Πώς η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη έφτασε στο σημείο να θεωρείται ο αδύναμος κρίκος.
Το 1999, ο Economist περιέγραφε τη Γερμανία ως «τον μεγάλο ασθενή της Ευρώπης» – τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, η οικονομία της χώρας ευημερούσε ως εξαγωγική δύναμη.
Στη δεκαετία του 2010, μετά το λεγόμενο Jobwunder (θαύμα της απασχόλησης), οι Γερμανοί συνέχισαν σχεδόν ανεμπόδιστα να πορεύονται εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-2009.
Εκείνη την εποχή, υπήρχε έκρηξη στις αναδυόμενες αγορές και τα μεταποιημένα προϊόντα είχαν μεγάλη ζήτηση στην Κίνα.
Η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 24% εκείνη την περίοδο – σε σύγκριση με τα στοιχεία για τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία που έδειχναν 18 και 22% αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τον Economist, τα γερμανικά οικονομικά και πολιτικά μοντέλα θεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σταθερά και χωρίς κλυδωνισμούς εν αντιθέσει με τη Βρετανία και το Brexit ή την άνοδο της Le Pen στη Γαλλία.
Και πάλι μεγάλος ασθενής
Και πάλι το 2023 ο Economist επιμένει ότι η Γερμανία μπορεί και πάλι να είναι ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» καθώς η χώρα έχει βιώσει το τρίτο τρίμηνο της συρρίκνωσης και μπορεί να αποδειχθεί η μόνη μεγάλη οικονομία που συρρικνώνεται το 2023.
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα είναι η μόνη οικονομία των G7 που θα συρρικνωθεί το 2023, ενώ ο δείκτης μεταποίησης βρίσκεται τώρα στο χαμηλότερο επίπεδο από την αρχή της πανδημίας το 2020.
Οι τιμές του φυσικού αερίου σήμερα είναι περίπου διπλάσιες από ό,τι πριν την περίοδο Covid.
Πώς προέκυψαν όλα αυτά;
Πρώτον, οι προσπάθειες της συλλογικής Δύσης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για «αποσύνδεση» από την Κίνα έπληξαν τη Γερμανία σε καίριους τομείς και κυρίως χτύπησαν το όραμα του Βερολίνου για «στρατηγική αυτονομία».
Ο πόλεμος των αμερικανικών επιδοτήσεων κατά της Ευρώπης συνέβαλε στο γερμανικό δράμα.
Τα επιτόκια, τα οποία έχουν αυξηθεί πολύ στην Ευρώπη μετά την πανδημία, σίγουρα διαδραματίζουν σημανικό ρόλο: βλάπτουν τις επενδύσεις των γερμανικών επιχειρήσεων και τον κατασκευαστικό τομέα.
Η αύξηση των επιτοκίων ήταν μια απάντηση στον πληθωρισμό και ο τελευταίος, φυσικά, έχει μεγάλη σχέση με τη συνεχιζόμενη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, όπως και η άνοδος των τιμών της ενέργειας.
Χαριστική βολή ο Nord Stream
Έπειτα υπάρχει και ο Nord Stream – ή μάλλον η απουσία του. Οι γερμανικές αρχές που ερευνούν την επίθεση της 26ης Σεπτεμβρίου στους αγωγούς Nord Stream δήλωσαν, τον περασμένο μήνα, ότι «βρέθηκαν ίχνη υποθαλάσσιων εκρηκτικών» σε γιοτ που μισθώθηκε από εταιρεία ουκρανικής ιδιοκτησίας.
Η Washington Post ανέφερε τον Ιούνιο ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden «γνώριζε το ουκρανικό σχέδιο επίθεσης στον Nord Stream» τρεις μήνες πριν από την έκρηξη του αγωγού.
Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, για κάποιο διάστημα, ήθελαν να δείξουν τη… Ρωσία – κάτι που φυσικά έχει σχεδόν έχει αποκλειστεί.
Η καταστροφή του Nord Stream έχει πράγματι καταστήσει εντελώς αδύνατο για τα γερμανικά και άλλα ευρωπαϊκά κράτη να αντιστρέψουν τις κυρώσεις και να ανοίξουν ξανά τον αγωγό όπως γράφει στο άρθρο της για το Foreign Policy η Emma Ashford, συνεργάτιδα του προγράμματος Reimagining U.S. Grand Strategy στο Stimson Center.
Η Ashford, υπενθυμίζει ότι, αν και δεν ήταν δημοφιλής ο αγωγός σε μέρος της Ανατολικής Ευρώπης, λόγω διαφωνιών μεταξύ της Μόσχας και των χωρών διέλευσης ενέργειας, «το αρχικό έργο Nord Stream υποστηρίχθηκε όχι μόνο από τη Γερμανία, αλλά και από την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο».
Ο πρώτος του αγωγός ολοκληρώθηκε το 2011 «με ελάχιστες διαμάχες» (στην Ευρώπη).
Μετά το 2014, τα πράγματα άλλαξαν και ακολούθησε ο αμερικανικός πόλεμος κατά του Nord Stream.
Κατανοητή επιλογή η καταστροφή του Nord Stream μόνο για μία χώρα
«Η καταστροφή του Nord Stream τοποθετεί για άλλη μια φορά την Ουκρανία και άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης σε θέση μεγαλύτερης αντιπαράθεσης στο ενεργειακό ζήτημα.
Η καταστροφή του Nord Stream είναι μια αρκετά κατανοητή επιλογή από τη σκοπιά μιας χώρας που εμπλέκεται σε έναν απελπισμένο πόλεμο επιβίωσης.
Αλλά μπορεί να ωθήσει τους εταίρους της Ουκρανίας να επαναξιολογήσουν πόσο στενά ευθυγραμμίζονται πραγματικά τα συμφέροντά τους με το Κίεβο», επισημαίνει η Αshford.
Το ζήτημα του ποιος ανατίναξε το Nord Stream είναι ολοένα και πιο πιεστικό ζήτημα, όχι απλώς εικασίες «θεωρίας συνωμοσίας».
Δεν ενδιαφέρει μόνο τους εισαγγελείς και τις αστυνομικές αρχές ή τον Τύπο: Έχει βαθιές γεωπολιτικές και γεωοικονομικές επιπτώσεις. Έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή κυριαρχία, για παράδειγμα (ή την έλλειψή της).
Προ των πυλών καταστροφική ύφεση στην Ευρώπη
Τον Οκτώβριο του 2021, η Ευρώπη ήταν ήδη στοιχειωμένη από το φάσμα μιας μεγάλης ενεργειακής κρίσης, με άνοδο 600% στις τιμές του φυσικού αερίου.
Τώρα, η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια μαζική ύφεση χειρότερη από το 2008.
Όλα αυτά επηρέασαν την ευρωπαϊκή και βρετανική βιομηχανία και τις κοινωνίες στο σύνολό τους.
Το τέλος του Nord Stream αλλάζει το παιχνίδι και η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση στην πραγματικότητα εξυπηρετεί πολύ καλά τα αμερικανικά συμφέροντα.
Scope: Η Ευρώπη δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ρωσικό αέριο – Προς ανώμαλη προσγείωση η γερμανική οικονομία
Η Ευρώπη εξακολουθεί να μην έχει καταφέρει να αντικαταστήσει πλήρως τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου από άλλες («πιο ασταθείς») πηγές, υπογραμμίζει η έκθεσή της η Scope Ratings, προβλέποντας παράλληλα αυξημένο κόστος μελλοντικά για την πολυπόθητη «πράσινη μετάβαση» της ΕΕ.
Η παραδοχή της -γερμανικής- Scope αναφέρεται σε ανάλυση για τη γερμανική οικονομία, όπου κάνει, μάλιστα, λόγο για «ανώμαλη προσγείωση» της μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρώπη.
«Η οικονομία της Γερμανίας οδεύει προς μια ανώμαλη προσγείωση. Τα στοιχεία για τη βιομηχανία, τις υπηρεσίες και το εμπόριο συνεχίζουν να απογοητεύουν.
Κορυφαίοι δείκτες που κυκλοφόρησαν αυτήν την εβδομάδα, όπως οι PMI και η έρευνα του IFO, υποδηλώνουν ότι η ασθενής οικονομική δραστηριότητα μπορεί να παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα.
Υπάρχουν κυκλικοί και διαρθρωτικοί λόγοι για την πτώση. Η ΕΚΤ αυξάνει απότομα τα επιτόκια από το 2022 και υπάρχουν ενδείξεις ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά μέχρι το 2024, ακόμη και όταν ο πληθωρισμός υποχωρεί. Αυτό έχει επιπτώσεις στη δραστηριότητα του τομέα ακινήτων και στην ικανότητα και την προθυμία των νοικοκυριών να δαπανήσουν. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στην έρευνα του δείκτη PMI αυτής της εβδομάδας, η οποία δείχνει μια απότομη πτώση του κλίματος στον τομέα των υπηρεσιών πέρα από την ήδη καταθλιπτική διάθεση που επικρατεί στον κατασκευαστικό τομέα για περισσότερο από ένα χρόνο.
Ομοίως, η παραγωγή εντάσεως ενέργειας δεν έχει ακόμη ανακάμψει μετά την απότομη άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου πέρυσι. Παρά την ομαλοποίηση των τιμών ενέργειας, η παραγωγή σε χημικά, τσιμέντο, γυαλί και χαρτί δεν έχει ακόμη ανακάμψει στα χαμηλότερα επίπεδα της πρόσφατης ιστορίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην απροθυμία των εταιρειών να αναθέσουν τα συμβόλαια προμήθειας και στις υψηλές τιμές πέρυσι, αλλά αντανακλά επίσης ανησυχίες για τη μελλοντική πορεία των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
«Ενώ τα αποθέματα φυσικού αερίου είναι πλέον πλήρη κατά 90% ενόψει του χειμώνα, η άνοδος των τιμών φυσικού αερίου στην Ευρώπη που προκλήθηκε από απειλή απεργίας σε εγκαταστάσεις LNG στην… Αυστραλία, υπογράμμισε τη συνεχιζόμενη ενεργειακή ευπάθεια της γερμανικής βιομηχανίας».
Βέβαια, στα θετικά νέα, «υπάρχουν ανοδικές τάσεις στις παραδοσιακές βιομηχανίες, όπου, για παράδειγμα, η παραγωγή και οι εξαγωγές αυτοκινήτων αυξάνονται μετά τη χαλάρωση των ελλείψεων εφοδιασμού το 2022. Μια παρόμοια τάση μπορεί να παρατηρηθεί σε άλλους βασικούς τομείς, όπως τα κεφαλαιουχικά αγαθά, όπου οι εξαγωγές αυξάνονται παρά την ασθενή ζήτηση από βασικούς εμπορικούς εταίρους όπως η Κίνα. Έτσι, παρά τη θλιβερή διάθεση, η γερμανική βιομηχανία φαίνεται να διατηρεί το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα σε αυτούς τους τομείς».
Ωστόσο, υπάρχουν μακροχρόνιες και καλά τεκμηριωμένες ανησυχίες σχετικά με την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας που σχετίζονται με τα δημογραφικά στοιχεία και την αύξηση του εργατικού δυναμικού, προειδοποιεί η Scope.
ΠΗΓΗ: BANKINGNEWS