Πρωτοφανή κέρδη συσσωρεύουν οι ελληνικές τράπεζες στα ταμεία τους έπειτα από τρία κερδοφόρα τρίμηνα το 2022, βάζοντας οριστικά τέλος στην πολυετή περίοδο οικονομικής συρρίκνωσης που επέφερε η 10ετής χρηματοοικονομική κρίση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εννεαμήνου που ανακοίνωσαν πρόσφατα τα συστημικά ιδρύματα, η Εθνική Τράπεζα κατέγραψε οργανικά κέρδη 464 εκατ. ευρώ, ενισχυμένα κατά 41%, με τη διοίκηση να κάνει λόγο για “ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα πέραν των προσδοκιών της αγοράς”.
Η Eurobank είδε τα βασικά λειτουργικά της κέρδη να εκτοξεύονται κατά 66%, στα 592 εκατ. ευρώ, η Alpha Bank κατέγραψε αύξηση 8% του βασικού εσόδου από τραπεζικές εργασίες, στα 432 εκατ. ευρώ, και η Τράπεζα Πειραιώς άγγιξε τα 400 εκατ. ευρώ σε βασικά οργανικά έσοδα, ενισχυμένα κατά 15,3% σε ετήσια βάση (9Μ 2021 – 9Μ 2022).
Στα εντυπωσιακά μεγέθη συνέβαλαν οι εξαιρετικές επιδόσεις του τρίτου τριμήνου, οι οποίες ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες της αγοράς ως αποτέλεσμα μιας “συναστρίας” ευνοϊκών παραγόντων, με κυριότερη την άνοδο των επιτοκίων του ευρώ που ξεκίνησε με “άγριες διαθέσεις” η ΕΚΤ τον Ιούλιο.
Όπως φαίνεται αναλυτικά στον πίνακα, τα αποτελέσματα τρίτου τριμήνου βάζουν σταθερά τις τράπεζες σε τροχιά ισχυρής κερδοφορίας με όχημα τα έσοδα από τόκους (ΝΙΙ), από προμήθειες (NFI) και από τις αποδόσεις των επενδυτικών χαρτοφυλακίων (ομόλογα, γραμμάτια, συναλλαγματικά έσοδα κ.ά.).
Τα ποσοστά ανόδου του NII στα τέσσερα συστημικά ιδρύματα κυμαίνεται από 5,6% σε 13% σε τριμηνιαίο επίπεδο (qoq), με τα έσοδα από προμήθειες και χρεώσεις να κρατούν τα σκήπτρα της ανόδου, αφού κατά βάση κυμαίνονται 20%-22%. Σημαντική και η συμβολή των αποδόσεων του επενδυτικού χαρτοφυλακίου (έως 34%), αν και πρόκειται για έκτακτης φύσης έσοδα που δεν αναμένεται να συνεχιστούν τα επόμενα τρίμηνα − τουλάχιστον με τους ίδιους ρυθμούς.
Τη θεαματική βελτίωση των οικονομικών μεγεθών του κλάδου επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες ημέρες.
Όπως αναφέρεται, το πρώτο εξάμηνο του έτους οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισ. ευρώ, έναντι ζημιών 4 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2021, επιστρέφοντας στην κερδοφορία έπειτα από δύο ζημιογόνες χρήσεις. Αναλυτικότερα, το α’ εξάμηνο του 2022 τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 18,7% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2021.
“Η δυναμική των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις δεν αναμένεται να συνεχιστεί, αν και θα υπάρξουν ευκαιρίες, ωστόσο φέτος οι συνθήκες ήταν μοναδικές”, παραδέχεται στο Capital.gr υψηλόβαθμο στέλεχος συστημικής τράπεζας. Δεν ισχύει το ίδιο, βέβαια, και για τα έσοδα από τόκους και προμήθειες, που θεωρείται ότι αποτελούν την “ατμομηχανή” της κερδοφορίας στον κλάδο, τόσο λόγω αύξησης των επιτοκίων όσο και λόγω ενίσχυσης της πιστωτικής επέκτασης, εν μέρει και λόγω της ώθησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
“Επιθετική” άνοδος των επιτοκίων
Το διάστημα Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2022 το Euribor ενισχύθηκε κατά 1,25 ποσοστιαίες μονάδες, οδηγώντας σε κέρδη-ρεκόρ που αναμένεται να συνεχιστούν τουλάχιστον έως τα τέλη του έτους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η ισχυρή επίδραση των επιτοκιακών αυξήσεων στα οικονομικά αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν έχουν −ουσιαστικά− αναπροσαρμόσει τα επιτόκια των καταθέσεων. Αυτό σημαίνει ότι η ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων μεγαλώνει διαρκώς, “φουσκώνοντας” τα κέρδη των τραπεζών, αφού τα οργανικά έξοδα δεν ακολουθούν τις αυξήσεις των οργανικών εισόδων.
Η ανακολουθία των επιτοκίων καταθέσεων/χορηγήσεων έχει προκαλέσει έντονη δυσφορία στους καταθέτες, που συγκρίνουν τα “παγωμένα” επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα με την άνοδο έως και στο 2% που έχει συντελεστεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να προβούν σε πιο “γενναίες” αναπροσαρμογές των επιτοκίων καταθέσεων έως το τέλος του έτους. Ωστόσο, η ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων θα συνεχίσει να διευρύνεται προς όφελος των τραπεζών όσο το Euribor ανεβαίνει και οι αυξήσεις στις καταθέσεις δεν είναι ισόποσες με τις αυξήσεις στις χορηγήσεις.
“Καλπάζουν” τα έσοδα από προμήθειες
Εντυπωσιακή είναι η αύξηση των ταμειακών ροών που προέρχονται από τις προμήθειες και τις χρεώσεις που επιβάλλουν οι τράπεζες σε μια σειρά από εργασίες, όπως οι εκταμιεύσεις δανείων, οι συναλλαγές πληρωμών και μεταφορών κεφαλαίων (τραπεζικά εμβάσματα, κ.λπ.), οι πιστωτικές κάρτες, η έκδοση εγγυητικών επιστολών, η επενδυτική τραπεζική κ.ά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ για το α’ εξάμηνο, τα έσοδα από προμήθειες εκτοξεύτηκαν συνολικά στον κλάδο στα 841 εκατ. ευρώ, ενισχυμένες κατά 20,5%.
Σημαντική ώθηση στα έσοδα από προμήθειες έχει δώσει η ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης το προηγούμενο εννεάμηνο. Η Alpha Bank κατέγραψε καθαρή πιστωτική επέκταση 2,2 δισ. ευρώ (500 εκατ. το Q3), η Eurobank πέτυχε οργανική αύξηση των δανείων κατά 9,5 δισ. ευρώ (1,1 δισ. ευρώ το Q3), η Τράπεζα Πειραιώς κατά 2,3 δισ. ευρώ και η Εθνική Τράπεζα κατέγραψε υγιή επέκταση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 1,3 δισ. ευρώ τους πρώτους εννέα μήνες του έτους.
Σχετικά με το πώς μοιράζεται η “πίτα” των εσόδων από προμήθειες, τα στοιχεία εννεαμήνου της ΕΤΕ για την Ελλάδα δείχνουν ενδεικτικά ότι μεγαλύτερη είναι η συνεισφορά των προμηθειών από υπηρεσίες λιανικής με 135 εκατ. (+30%) σε σύνολο 246 εκατ., οι προμήθειες από την εταιρική τραπεζική ανήλθαν σε 96 εκατ. (+23%) και ακολουθούν οι χρεώσεις από μη τραπεζικές εργασίες με 25 εκατ. ευρώ (+-2%). Αίσθηση προκαλεί η δυναμική αύξηση στα μεγέθη των προμηθειών από εργασίες λιανικής και εταιρικής τραπεζικής το τρέχον έτος.
Εάν αναλυθεί περαιτέρω η συνεισφορά των επιμέρους εργασιών στα έσοδα από προμήθειες στη λιανική τραπεζική της ΕΤΕ, τα υψηλότερα έσοδα προέρχονται από τις κάρτες (49 εκατ.), ακολουθούν οι πληρωμές (34 εκατ.), τα επενδυτικά προϊόντα (20 εκατ.), οι εκταμιεύσεις (18 εκατ.) και, τέλος, οι καταθέσεις (15 εκατ.).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η εξέλιξη των καναλιών που χρησιμοποιούν οι πελάτες για τις τραπεζικές συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΤΕ, τα έσοδα από τις συναλλαγές μέσω e-banking γνώρισαν το 9μηνο του 2022 σημαντική αύξηση 21% σε ετήσια βάση, ενώ κατά 10% υποχώρησαν τα έσοδα από συναλλαγές στα καταστήματα. Τα ΑΤΜ έμειναν ουσιαστικά σταθερά στο +1%, ενώ συνολικά τα έσοδα από συναλλαγές της τράπεζας ενισχύθηκαν κατά 10% το ίδιο διάστημα.
Έκτακτα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις
Σημαντική, αλλά μη βιώσιμη, είναι η συμβολή των εσόδων από χρηματοοικονομικές/ επενδυτικές πράξεις στους ισολογισμούς των τραπεζών τα τελευταία τρίμηνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, η αύξηση ανήλθε στο 42% συνολικά για τον κλάδο, με τα έσοδα να προέρχονται κυρίως από επενδύσεις σε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, κέρδη από παράγωγα και προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου, καθώς και κέρδη από συναλλαγματικές διαφορές.
Τα λοιπά έσοδα αυξήθηκαν επίσης σημαντικά, κυρίως λόγω της καταγραφής κερδών από την απόσχιση και πώληση του κλάδου αποδοχής καρτών (acquiring) και εκκαθάρισης πράξεων πληρωμής από τις σημαντικές τράπεζες.
Θετικές προοπτικές βραχυπρόθεσμα, αβέβαιες μεσοπρόθεσμα
Αισιόδοξες εμφανίστηκαν οι διοικήσεις των τραπεζών κατά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων όσον αφορά τη διατήρηση των ρυθμών κερδοφορίας έως το τέλος του έτους, προχωρώντας σε αναθεώρηση μάλιστα των εκτιμήσεών τους σε επίπεδο ετήσιων αποτελεσμάτων. Πιο επιφυλακτικές εμφανίστηκαν, ωστόσο, για το 2023, δεδομένης της γεωπολιτικής αβεβαιότητας αλλά και των δυσμενών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδο ενεργειακής κρίσης, ακρίβειας και πληθωρισμού.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, “βραχυπρόθεσμα η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ωστόσο μεσοπρόθεσμα η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσει πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και δύναται να αυξήσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών”.
Σημαντική επίδραση αναμένεται να έχει, επίσης, στο bottom line των τραπεζών η σταδιακή απόσυρση των διευκολυντικών μέτρων της ΕΚΤ, με κυριότερο το πρόγραμμα TLTRO, που είχαν ληφθεί με σκοπό τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων (π.χ. MREL).
Ως εκ τούτου, η ΤτΕ συστήνει στις τράπεζες να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, με έμφαση σε εξωστρεφείς κλάδους και στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια.
Παράλληλα, τις καλεί να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης αποταμιευτικών πόρων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και η ανάπτυξη ενός επιχειρηματικού μοντέλου που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας και θα ενισχύσει την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να απορροφά τις επιπτώσεις ενδεχόμενων αναταράξεων, καταλήγει η κεντρική τράπεζα.