Γερμανία, μια «ατμομηχανή» κοινωνικών ανισοτήτων

767
Μαργαρίτα Βεργολιά
Ρεπορτάζ Μαργαρίτα Βεργολιά

Μόλις προ διμήνου η Γερμανία αναδείχθηκε ως η τρίτη σε μέγεθος οικονομία στον πλανήτη, ξεπερνώντας την ασθμαίνουσα Ιαπωνία.

Τα νέα στοιχεία της γερμανικής Ομοσπονδιακής Σταστιστικής Υπηρεσίας ωστόσο καταδεικνύουν ότι αυτό ισχύει συγκυριακά και μόνο στα «χαρτιά».

Ο αριθμός των Γερμανών που βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού παραμένει υψηλός.

Τις κοινωνικές ανισότητες βιώνει στο «πετσί» του το 21,2% του πληθυσμού.

Αριθμούν 17,7 εκατομμύρια, όπως δείχνει η νέα έρευνα για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης.

Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, τα μεγέθη δείχνουν σχεδόν αμετάβλητα.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η κατάσταση βαίνει επιδεινούμενη.

Στην ίδια θέση το 2022 βρίσκονταν 17,5 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 21,1% των Γερμανών.

Αυτό σημαίνει ότι η θεωρούμενη «ατμομηχανή της Ευρώπης» είναι κάτω από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που κυμαίνεται στο 21,6%.

Τα κριτήρια είναι τα ίδια.

Ένα άτομο θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ εάν ισχύει τουλάχιστον μία από τρεις βασικές προϋποθέσεις.

Το εισόδημά του να είναι είναι κάτω από το όριο της φτώχειας.

Το νοικοκυριό του να πλήττεται από σημαντική υλική και κοινωνική στέρηση.

Τα ενήλικα μέλη της οικογένειας, ηλικίας 18-64 ετών, να έχουν πολύ χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό.

Σχεδόν 18 εκατομμύρια Γερμανοί βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας (REUTERS/Arnd Wiegmann/File Photo)

Παγιώνοντας ένα κοινωνικοοικονομικό ρήγμα

Οι Γερμανοί που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού έχουν εισόδημα μικρότερο από το 60% του μέσου όρου στη χώρα.

Σε αυτή την κατηγορία, το 2023, ήταν περίπου ένας στους επτά.

Το όριο ήταν κατ’ άτομο στα 1.310 ευρώ καθαρά το μήνα (κατόπιν φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης).

Για τετραμελείς οικογένειες με δύο παιδιά κάτω των 14 ετών το αντίστοιχο ποσό ορίζεται στα 2.751 ευρώ καθαρά σε μηνιαία βάση.

Αυτοί που βρίσκονται πλέον κάτω από αυτά τα επίπεδα αντιστοιχούν στο 14,3% του πληθυσμού. Αριθμούν σχεδόν 12 εκατομμύρια ανθρώπους.

Το 2022, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν κατά τι μεγαλύτερο, στο 14,8%.

Όμως το «κλείσιμο της ψαλίδας» θεωρείται στην πράξη μηδαμινό.

Χειρότερη είναι η κατάσταση ως προς τον πήχη της φτωχοποίησης που ορίζει η σημαντική υλική και κοινωνική στέρηση.

«Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες διαβίωσης είναι σημαντικά περιορισμένες λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων», εξηγούν οι Γερμανοί στατιστικολόγοι.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των πληττόμενων; Αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο, το στεγαστικό δάνειο και τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.

Ή να βγουν έξω για φαγητό ή για κάποιου άλλου είδους διασκέδαση μια φορά το μήνα.

Σε αυτή τη θέση βρίσκεται σήμερα το 6,9% του πληθυσμού της Γερμανίας ή 5,7 εκατομμύρια άνθρωποι. Το 2022 ήταν στο 6,2%.

Στην δε κατηγορία πολύ χαμηλής συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των ενήλικων μελών (κάτω των 65 ετών) ενός νοικοκυριού εντάσσεται το 9,8% του πληθυσμού.

Πρόκειται για 6,2 εκατομμύρια Γερμανούς.

Το ποσοστό παραμένει το ίδιο με το 2022.

Αυτή η στασιμότητα μεταφράζεται επί της ουσίας σε αποτυχία πολιτικής, μετά την πανδημία.

Προσώρας τα διαθέσιμα στοιχεία για σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε. είναι περιορισμένα.

Βάσει των μέχρι στιγμής δεδομένων, προκύπτει ότι το χαμηλότερο ποσοστό ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού έχει η Τσεχία, με 12 %.

«Πρωταθλήτρια» με αρνητικό πρόσημο είναι η Βουλγαρία, με 30%.

Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, σκυθρωπός, σε συνεδρίαση της Μπούντεσταγκ, δίπλα στους υπουργούς Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, και Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ (REUTERS/Liesa Johannssen)

«Καμπανάκια»

Μόλις προ δύο εβδομάδων εν τω μεταξύ τα πέντε κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα στη Γερμανία αναθεώρησαν δραστικά προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για φέτος.

Αναμένουν πολύ χαμηλή ανάπτυξη για τη γερμανική οικονομία, της τάξης του μόλις 0,1%.

Για την επί τα χείρω αναθεώρηση (το περασμένο φθινόπωρο προέβλεπαν ανάπτυξη στο 1,3%) επικαλέστηκαν «οικονομικούς και διαρθρωτικούς παράγοντες».

Οι εξαγωγές έχουν μειωθεί, παρά την αύξηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας.

Ο κατασκευαστικός κλάδος διέρχεται βαθιάς κρίσης.

Η γερμανική οικονομία ανακάμπτει μόνο με αργούς ρυθμούς, γεγονός που οι ειδικοί αποδίδουν εν πολλοίς στην κυβερνητική

πολιτική.

Με αυτά και με άλλα, παραπέμπουν χρονικά την προοπτική ανάπτυξης στο 2025.

«Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται τώρα η παγκόσμια οικονομία είναι η Γερμανία -η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο- να περάσει μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής στασιμότητας», παρατηρεί σε ανάλυση ο Ντέσμοντ Λάχμαν, ανώτερος συνεργάτης στη δεξαμενή σκέψης American Enterprise Institute και πρώην αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Ανάπτυξης Πολιτικής και Αναθεώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Τα προβλήματα της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης, επισημαίνει, πολλαπλασιάζονται σε μια περίοδο εσωτερικής πολιτικής αδυναμίας.

«Η χώρα δεν έχει συνεκτικό σχέδιο για την αποκατάσταση της προηγούμενης οικονομικής της δύναμης», εκτιμά.

Αυτό όχι μόνο «δεν αποτελεί καλό οιωνό για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Γερμανίας», προειδοποιεί, αλλά «θα δυσκολέψει επίσης την οικονομική περιφέρεια της ευρωζώνης γενικότερα, και ειδικότερα την Ιταλία και την Ισπανία, προκειμένου να ξεφύγει από το βουνό του δημόσιου χρέους».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας