Ο Γερμανός στρατιωτικός εμπειρογνώμονας και απόστρατος συνταγματάρχης Βόλφγκανγκ Ρίχτερ τάσσεται υπέρ του διαλόγου με τη Ρωσία, εκφράζοντας φόβους ότι οι επόμενοι μήνες του πολέμου στην Ουκρανία θα οδηγήσουν σε ακόμη περισσότερα θύματα και δεν θα φέρουν αποφασιστικά πλεονεκτήματα σε καμία πλευρά.
Ερωτηθείς αν η σύρραξη οδηγείται σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς, ο Ρίχτερ τονίζει: «Είναι πολύ πιθανό να επέλθει κάποια στιγμή ένα σημείο εξάντλησης, μάλλον πρώτα για τα ουκρανικά στρατεύματα, αλλά αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί ακόμη με βεβαιότητα. Αλλά αυτό το σημείο θα επέλθει χωρίς να έχει αλλάξει σημαντικά η μεγάλη επιχειρησιακή εικόνα, συνεπώς θα πρέπει να σκεφτούμε τον απαραίτητο διάλογο που προηγείται της κατάπαυσης του πυρός το συντομότερο δυνατό. Διαφορετικά, οι απώλειες θα αυξηθούν παρά πολύ, χωρίς να αλλάξει σημαντικά η κατάσταση».
Αναφορικά με τις πιθανότητες του Κιέβου να πλήξει τις ρωσικές δυνάμεις με περισσότερα δυτικά όπλα, όπως τους αμερικανικούς πυραύλους HIMARS, τους επόμενους μήνες, ο Βόλφγκανγκ Ρίχτερ υποστηρίζει ότι «αυτό δεν δίνει στην Ουκρανία αποφασιστικό πλεονέκτημα, γιατί οι Ρώσοι χρησιμοποιούν πυραύλους αυτού του βεληνεκούς εδώ και εβδομάδες και έχουν ήδη καταστρέψει μια σειρά από ουκρανικές αποθήκες και εγκαταστάσεις παραγωγής».
Ο Γερμανός εμπειρογνώμονας λέει ότι κάθε φορά που ο καγκελάριος Σολτς ή ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν σηκώνουν το τηλέφωνο για να μιλήσουν με τον Πούτιν, ιδιαίτερα οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης διαμαρτύρονται αμέσως και μιλούν για προδοσία. Τέτοιες απόψεις όμως δεν έχουν νόημα, γιατί μια εκεχειρία που τερματίζει αυτόν τον πόλεμο πρέπει να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης εκ των προτέρων…
Σίγουρα δεν έχει νόημα να ξεκινήσει τώρα μια μεγάλης κλίμακας πρωτοβουλία για διαπραγματεύσεις συζήτησης υψηλού επιπέδου.Οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις δεν ξεκινούν με δημόσια ρητορική υψηλού επιπέδου, αλλά με εμπιστευτικές συνομιλίες, στα λεγόμενα «πίσω κανάλια». Σε αυτές μπορεί να μετέχουν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι ή διπλωμάτες, όπως προφανώς συμβαίνει όταν πρόκειται για ανταλλαγές κρατουμένων και παραδόσεις σιτηρών. Αλλά μπορούν επίσης να γίνουν συνομιλίες μεταξύ εκείνων που δεν είναι πλέον επίσημα στην εξουσία, αλλά που εξακολουθούν να μιλούν και επιτρέπεται να συνομιλούν μεταξύ τους: πρώην αξιωματικοί του γενικού επιτελείου, πρώην διπλωμάτες και επιστήμονες».
Στο ερώτημα αν η Δύση είναι σε θέση να ανοίξει διάλογο, ο Ρίχτερ τονίζει: «Σε κάθε περίπτωση, το Κίεβο είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνο για εδαφικά ζητήματα, αν και η Γαλλία και η Γερμανία μοιράζονται κάποια ευθύνη για την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, για το καθεστώς του Ντονμπάς. Ωστόσο, όταν πρόκειται για το ζήτημα της πιθανής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αυτό είναι μια συναινετική απόφαση εντός της συμμαχίας που δεν λαμβάνεται στο Κίεβο. Πάνω από όλα, η Δύση πρέπει να ασχοληθεί με την αποφυγή μιας κλιμάκωσης».
naftemporiki.gr