Ηβαθιά κρίση στη γερμανική βαριά βιομηχανία λαμβάνει διαστάσεις ντόμινο, ενώ τρίζουν κυριολεκτικά τα θεμέλια του γερμανικού οικονομικού θαύματος, όπως αυτό είχε οικοδομηθεί μεταπολεμικά. Σειρά έχει τώρα η γερμανική βιομηχανία Εvonik με έδρα της το Έσεν, στην κοιλάδα του Ρουρ, την παραδοσιακή «κοιτίδα» της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Κρίστιαν Κούλμαν, η εταιρεία σχεδιάζει μια ριζική αναδιάρθρωση από την οποία ενδέχεται να επηρεαστούν περίπου 7.000 θέσεις εργασίας, ενώ πιθανές θεωρούνται περίπου 2.000 απολύσεις. Στόχος είναι να καταστεί πιο ευέλικτη και πιο ανταγωνιστική η δομή της, ενώ τα πλήγματα που δέχθηκε τα τελευταία χρόνια η γερμανική χημική βιομηχανία, βασικός πυλώνας της γερμανικής οικονομίας, ήταν σφοδρά, ειδικά μετά τη διακοπή της ροής φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου προς τη Γερμανία και τη συνακόλουθη ενεργειακή κρίση.
Η Ένωση Γερμανικών Χημικών Βιομηχανιών αναφέρει, βάσει επίσημων στοιχείων, ότι σημαντικοί «παίκτες» του κλάδου της χημικής αλλά και της φαρμακευτικής βιομηχανίας στη Γερμανία βιώνουν πρωτόγνωρη ύφεση, καθώς πολυάριθμες μονάδες κλείνουν ή οδηγούνται σε περικοπές θέσεων και μισθών.
Oι προβλέψεις από την Bundesbank
Την ίδια ώρα, λίγες εβδομάδες πριν από την εκπνοή του έτους, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας μειώνει επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στη Γερμανία και σημειώνει ότι η φάση στασιμότητας στην οποία έχει περιέλθει θα διαρκέσει περισσότερο απ’ ό,τι αρχικά αναμενόταν. Μάλιστα κάνουν λόγο για ασθενή οικονομική ανάπτυξη μόλις από το 2026.
Συγκεκριμένα, οι ειδικοί της Bundesbank, όπως επισημαίνει η γερμανική ραδιοφωνία DLF, προβλέπουν ανάπτυξη μόλις στο 0,2% αντί 1,1% για το 2025 και 0,8% αντί 1,4% για το 2026. Ο επικεφαλής της Bundesbank Γιόαχιμ Νάγκελ θεωρεί ως βασικά αίτια όχι μόνο τα επίμονα οικονομικά προβλήματα σε πολυάριθμους κλάδους της γερμανικής οικονομίας, αλλά και τις χρόνιες δομικές δυσλειτουργίες.
Ταυτόχρονα, αρνητικές είναι οι προβλέψεις και για την εικόνα της ιδιωτικής κατανάλωσης στη Γερμανία, που, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, δεν αναμένεται να γίνει άμεσα κινητήριος μοχλός για ανάκαμψη. Αν και ο πληθωρισμός έχει μειωθεί αισθητά σε σχέση με το 2022 και την πρώτη χρονιά του πολέμου στην Ουκρανία, ωστόσο οι τιμές σε τρόφιμα αλλά και υπηρεσίες παραμένουν ακριβές.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, οι γερμανικές εξαγωγές υποχώρησαν κατά 2,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και πλέον ανέρχονται σε 144 δισ. ευρώ. Ιδιαίτερα μειώθηκαν και οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ κατά 14%, που ωστόσο παραμένουν η σημαντικότερη αγορά των γερμανικών προϊόντων.
ΠΗΓΗ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ