Ας σταματήσουν να χρησιμοποιούν την κλιματική αλλαγή ως άλλοθι για την απουσία κυβερνητικού σχεδίου για τις δασικές πυρκαγιές
Με μεγάλη υπερηφάνεια τα τοπικά μέσα της Αργολίδας ανέφεραν ότι σε μια δασική πυρκαγιά στην Ερμιόνη εστάλησαν πυροσβεστικά αεροσκάφη «κατόπιν ενεργειών» του τοπικού βουλευτή και υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Γιάννη Ανδριανού προς τον βουλευτή Ρεθύμνου και υπουργό Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας Γιάννη Κεφαλογιάννη.
Αυτή η μικρή είδηση αποτυπώνει όλα όσα πάνε στραβά με την κατάσταση με τις δασικές πυρκαγιές.
Δηλαδή, όταν ένας τοπικός παράγοντας, ακόμη και όταν το κάνει με τις καλύτερες των προθέσεων, μπορεί να επηρεάσει τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την επιτελική λειτουργία σε μια από τις πιο κρίσιμες πλευρές της κρατικής λειτουργίας, δηλαδή τη δασοπυρόσβεση, τότε είναι σαφές ότι ούτε σχεδιασμός υπάρχει ούτε επιτελική λειτουργία.
Να το πω διαφορετικά, για ποιον σχεδιασμό μιλάμε όταν θεωρούμε ότι η πυρόσβεση εξαρτάται από τον ίδιο μηχανισμό με τον οποίο εξασφαλίζονται… ευνοϊκές μεταθέσεις για φαντάρους;
Και μην μου πείτε ότι πιθανώς το περιστατικό να μην έγινε ακριβώς έτσι και τα εναέρια μέσα να στάλθηκαν κατόπιν όντως σχεδιασμού και επιχειρησιακής ιεράρχησης. Το ίδιο το γεγονός ότι μπορεί να «διαρρέεται» στα τοπικά μέσα, αυτά που διαβάζουν οι τοπικοί ψηφοφόροι, ότι ένα ζήτημα όπως η δασοπυρόσβεση οργανώνεται με τέτοιους τρόπους είναι ενδεικτικό του πώς την αντιμετωπίζουν τα κυβερνητικά στελέχη.
Και αυτό μας φέρνει στην ουσία του προβλήματος.
Εάν κανείς κοιτάξει τον πυρήνα της τρέχουσας κυβερνητικής ρητορικής θα δει ότι διαρκώς υπογραμμίζεται ότι πλέον οι φωτιές είναι διαφορετικές, ότι η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει και την ένταση και τη μορφή των δασικών πυρκαγιών, ότι δεν μπορούν πια να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο, και άρα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτές και να εξασφαλίσουμε ιδιωτική ασφάλιση, ώστε όταν καεί το σπίτι μας να πάρουμε αποζημίωση.
Στην πραγματικότητα όλη αυτή η ρητορική δεν παραπέμπει τόσο στις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η πυρόσβεση, όσο στην απροθυμία της κυβέρνησης να έχει όντως σχεδιασμό και προετοιμασία.
Και αυτό γιατί η κλιματική αλλαγή δεν ξεκίνησε φέτος. Χρόνια τώρα ξέρουμε τι σημαίνει για τις δασικές πυρκαγιές: μεγαλύτερες περίοδοι υψηλών θερμοκρασιών που αυξάνουν την εύφλεκτη ύλη και πιο έντονοι και παρατεταμένα άνεμοι που διευκολύνουν την επέκτασή τους. Όπως χρόνια τώρα ξέρουμε και ότι έχουμε να κάνουμε με πυρκαγιές που κινούνται πιο γρήγορα και δεν περιορίζονται στα δάση, αλλά επεκτείνονται εύκολα και σε αγροτικές εκτάσεις.
Με τον ίδιο τρόπο γνωρίζουμε εδώ και χρόνια ότι έχουν αλλάξει και τα χαρακτηριστικά των κοινοτήτων και των οικισμών κοντά στα δάση. Δεν υπάρχουν πια οι δραστηριότητες που κάποτε εξασφάλιζαν από το χειμώνα ότι τα δάση θα ήταν λιγότερο επικίνδυνα, έχουμε αγροτικές εκτάσεις που επί της ουσίας δεν καλλιεργούνται, έχουμε μεγαλύτερη δόμηση μέσα σε περιοχές που είναι επικίνδυνες για πυρκαγιές.
Γνωρίζουμε επίσης, εδώ και χρόνια, ότι η δασοπυρόσβεση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη διαχείριση των δασών, την προστασία, την ήπια και βιώσιμη ανάπτυξη και ότι ήταν πρόβλημα η αποσύνδεση της δασοπυρόσβεσης από τη δασική υπηρεσία εδώ και δεκαετίες.
Όλα αυτά προφανώς και κάνουν τα πράγματα πιο δύσκολα. Όμως, αυτό δεν ακυρώνει την υποχρέωση αυτής της κυβέρνησης να έχει εξοπλισμό και προσωπικό ώστε να μπορεί να περιορίζει την καταστροφή και να μην αφήνει μια φωτιά να φτάνει μέσα στον οικιστικό ιστό της Πάτρας (ή του Χαλανδρίου για να θυμηθούμε τα περσινά) ή να μπορεί να εμποδίσει μια πυρκαγιά να εξελιχθεί στη μεγαλύτερη πρόσφατη δασική πυρκαγιά που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη (πρόπερσι στον Έβρο).
Αυτό, όμως, θα προϋπέθετε μια κυβέρνηση που όντως θα αποτιμούσε την προσπάθεια και θα έκανε σχεδιασμό με βάση το πόσες φωτιές και πόσες καταστροφές απέτρεψε. Εδώ, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τέτοιο, αλλά με μια κυβέρνηση που κυρίως ενδιαφέρεται για την εικόνα της, πράγμα που στα μάτια της μεταφράζεται κυρίως στην αποτροπή του ενδεχομένου θυμάτων, εξ ου και ο τρόπος που χρησιμοποιούν το 112, μια κυβέρνηση που πολύ εύκολα μεταφέρει την ευθύνη σε άλλους, από τους εμπρηστές μέχρι τους πολίτες που δεν καθάρισαν τα οικόπεδα, που εξετάζει την προμήθεια εξοπλισμού κυρίως με κριτήριο την απορροφησιμότητα και όχι την αποτελεσματικότητα και θεωρεί ότι σχεδιασμός είναι η παρουσίαση ενός εντυπωσιακού powerpoint για ένα ακόμη «εθνικό σχέδιο».
Όλα αυτά μεταφράζονται σε μια κατάσταση όπου στην πράξη ουσιαστική πρόληψη δεν γίνεται, πραγματική προετοιμασία δεν υπάρχει και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός κατά βάση στηρίζεται στον ηρωισμό των πυροσβεστών και των πιλότων των Καναντέρ, στους εθελοντές και στην τοπική κινητοποίηση, με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις να φαίνεται ότι ο Ρουβίκωνας κάνει περισσότερη δουλειά…
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά έχουμε έναν αρμόδιο υπουργό, αυτόν που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχει συντονίσει την προετοιμασία για να μη βλέπουμε τις εικόνες που είδαμε, αντί να ζητάει συγγνώμη από τον ελληνικό λαό να επιτίθεται στον δήμαρχο της Πάτρας, Κώστα Πελετίδη, έναν από τους αυτοδιοιητικούς άρχοντες που δεν εξυπηρετεί συμφέροντα αλλά τους δημότες του – και γι’ αυτό τον λόγο έχει εκλεγεί τρεις συνεχόμενες φορές. Λίγη τσίπα δεν βλάπτει κάποιες στιγμές.
Όλα αυτά όμως δεν αποτελούν προβλήματα κάποιου υπουργού. Αφορούν όλη την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως επικεφαλής της, ακριβώς γιατί είναι τα αποτελέσματα του τρόπου που πλέον λειτουργεί ως «καθεστώς» που δεν λογοδοτεί πραγματικά στους πολίτες αλλά επενδύει πρωτίστως στο ότι η κοινωνία δεν βλέπει κάποια εναλλακτική προοπτική και απλώς ελπίζει ότι θα επιβιώσει. Μέχρις ότου, βέβαια, η φωτιά φτάσει – κυριολεκτικά – στην αυλή της.