Το χρήμα δεν έχει οσμή-Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και του αερίου της πήγαν για την ΕΕ (και για Ελλάδα) περίπατο, μπροστά στις χαμηλές τιμές του ρωσικού αερίου-Ακόμα και η Ουκρανία, που ζητάει περισσότερες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, αύξησε τις ροές ρωσικού αερίου από το έδαφος της προς την ΕΕ, για να αποκομίσει περισσότερα χρήματα από τα τέλη διέλευσης.
Σε επίπεδα προ της εισβολής στην Ουκρανία έφθασε η συμμετοχή του ρωσικού φυσικού αερίου το 9μηνο του 2023 στην ελληνική αγορά, ενώ τον μήνα Σεπτέμβριο σημείωσε ιστορικό ρεκόρ, αγγίζοντας το 72%. Το μερίδιο του ρωσικού αερίου στο συνολικό μείγμα της εσωτερικής αγοράς από 35,7% το 9μηνο του 2022 και 14,3% στο σύνολο του έτους (μείωση κατά 68,3% σε σχέση με το 2021) αυξήθηκε στο 9μηνο του 2023 στο 45%. Η παράδοξη αυτή αναστροφή, βάσει των ευρωπαϊκών στόχων για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο έως το 2027, είναι αποτέλεσμα της πολιτικής χαμηλών τιμών στις προμήθειες LNG που ακολούθησε η Ρωσία για να περιορίσει τις απώλειες από τα έσοδα του αερίου που μετέφερε στην Ευρώπη μέσω των αγωγών.
Στο επτάμηνο του 2023 οι εισαγωγές LNG από τη Ρωσία στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 40% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, πριν δηλαδή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσία είναι σήμερα ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG στην Ευρώπη και σύμφωνα με την Global Witness το κόστος του ρωσικού LNG που εισήλθε στην Ευρώπη το επτάμηνο του 2023 ανήλθε σε 5,29 δισ. ευρώ. «Είναι σοκαριστικό το γεγονός ότι οι χώρες της Ε.Ε. έχουν εργαστεί τόσο σκληρά για να απογαλακτιστούν από το ρωσικό αέριο που διοχετεύεται μέσω αγωγών, μόνο για να το αντικαταστήσουν με το αντίστοιχο μέσω πλοίων», σχολίασε στους F.T. o Τζόναθαν Νορόνχα-Καντ, ανώτερος αξιωματούχος της Global Witness για τα ορυκτά καύσιμα. «Δεν έχει σημασία αν προέρχεται από αγωγό ή σκάφος, σημασία έχει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες στέλνουν ακόμη δισεκατομμύρια στο πολεμικό σεντούκι του Βλαντιμίρ Πούτιν» είπε. Οπως σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα η Ρωσία έχει αναδειχθεί στον δεύτερο εξαγωγέα LNG, μεταφέροντας στην εσωτερική αγορά φορτία 4 TWh μέσα στο 9μηνο, από μηδενικές ποσότητες μέχρι πέρυσι και εκτοπίζοντας μερίδια άλλων παραγωγών όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες αν και παραμένουν στην πρώτη θέση, περιόρισαν τις ποσότητες που έβαλαν στο ελληνικό σύστημα στις 10 TWh, από 18,67 TWh το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
Τον Σεπτέμβριο το μερίδιο του ρωσικού αερίου στην εγχώρια αγορά έφθασε το 72%, ενώ στο 9μηνο το 45%.
Η αύξηση του μεριδίου του ρωσικού αερίου δεν είναι η μοναδική αλλαγή στην εγχώρια αγορά φυσικού αερίου, όπου τίποτα δεν θυμίζει τον περυσινό Σεπτέμβριο, όταν στη Ρεβυθούσα οι εισαγωγείς έδιναν μάχη για να κλείσουν ένα slots για τα φορτία LNG που κατέφθαναν από διάφορες πηγές για να υποκαταστήσουν το ρωσικό αέριο στις γειτονικές αγορές των Βαλκανίων. Οι εξαγωγές φυσικού αερίου στο 9μηνο του 2023 έχουν περιοριστεί δραστικά κατά 35%, ύστερα από μια αύξηση της τάξης του 294,73% πέρυσι το αντίστοιχο διάστημα. Ενα ποσοστό αυτής της μείωσης, πάντως, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, δεν αφορά αμιγώς εξαγωγές, αφού πέρυσι το αντίστοιχο διάστημα δεν είχε τεθεί σε λειτουργία ο IGB και οι συμβατικές ποσότητες αζέρικου αερίου –1 δισ. κ.μ.– της Βουλγαρίας έφταναν στο βουλγαρικό σύστημα από τον TΑΡ, μέσω του Σιδηροκάστρου και εμφανίζονταν ως εξαγωγές, ενώ από τον Οκτώβριο πέρυσι μεταφέρονται μέσω του IGB.
Η κατανάλωση στην εγχώρια αγορά μειώθηκε στο 9μηνο του έτους πάνω από 10%, ενώ η αγορά αναμένει περαιτέρω υποχώρηση κοντά στο 13% στο τέλος της χρονιάς. Το 2022 η ζήτηση φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά μειώθηκε κατά 19,2%, ως αποτέλεσμα της στροφής των επιχειρήσεων σε εναλλακτικά καύσιμα λόγω των υψηλών τιμών και της εξοικονόμησης των νοικοκυριών, αλλά και της μείωσης της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο. Η υποχώρηση της ζήτησης στην εγχώρια αγορά, σε συνδυασμό και με τη μείωση των εξαγωγών διαμορφώνουν μια νέα πιεστική κατάσταση για τις ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, ενώ πρόσθετη πίεση ασκεί ο ανταγωνισμός από ξένες εταιρείες που έχουν εισέλθει, όπως η αυστριακή OMV, η ελβετική AXPO και η αζέρικη Socar (μέσω θυγατρικής της) και διαπραγματεύονται ποσότητες αερίου είτε απευθείας είτε μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας.