Του Κώστα Ράπτη
Ο Νίτσε υποστήριζε ότι “τιμωρούμαστε περισσότερο για τις αρετές μας παρά για τις αμαρτίες μας”. Και οι σημερινοί ομοεθνείς του της “δημοσιονομικής σύνεσης” και της “γεωπολιτικής υπευθυνότητας” μοιάζει να το επιβεβαιώνουν με έναν κάπως τραγελαφικό τρόπο.
Η πρωτοφανής για τα γερμανικά δεδομένα κατάρρευση του υπό τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς τρικομματικού ομοσπονδιακού κυβερνητικού συνασπισμού την Τετάρτη δεν αποτελεί απλώς αποτέλεσμα των ιδιοτελών ελιγμών πολιτικών ανδρών (και γυναικών) ομολογημένα μικρού αναστήματος: Είναι το ναυάγιο ενός μοντέλου το οποίο προβαλλόταν στην Ευρώπη ως πρότυπο ορθής διαχείρισης.
Όμως τις δονήσεις που έστειλε παγκοσμίως η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ την Τρίτη η κυβέρνηση Σολτς δεν μπόρεσε να τις αντέξει ούτε ένα 24ωρο.
Η Γερμανία βρίσκεται πολλαπλά εκτεθειμένη: Ο πόλεμος στην Ουκρανία στέρησε τη γερμανική οικονομία από το πλεονέκτημα της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, δρομολογώντας διαδικασίες αποβιομηχάνισης, την ώρα που η πολυετής καθήλωση των επενδύσεων, χάριν των μηδενικών ελλειμμάτων, αφήνει τη χώρα απροετοίμαστη για το άλμα σε περισσότερο ανταγωνιστικές δραστηριότητες. Την ίδια ώρα, οι υποσχέσεις για συνέχιση της στήριξης του Κιέβου δημιουργούν πρόσθετες δημοσιονομικές ανάγκες, ενώ η έλευση νέου ενοίκου στον Λευκό Οίκο προοιωνίζεται πιέσεις για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δέσμευση στην ουκρανική περιπέτεια και ταυτόχρονα συνοδεύεται από την απειλή θέσπισης οριζόντιων δασμών της τάξης του 10%-20% στις εισαγωγές στις ΗΠΑ.
Ζητούνται κονδύλια
Όταν σχηματιζόταν πριν από τρία χρόνια στο Βερολίνο ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων, η πανδημία του κορονοϊού λειτουργούσε ως καθυστερημένο “δώρο”, εφόσον από το εκτός Προϋπολογισμού έκτακτο ταμείο που είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπισή της χρηματοδοτήθηκε εντέλει το προσφιλές στους κυβερνώντες πρόγραμμα πράσινης μετάβασης. Όμως, με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, η εν λόγω εκτροπή κονδυλίων κρίθηκε αντισυνταγματική, με αποτέλεσμα να αναζητούνται 25 δισ. ευρώ για τον υπό σύνταξη Προϋπολογισμό του 2025, παράλληλα προς τα 40 δισ. για την Ουκρανία, τα οποία ο Σολτς έχει χαρακτηρίσει επένδυση στην εθνική άμυνα της ίδιας της Γερμανίας – και όλα αυτά εντός του “κορσέ” του συνταγματοποιημένου “φρένου χρέους”, που περιορίζει τον δανεισμό.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί τουλάχιστον ένας από τους τρεις στόχους που έχει να εκπληρώσει ταυτοχρόνως η Γερμανία: εκτόξευση των αμυντικών δαπανών και της ξένης στρατιωτικής βοήθειας, τήρηση του “φρένου χρέους”, διατήρηση των δαπανών σε επίπεδα που θα προωθούν την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Οι μοιραίες 18 σελίδες
Σε όλα αυτά, ο υπουργός Οικονομικών και ηγέτης των Φιλελευθέρων (FDP), Κρίστιαν Λίντνερ, δοκίμασε να απαντήσει αποστέλλοντας την 1η Νοεμβρίου στους συγκυβερνώντες 18σέλιδο κείμενο (το οποίο, διόλου τυχαία διέρρευσε) με προτάσεις για ριζική αλλαγή των πολιτικών του κυβερνητικού συνασπισμού στον έναν χρόνο ζωής που του απέμενε. Αιχμή αποτελούσαν ο σεβασμός προς το “φρένο χρέους”, η περικοπή των φόρων (συμπεριλαμβανομένου του τέλους αλληλεγγύης προς την ανατολική Γερμανία) και των επιδοτήσεων στην ενέργεια, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας με αποφυγή της εισαγωγής νέων κρατικών ρυθμίσεων και η ουσιαστική κατάργηση του Green New Deal της Ε.Ε. ή τουλάχιστον των εθνικών ρυθμίσεων που είναι αυστηρότερες των κοινοτικών. Πρόκειται ομολογουμένως για μια “συνταγή” η οποία ακούγεται αρκούντως “τραμπική”.
Όπως επισημαίνει το έγγραφο, η Γερμανία καλείται να κινηθεί σε ένα κατακερματισμένο από όλο και περισσότερους δασμούς διεθνές εμπορικό τοπίο, χωρίς να έχει αξιοποιήσει την εποχή του φθηνού χρήματος για επενδύσεις, ακολουθώντας μια απαρχαιωμένη βιομηχανική πολιτική υπέρ των “εθνικών πρωταθλητών” και όχι των μικρομεσαίων, αλλά και με στόχους ταχείας απεξάρτησης από τον άνθρακα οι οποίοι απαξιώνουν το πάγιο κεφάλαιο των εταιρειών.
Πρώτος που σήκωσε το γάντι ήταν ο υπουργός Οικονομίας και αρχηγός των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος με δικό του κείμενο υπεραμύνεται της πράσινης μετάβασης, ως στοιχείου που θα προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά και των επιδοτήσεων, με επίκληση της έκθεσης Ντράγκι για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.
Συνεδρίαση-μονομαχία
Όμως η συνεδρίαση της κυβερνητικής επιτροπής το βράδυ της Τετάρτης έμελλε να εξελιχθεί σε μονομαχία: ο Σολτς πρότεινε στον Λίντνερ την άρση του “φρένου χρέους”, με την επίκληση κατάστασης έκτακτης ανάγκης (ήτοι του πολέμου στην Ουκρανία), ενώ ο υπουργός Οικονομικών αντιπρότεινε στον καγκελάριο τη συντεταγμένη πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Με δεδομένο ότι ο Λίντνερ θεωρούνταν ύποπτος για προετοιμασία “ηρωικής εξόδου” (αφού το κόμμα του κινδυνεύει, με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και των κρατιδιακών εκλογών του Σεπτεμβρίου, να βρεθεί κάτω από το 5%, δηλαδή εκτός της επόμενης Μπούντεσταγκ), ο Σολτς κινήθηκε πρώτος και μετά τη λήξη της συνεδρίασης ανακοίνωσε, με ένα καλά προετοιμασμένο τηλεοπτικό μήνυμα, ότι αποπέμπει τον Λίντνερ και τους λοιπούς υπουργούς του FDP και προγραμματίζει για τις 15 Ιανουαρίου ψηφοφορία για την επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου στην κυβέρνηση (πρακτικά, για διεξαγωγή εκλογών περί τον Μάρτιο).
Οι πολιτικοί και οι αναλυτές, που συνωστίζονταν εκείνη την ώρα στα κανάλια για να ερμηνεύσουν το “αποτέλεσμα-σοκ” των αμερικανικών εκλογών, βρέθηκαν αντιμέτωποι με εγχώριες εκπλήξεις…
Αφωνία εν μέσω διεθνούς μετάβασης
Τα πράγματα έγιναν περισσότερο περίπλοκα με την απόφαση του Φιλελεύθερου υπουργού Μεταφορών να αποχωρήσει από το κόμμα του και να παραμείνει στο υπουργείο, ενώ ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών και πιθανότερος νικητής των επόμενων εκλογών, Κρίστιαν Μερτς, αρνήθηκε το χρονοδιάγραμμα του Σολτς (που θα μπορούσε να τον κρατήσει στην εξουσία μέχρι και το καλοκαίρι, μέχρι την ευόδωση των μετεκλογικών διαπραγματεύσεων) και τον προκάλεσε να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Μπούντεσταγκ εντός της εβδομάδας.
Η απάντηση του Σολτς ήταν να παρουσιάσει τον Μερτς ως ανεύθυνο, εφόσον η πρόταση του τελευταίου συνεπάγεται ότι η Γερμανία θα εισέλθει στο 2025 δίχως Προϋπολογισμό. Και πράγματι αυτό θα συμβεί, εκτός και αν επιτευχθεί ένας συμβιβασμός για έγκριση του Προϋπολογισμού με διεξαγωγή των εκλογών πριν από τον Μάρτιο. Ωστόσο η πρώτη συνάντηση Σολτς-Μερτς υπήρξε άκαρπη.
Η Πράσινη υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, έκανε λόγο για “τραγωδία για την Ευρώπη”, εφόσον ακριβώς σε αυτήν τη μεταβατική για τις ΗΠΑ περίοδο η Γερμανία θα είναι “άφωνη”. Όμως το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Η “στρατηγική ενηλικίωση” και “παραγωγική επανεκκίνηση” της Ευρώπης που ευαγγελίζονται, ελέω Τραμπ, οι Σολτς και Μακρόν προϋποθέτει ότι η Γερμανία θα εγκαταλείψει τις αντιρρήσεις της στην πολιτική και δημοσιονομική εμβάθυνση της Ε.Ε., την οποία καταπολεμά εδώ και μιάμιση δεκαετία, μαζί με την αμυντική ενοποίηση, η οποία προσκρούει στους γερμανικούς φόβους για τη γαλλική στρατιωτική υπεροχή.