Η τουρκική αντικατασκοπεία κάνει υπερωρίες το τελευταίο διάστημα. Το αποδεικνύουν αυτό οι επιχειρήσεις της προ μηνός, οπότε συνελήφθησαν 34 άτομα κατηγορούμενα ότι ασκούσαν επί τουρκικού εδάφους κατασκοπεία για λογαριασμό της ισραηλινής Μοσάντ εναντίον στόχων συνδεόμενων με το Ιράν, αλλά και η σύλληψη την προηγούμενη εβδομάδα τεσσάρων Σύρων που φέρονται να λειτουργούσαν ως πράκτορες της Γαλλίας.
Όμως η θεαματικότερη από πολλές απόψεις ενέργεια των τουρκικών αρχών ήταν οι κοινές επιδρομές αστυνομίας και μυστικών υπηρεσιών (MIT) σε διαφορετικές τοποθεσίες της Κωνσταντινούπολης στις 20 Φεβρουαρίου, που οδήγησαν στη σύλληψη έξι ατόμων, τα οποία κατηγορούνται ότι παρακολουθούσαν (προφανώς για λογαριασμό της Κίνας) Ουιγούρους ακτιβιστές εγκατεστημένους στην Τουρκία.
Υπενθυμίζεται ότι οι Ουιγούροι, που πατρίδα τους έχουν την επαρχία Σιντζιάνγκ της δυτικής Κίνας, ομιλούν γλώσσα συγγενή προς την τουρκική και ακολουθούν το ισλαμικό θρήσκευμα. Η καταγγελλόμενη καταστολή τους από τις κινεζικές αρχές (που περιλάμβανε ακόμη και μαζικούς εγκλεισμούς σε “στρατόπεδα επανεκπαίδευσης” ενάντια στον εξτρεμισμό) αποτελεί, περισσότερο και από το ζήτημα του Θιβέτ, κατεξοχήν σημείο τριβής ανάμεσα στη Δύση και τη Λαϊκή Δημοκρατία, σε ό,τι αφορά τα μειονοτικά δικαιώματα.
Αλλά βέβαια το Σιντζιάνγκ (το οποίο οι αυτονομιστές αποτελούν “Ανατολικό Τουρκεστάν”) αποτελεί την γεωπολιτικά κρισιμότερη επαρχία της Κίνας, καθώς από αυτό διέρχεται ο “νέος δρόμος του μεταξιού” προς τις κεντρασιατικές δημοκρατίες και εκείθεν τις ευρωπαϊκές ή μεσανατολικές αγορές.
Το πόσο αναδεικνύει η Τουρκία (που ήδη φιλοξενεί τμήμα της ουιγουρικής διασποράς) το ζήτημα αυτών των μακρινών συγγενών αποτελεί αξιόπιστο “βαρόμετρο” της κατάστασης στην οποία βρίσκονται κάθε φορά οι σχέσεις Άγκυρας-Πεκίνου. Στο πρόσφατο παρελθόν, καίτοι αρέσκεται να προβάλλει ως υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ομοπίστων και ομοεθνών, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν είχε αποδείξει ότι είναι σε θέση να παραμερίσει το ζήτημα των Ουιγούρων, όταν επρόκειτο να πραγματοποιήσει επωφελείς συμφωνίες με την Κίνα.
Αλλά οι συλλήψεις της προηγούμενης εβδομάδας αποτελούν ένα σήμα που δεν μπορεί να περερμηνευθεί. Όχι απλώς διότι πραγματοποιήθηκαν, αλλά και γιατί δημοσιοποιήθηκαν (όπερ κάθε άλλο παρά υποχρεωτικό είναι στις υποθέσεις κατασκοπείας μεταξύ κρατών, που μπορεί να επιλέξουν περισσότερο “διακριτική” διαχείριση).
Υπό την πίεση των δεκάδων χιλιάδων Ουιγούρων της Τουρκίας, και με δεδομένο ότι πρόκειται για ένα από τα λίγα σημεία στα οποία συμπίπτουν οι ευαισθησίες ισλαμιστών και κεμαλιστών στη γείτονα, το θέμα είχε προκαλέσει και άλλοτε στο πρόσφατο παρελθόν τριβές μεταξύ της Άγκυρας και του Πεκίνου. Λ.χ. το κινεζικό προξενείο στη Σμύρνη παραμένει κλειστό από το 2019, λόγω της δυσφορίας που προκάλεσαν στην κινεζική πλευρά δηλώσεις της τουρκικής κυβέρνησης υπέρ των Ουιγούρων, ενώ το 2021 ο Κινέζος πρεσβευτής στην Άγκυρα εκλήθη στο υπουργείο Εξωτερικών για την επίδοση διαβήματος διαμαρτυρίες, μετά τις φραστικές επιθέσεις της πρεσβείας σε Τούρκους (αντιπολιτευόμενους) πολιτικούς που εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους προς την δοκιμαζόμενη μειονότητα του Σιντζιάνγκ.
Όλα αυτά τα επεισόδια, όμως, πλαισιώνονταν και οριοθετούνταν από την γενικότερη διάθεση της Τουρκίας να μη διαταράξει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις με την Κίνα. Το γιατί σήμερα κρίνεται ότι είναι και πάλι στιγμή να ανέβουν οι τόνοι ερμηνεύεται τόσο από την πάγια και κατανοητή επιθυμία της Άγκυρας να μην επιτρέπει σε τρίτους παράνομη δράση στο εσωτερικό της, όσο όμως και από την προθυμία να δοθεί σε αυτή τη συγκυρία ένα μήνυμα προς τους Δυτικούς συμμάχους ότι η γειτονική χώρα μετατοπίζεται σε περισσότερο φιλοδυτική κατεύθυνση.