπόν έχω να σου πω κάτι πάνω σ’ αυτό. Όλη η καλλιτεχνία είναι κρέμες και πούντρες. Το ίδιο πράμα είναι και τα ποσά αυτά που ακούς: Κρέμες και πούντρες…”

Αιγάλεω Σίτυ

»Παραμένει πιστός στην παλιά γειτονιά του. Από εδώ ξεκίνησε, εδώ θέλει να τελειώση.

“Το Αιγάλεω είναι για μένα σαν το μπουζούκι. Με ξέρει και το ξέρω”. Moυ λένε: ‘Γιατί δεν φεύγεις από εκεί πέρα που μένεις να πας να αράξης στο Κολωνάκι’. Toυς λέω: ‘Κάντε τουμπεκί’.  Στο Αιγάλεω με ξέρουνε κι οι πέτρες.

“Κάθε βράδυ που φεύγω απ’ το σπίτι περνάω από το μπακάλη. Λέω μια καλησπέρα. Περνάω απ’ το κουρείο. Λέω άλλες τρεις καλησπέρες. Ύστερα μπαίνω στο αμάξι και περνάω έξω απ’ το σπίτι της μάνας μου. Της κορνάρω. Βγαίνει στο παράθυρο και της λέω: “Kαληνύχτα”. Kατάλαβες τώρα τι είναι για μένα το Αιγάλεω Σίτυ;”.

Το μπουζούκι

«Πολλοί γελάνε μαζί μου γιατί όπου πάω παίρνω μαζί μου το μπουζούκι. Τόσο κορόϊδα είσαι. Μου λεν: “Τι το κάνεις και το θες όλο μαζί σου”. Τους λέω: “Το μπουζούκι είναι άνθρωπος. Θέλει να του κουβεντιάζης…Το έχω μαζί μου και τού λέω όσα μου συμβαίνουνε. Κι ‘κείνο πάλι μου λέει τα δικά μου…”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας