Ο Αμερικανός καθηγητής Hal Brands είναι σφοδρότατος επικριτής της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Τραμπ.
Η βασική κατηγορία του Hal Brands προς τον Τραμπ είναι ότι με τη “νέα” εξωτερική του πολιτική ο τελευταίος “κατεδαφίζει” ένα προς ένα όλα όσα στηρίγματα συναρπατίζουν τη “διεθνή τάξη” πραγμάτων που υπό τη ηγεμονία των ΗΠΑ κατασκευάστηκε μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ειδικότερα, κατά τον Hal Brands, ο Τραμπ αμφισβητεί το λεγόμενο διεθνές ελεύθερο εμπόριο και ειδικά όταν απ’ αυτό χάνουν οι ΗΠΑ. Αμφισβητεί, επίσης,”τις στρατιωτικές συμμαχίες-κλειδιά” των ΗΠΑ, θεωρώντας ότι απ’ αυτές προκύπτει ζημία για τα αμερικάνικα συμφέροντα. Αμφισβητεί τέλος τις σταθμεύσεις αμερικάνικων στρατευμάτων στο εξωτερικό, την “εύκολη” ανάμιξη σε πολέμους και την δέσμευση των ΗΠΑ στην ασφάλεια των οικονομικών υποθέσεων σε όλο τον κόσμο στη βάση των νεοφιλελεύθερων λογικών.
Ο Hal Brands απέναντι στην εξωτερική πολιτική Τραμπ με όλη την ρευστότητα και τις αντιφάσεις της, αντιπαραθέτει την κατ’ αυτόν “διεθνιστική” σκέψη στις εξωτερικές σχέσεις των ΗΠΑ, την οποία πρεσβεύουν κατά τεκμήριο οι Δημοκρατικοί και οι οποίοι, με τις όποιες αναγκαίες προσαρμογές εμπιστεύονται την ηγεμονική πολιτική που ακολούθησαν οι ΗΠΑ μετά τον πόλεμο και το τέλος του ψυχρού πολέμου.
Το ερώτημα, όμως, είναι: Έχουν πλέον οι ΗΠΑ την ισχύ και την αδιαφιλονίκητη υπεροχή για να εφαρμόσουν την ηγεμονική “διεθνιστική στρατηγική“των πολλών προηγούμενων δεκαετιών ή η νέα πολιτική Τραμπ, παρ’ όλα τα πισωγυρίσματα, τα μπρος-πίσω και τις αποτυχίες της, είναι πλέον μονόδρομος για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τα συμφέροντα του, σε μιά περίοδο που χάνει (ή και έχει χάσει) την αδιαφιλονίκητη οικονομική και στρατιωτική υπεροχή του;
Κ.Μ
Στη συνέχεια παραθέτουμε ολόκληρο το άρθρο του Hal Brands από το Foreign Affairs με τον τίτλο : “Η εξωτερική πολιτική του Tραμπ βρίσκεται σε καθοδική περιδίνηση προς το 2020”
Οι υπερδυνάμεις έχουν πολλά περιθώρια για σφάλματα. Σε αντίθεση με τα μικρότερα έθνη, μπορούν να αποτινάξουν πολλές από τις συνέπειες των αποτυχημένων πολιτικών τους.
Το βάρος και η επιρροή τους μπορεί να αντισταθμίσει την κατώτερη πολιτική τέχνη.
Αλλά η κακή πολιτική τελικά φέρνει κόστος σε όλους.
Και τώρα, η κακή πολιτική φέρνει το κόστος της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, πλησιάζει το τέταρτο έτος της προεδρίας του, αντιμετωπίζει σχεδόν παντού τις ζημιές που προκλήθηκαν από τις δικές του πολιτικές.
Η διοίκηση του Τραμπ έχει φέρει τον εαυτό της σε διπλωματικά αδιέξοδα με το Ιράν, την Βόρεια Κορέα και την Βενεζουέλα.
Έχει υπονομεύσει τις δικές της προσπάθειες για τον τερματισμό του πολέμου στο Αφγανιστάν.
Οι οικονομικές ζημίες από τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ με την Κίνα αυξάνονται και το Πεκίνο δείχνει λίγα σημάδια υποχώρησης. Παράλληλα, το πλήγμα στις συμμαχίες από τον πρόεδρο αφήνει τις Ηνωμένες Πολιτείες ασθενέστερες και πιο απομονωμένες.
Για τρία χρόνια, ο Τραμπ έπαιξε γρήγορα και χαλαρά με την αμερικανική ισχύ –επιλέγοντας μάχες χωρίς να σκέφτεται πώς και εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να τις κερδίσουν, βλάπτοντας τις σχέσεις που χρειάζεται για να πετύχει τους στόχους του, και αποφεύγοντας την συστηματική δουλειά επί της πολιτικής που πρέπει να ακολουθούν οι υπερδυνάμεις. Το κόστος αυτής της αμέλειας τελικά ήρθε. Τα πράγματα θα μπορούσαν να επιδεινωθούν το 2020. Ο πρόεδρος ανέκαθεν απεικόνιζε τον εαυτό του ως τον υπέρτατο δημιουργό συμφωνιών, και η επιθυμία του για διπλωματικά επιτεύγματα θα αυξηθεί καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές.
Ωστόσο, οι ανταγωνιστές των ΗΠΑ μπορούν να δουν ότι ο Τραμπ βρίσκεται σε δύσκολο σημείο, οπότε θα του προσφέρουν μια επιλογή ανάμεσα σε κακές συμφωνίες και σε καθόλου συμφωνίες.
Μπορούν ακόμη και να ακολουθήσουν στρατηγικές κλιμάκωσης για να αυξήσουν την πίεση σε μια υπερδύναμη που παραπατά.
Εκτός από λίγες εποικοδομητικές πρωτοβουλίες, η συνολική πορεία της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ ήταν σταθερά προς τα κάτω. Το τέταρτο έτος θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο επικίνδυνο.
Μία χρονιά κακών επιλογών
Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ έχει ξεδιπλωθεί σε φάσεις, που αντιστοιχούν σε κάθε ένα από τα έτη του στο αξίωμα.
Το 2017, ο «άξονας των ενηλίκων» -κατά κύριο λόγο ο υπουργός Άμυνας, James Mattis, ο υπουργός Εξωτερικών, Rex Tillerson και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, H. R. McMaster– περιόρισαν, αν όχι όλες, μερικές από τις πιο ενοχλητικές παρορμήσεις του Τραμπ.
Το 2018, ο Τραμπ απελευθερώθηκε, εγκαθιστώντας πιο εύκαμπτους συμβούλους και επιδιώκοντας τις δικές του πολιτικές προτεραιότητες -όπως η απόσυρση από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και η επιβολή τιμωρητικών δασμών στους συμμάχους.
Φέτος, το 2019, ήταν το έτος του ζην επικινδύνως, καθώς οι απερίσκεπτες και μερικές φορές αντιφατικές πολιτικές του Τραμπ άρχισαν να τον αγγίζουν. Και το 2020 διαμορφώνεται στο να είναι το έτος των κακών επιλογών: Ένα (έτος) στο οποίο τα τεχνάσματα του Τραμπ τελικά ξηλώνονται και οι επιλογές του μειώνονται.
Εξετάστε την κατάσταση της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι των τριών κακοποιών καθεστώτων που έχουν καταναλώσει τόσο μεγάλη προσοχή από την διοίκηση.
Στην Βενεζουέλα, ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο οχυρώνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι απειλές του Τραμπ να χρησιμοποιήσει βία για να επιφέρει αλλαγή καθεστώτος έχουν εκτεθεί ως φθηνοί κομπασμοί.
Ομοίως, στην Βόρεια Κορέα, ο συνδυασμός της μέγιστης πίεσης και της μέγιστης δέσμευσης του προέδρου δεν επέτυχε πρόοδο προς την αποπυρηνικοποίηση, αφήνοντάς τον προσκολλημένο στην φαντασία ότι έχει λύσει αυτό το πρόβλημα ακόμη και αν η Πιονγκγιάνγκ βελτιώνει τα πυρηνικά και πυραυλικά οπλοστάσιά της.
Και στον Περσικό Κόλπο, η αποχώρηση του Τραμπ από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν έχει αποτύχει: Το Ιράν ανταποκρίθηκε στις αμερικανικές κυρώσεις με την δική του εκστρατεία μέγιστης πίεσης, επιτέθηκε σε δεξαμενόπλοια στον Κόλπο, κατέρριψε ένα αμερικανικό drone, και πραγματοποίησε δραματική επίθεση στην πετρελαϊκή υποδομή της Σαουδικής Αραβίας.
Η προκύπτουσα κρίση κλόνισε την παγκόσμια αγορά πετρελαίου και αποκάλυψε ότι ο Τραμπ είχε ελάχιστη επιθυμία για την αναμέτρηση που οι αντιφατικές πολιτικές του ήταν βέβαιο ότι θα προκαλέσουν.
Η διοίκησή του είναι τώρα διχασμένη μεταξύ των προσπαθειών για εντατικοποίηση της πίεσης στο Ιράν και της επιθυμίας του Τραμπ να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για να φέρει την Τεχεράνη πίσω στην συμμόρφωση με την συμφωνία από την οποία εκείνος αποχώρησε.
Οι πολιτικές του Τραμπ αντιμετωπίζουν προβλήματα και αλλού.
Στο Αφγανιστάν, ο πρόεδρος αναζητά, αρκετά λογικά, έναν τρόπο να διαπραγματευτεί έναν τερματισμό αυτής της σύγκρουσης, αλλά ταυτόχρονα υπονόμευσε τους διπλωμάτες του με το να σηματοδοτήσει την επιθυμία του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα πριν από τον Νοέμβριο του 2020.
Και αντίθετα με τους κομπασμούς του Tραμπ ότι οι εμπορικοί πόλεμοι είναι εύκολο να κερδηθούν, η εμπορική σύγκρουση με την Κίνα δεν έχει εξελιχθεί όπως είχε προγραμματιστεί.
Οι αμοιβαίες αυξήσεις των δασμών σίγουρα προκαλούν πραγματική ζημία στην κινεζική οικονομία, αλλά αυξάνουν επίσης τις υφεσιακές πιέσεις στην οικονομία των ΗΠΑ. Αφού αρχικά επιδίωξε να συνάψει μια συμφωνία, η κινεζική κυβέρνηση δείχνει τώρα ελάχιστο ενδιαφέρον για το οικονομικό μεγάλο παζάρι που αναζητά ο Tραμπ.
Ο πρόεδρος αξίζει πίστωση για το ότι υιοθέτησε μια πιο σκληρή γραμμή εναντίον ενός ανερχόμενου αμφισβητία και η εστιασμένη στην Κίνα στρατηγική άμυνας του Πενταγώνου είναι ένα θετικό βήμα.
Αλλά μέσα σε σχεδόν τρία χρόνια, η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει ακόμη αναπτύξει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για να ανταγωνιστεί την Κίνα -εν μέρει επειδή η προσοχή της Ουάσιγκτον είναι αλλού, στην Βενεζουέλα, στην Βόρεια Κορέα και στο Ιράν.
Σε μια περίοδο μεγάλων αναταραχών, ακόμη και μια υπερδύναμη χρειάζεται συμμάχους. Αλλά οι δημόσιες επιθέσεις του Tραμπ σε συμμαχικούς ηγέτες, η μονομερής εγκατάλειψη διεθνών συμφωνιών, και οι τιμωρητικοί δασμοί εναντίον στενών συμμάχων των ΗΠΑ αποδυνάμωσαν τις σχέσεις που θα χρειαστεί για να αντιμετωπίσει η Ουάσιγκτον τις βραχυπρόθεσμες κρίσεις όπως εκείνη του Περσικού Κόλπου καθώς και σοβαρές μακροπρόθεσμες απειλές από την Κίνα και την Ρωσία.
Για παράδειγμα, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη δίστασαν να ακολουθήσουν την ηγεσία του Τραμπ στην αντίσταση στην κινεζική κυριαρχία επί των παγκόσμιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων 5G, εν μέρει λόγω της αλλεργίας της διοίκησης Tραμπ σε σοβαρές διαβουλεύσεις και εν μέρει επειδή ανησυχούν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος τελικά θα προβεί σε διμερή εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο, αφήνοντάς τους απομονωμένους.
Ομοίως, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν αποστασιοποιηθεί από την αντιπαράθεση του Tραμπ με την Τεχεράνη (αν και τώρα συμφωνούν με την εκτίμηση των ΗΠΑ ότι το Ιράν βρίσκεται πίσω από τις επιθέσεις στην Σαουδική Αραβία), ενώ παράλληλα προσπαθούν να αμβλύνουν την οικονομική ισχύ των ΗΠΑ δημιουργώντας μηχανισμούς για να παρακάμψουν τις αμερικανικές κυρώσεις.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο Τραμπ αξίζει να πιστωθεί για κάποιες από τις πιο εποικοδομητικές πολιτικές του, όπως η μετριοπαθής ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, η επέκταση της αμυντικής βοήθειας στην Ουκρανία και η προεδρία του στην άκρως απαραίτητη αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού.
Τα βασικά ένστικτά του -ότι η Κίνα θέτει σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ότι οι συμμαχίες των ΗΠΑ χρειάζονται ενημέρωση, και ότι η απεριόριστη οικονομική ολοκλήρωση δεν είναι αναγκαστικά ένα ατόφιο αγαθό- είναι μακράν του να είναι τρελά.
Και ακόμα και οι τυχαίες πολιτικές του Tραμπ έχουν θέσει τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ υπό πίεση.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική αφορά τελικά στα αποτελέσματα, και αυτή η έχει σχετικά λίγα να δείξει σε πολλά από τα θέματα που ο πρόεδρος έχει θέσει μπροστά και στο κέντρο (της σκηνής).
Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα απροσδόκητο. Από τότε που ανέλαβε το αξίωμά του ο Tραμπ, συνδύασε την περιφρόνηση για την περίπλοκη δουλειά της παραγωγής πολιτικής –το να τίθενται στόχοι και προτεραιότητες, να συνδυάζονται οι στόχοι με τις ικανότητες, την ρεαλιστική αξιολόγηση των ανταγωνιστών των ΗΠΑ καθώς και του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, την διαπραγμάτευση με συστηματικό και πειθαρχημένο τρόπο- με μια επιθετική προς όλες τις κατευθύνσεις προσέγγιση που δημιουργεί πολλαπλές κρίσεις, ενώ αποδυναμώνει την συνολική διπλωματική αποτελεσματικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το τίμημα αυτής της προσέγγισης είναι τώρα εμφανές.
Δεν υπάρχει χρόνος για επανεκκίνηση
Μια συνηθισμένη διοίκηση θα άρπαζε αυτή την στιγμή για να επιδιορθώσει την διαδικασία χάραξης πολιτικής και να σταθεροποιήσει το πλοίο του κράτους. Ωστόσο, η διοίκηση του Tράμπ, στην οποία οι εναλλαγές (προσώπων) είναι πολλές και δεκάδες θέσεις μέσης και ανώτερης βαθμίδας παραμένουν κενές, δεν είναι καλά εξοπλισμένη για μια σοβαρή στροφή.
Ο πρόεδρος πρόσφατα διόρισε έναν νέο σύμβουλο για την εθνική ασφάλεια, τον Robert O’Brien, και έναν σεβαστό σύμβουλο για την Ασία, τον Matthew Pottinger, ως αναπληρωτή σύμβουλο για την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, φαίνεται απίθανο ότι αυτοί οι αξιωματούχοι θα έχουν μια πραγματική εντολή για αλλαγή.
Η διαδικασία εθνικής ασφάλειας αντανακλά τελικά την προσωπικότητα του προέδρου, και μέχρι στιγμής ο Tραμπέχει αποδειχθεί ανίκανος για την ενδοσκόπηση που απαιτείται για να παραδεχτεί πότε οι πολιτικές του αποτυγχάνουν ή την πειθαρχία που χρειάζεται για να σχεδιάσει και να εκτελέσει αποτελεσματικά κρατική πολιτική τέχνη.
Το προσωπικό μπορεί να αλλάζει στις τελευταίες περιόδους της προεδρίας του Tράμπ, αλλά η ποιότητα της πολιτικής δεν θα βελτιωθεί δραματικά. Ως αποτέλεσμα, το 2020 είναι πιθανό να είναι ένα δύσκολο έτος στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα πολλές κρίσεις και κρίσιμες αποφάσεις δια μιάς.
Η διαχείριση πολλών προκλήσεων ταυτόχρονα είναι αρκετά δύσκολη όταν μια διοίκηση δουλεύει με όλα της τα όργανα. Η δυσκολία πολλαπλασιάζεται όταν η ομάδα στην εξουσία είναι ελλειμματική (σε προσωπικό) και ο πρόεδρος συμπεριφέρεται ασταθώς.
Στην καλύτερη περίπτωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κουτσαίνουν στο 2020, σκοντάφτοντας από κρίση σε κρίση, αγωνιζόμενες να διαμορφώσουν γεγονότα και να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά την τεράστια ισχύ τους.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα –μια (πιθανότητα) που μπορεί να είναι πράγματι αρκετά καταστροφική. Ως αυτοανακηρυγμένος δημιουργός συμφωνιών (deal-maker), ο Tραμπ θεωρεί τον εξαναγκασμό ως το προοίμιο για την διαπραγμάτευση ευνοϊκών συμφωνιών.
Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές για το 2020, πιθανότατα θα αισθανθεί πίεση να συνάψει συμφωνίες που του επιτρέπουν να διεκδικήσει τη νίκη και να εκπληρώσει προηγούμενες υποσχέσεις. Μια συμφωνία ειρήνης με τους Ταλιμπάν θα είναι ψηλά στον κατάλογο του Tραμπ (παρά τους δημόσιους ισχυρισμούς του ότι τερμάτισε τις ειρηνευτικές συνομιλίες).
Το ίδιο θα είναι και οι συμφωνίες αποκλιμάκωσης της κρίσης με την Τεχεράνη και σχετικά με τον εμπορικό πόλεμο με το Πεκίνο. Όπως έγραψε ο Thomas Wright του Brookings Institution, ο Tραμπ θα ήθελε να στραφεί μακριά από τις αντιπαραθέσεις και προς την διπλωματία.
Ο πρόεδρος τα έσπασε πρόσφατα με τον πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, τον τελευταίο αξιωματούχο που αντιδρούσε έντονα σε αυτή την ατζέντα.
Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: Ο Tραμπ έχει ένα αδύναμο διαπραγματευτικό χαρτί και οι συνομιλητές του το γνωρίζουν.
Στο Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν έχουν κάθε λόγο να αναμένουν ότι ο Τραμπ θα γίνει όλο και πιο απελπισμένος -και πιο ευέλικτος– μέχρι τον Νοέμβριο του 2020.
Οι ηγέτες της Κίνας είδαν τώρα πόσο νευρικός γίνεται ο Αμερικανός πρόεδρος όταν λιποθυμά το χρηματιστήριο, προφανώς επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση ότι το αυταρχικό σύστημα της Κίνας μπορεί να αντέξει τον πόνο ενός εμπορικού πολέμου καλύτερα από όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την πλευρά του, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un, γνωρίζει ότι ένας πρόεδρος ο οποίος έχει δηλώσει πρόωρα νίκη στην πυρηνική διπλωματία δεν μπορεί να αντέξει να δει να ξεσπά μια νέα κρίση.
Και οι Ιρανοί έχουν ανακαλύψει ότι ο Tραμπ μιλάει σκληρά και εφαρμόζει επιθετικές κυρώσεις, αλλά -κατά τον συνήθη αντιφατικό τρόπο– δεν θέλει πραγματικά μια σημαντική διπλωματική ή στρατιωτική κρίση στον Κόλπο.
Συνεπώς, οι συνομιλητές του Tράμπ δεν θα βιάζονται να συνάψουν συμφωνίες εκτός αν μπορούν να οδηγήσουν σε μερικές καλές ευκαιρίες. Οι Ιρανοί έχουν δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για τις προσπάθειες του Tραμπ να ξεκινήσει συνομιλίες στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, καθιστώντας σαφές ότι θέλουν πρώτα να λάβουν σημαντική ανακούφιση από τις κυρώσεις.
Όταν ο πρόεδρος έφθασε σε μια σύνοδο κορυφής στο Camp David για να τερματίσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν τον κράτησαν τελικά σε απόσταση.
Οι Κινέζοι φαίνεται να έχουν υποχωρήσει από την προηγούμενη προσπάθειά τους να επιτύχουν μια μεγάλη οικονομική συμφωνία με την Ουάσινγκτον -εν μέρει επειδή ανησυχούν ότι ο Tραμπ δεν θα την τιμήσει, αλλά και επειδή φαίνεται ότι σκέφτονται πως ο χρόνος δουλεύει προς όφελός τους.
Ο Tραμπ μπορεί να ανακαλύψει ακόμη ότι οι τακτικές πίεσης έχουν αξία και για τις δύο πλευρές.
Εάν η Πιονγκγιάνγκ πιστεύει ότι ο Τραμπ είναι σε δύσκολη πολιτική θέση, γιατί να μην αυξήσει τη μόχλευσή της με μερικές επιλεκτικές προκλήσεις; Μια τέτοια στρατηγική φαίνεται να βρίσκεται πίσω από τις πρόσφατες δοκιμές πυραύλων μικρής εμβέλειας του Kim.
Σε παρόμοιο πνεύμα, εάν το Ιράν αντιληφθεί ότι ο Tραμπ είναι ταυτόχρονα εχθρικός και αδύναμος, γιατί να μην χρησιμοποιήσει πυραύλους, ειδικές δυνάμεις και άλλες ασύμμετρες δυνατότητες για να δημιουργήσει αντισταθμιστική μόχλευση; Αυτό είναι ακριβώς το σενάριο που χρησιμοποίησε το Ιράν, καθώς η εκστρατεία της «μέγιστης» οικονομικής πίεσης του Tραμπ άρχισε πραγματικά να πληγώνει στις αρχές του 2019.
Η ίδια βασική στρατηγική –πίεση για πλεονέκτημα σε μια στιγμή εμφανούς αμερικανικής αδυναμίας- θα μπορούσε εύκολα να προσελκύσει και άλλους ανταγωνιστές.
Αντί για ένα έτος διπλωματικών επιτευγμάτων, το 2020 θα μπορούσε να είναι ένα έτος επικίνδυνων προκλήσεων.
Αναβίωση του διεθνισμού;
Στο πεδίο της κοινής γνώμης υπάρχουν καλύτερα νέα σχετικά με τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο.
Πολλοί σχολιαστές είδαν τη νίκη του Tραμπ το 2016 ως προάγγελο μιας ευρύτερης αμερικανικής υποχώρησης από την παγκόσμια ηγεσία. Γιατί αλλιώς οι Αμερικανοί θα επέλεγαν έναν πρόεδρο που επέκρινε σθεναρά τόσα πολλά χαρακτηριστικά της διεθνούς τάξης που έχτισε η Ουάσιγκτον μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Εντούτοις, κάτι ενδιαφέρον συνέβη αφότου ο Tραμπ έγινε πρόεδρος: Οι Αμερικανοί έγιναν μετριοπαθώς περισσότερο διεθνιστικοί στις απόψεις τους. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αμερικανική υποστήριξη προς το ελεύθερο εμπόριο έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2016. Επίσης, έχει αυξηθεί η στήριξη για στρατιωτικές συμμαχίες-κλειδιά και σταθμευμένα στο εξωτερικό στρατεύματα.
Και ενώ οι έννοιες όπως η «φιλελεύθερη διεθνής τάξη» δεν έχουν νόημα για τους περισσότερους Αμερικανούς, μια σαφής πλειονότητα ερωτηθέντων σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Center for American Progress πιστεύει στο ξεκάθαρο ισοδύναμο: «Η δέσμευση της χώρας μας να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην διαμόρφωση της ασφάλειας και των οικονομικών υποθέσεων σε όλο τον κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε σε ασφαλέστερες και πιο ευημερούσες ζωές για τους Αμερικανούς».
Βεβαίως, εξακολουθούν να υπάρχουν ρωγμές στο πολιτικό θεμέλιο του αμερικανικού διεθνισμού. Η ίδια δημοσκόπηση δείχνει ότι οι Αμερικανοί θα είναι απρόθυμοι να υποστηρίξουν μια φιλόδοξη εξωτερική πολιτική, εκτός εάν πρώτα αντιμετωπιστούν τα πιεστικά εσωτερικά προβλήματα.
Ωστόσο, η προεδρία του Tραμπ δεν έχει διαβρώσει δραματικά την υποστήριξη του κοινού για μια διεθνιστική εξωτερική πολιτική. Αντίθετα, οι Αμερικανοί υποστηρίζουν όλο και περισσότερο κάποιες από τις πολιτικές στις οποίες επιτέθηκε πολύ σκληρά ο Tραμπ, όπως το εμπόριο και οι συμμαχίες
.
Είναι δύσκολο να πούμε ακριβώς γιατί συμβαίνει αυτό. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα ποσοστά έγκρισης της εξωτερικής πολιτικής του Tραμπ είναι χαμηλά -περίπου στο 40%– φαίνεται εύλογο ότι η συμπεριφορά του υπενθυμίζει σε ορισμένους Αμερικανούς γιατί είναι απαραίτητη η σταθερή και εποικοδομητική αμερικανική ηγεσία.
Αν ο Tραμπ χάσει το 2020, ο επόμενος πρόεδρος μπορεί να είναι σε θέση να αξιοποιήσει αυτόν τον αυξανόμενα δημοφιλή διεθνισμό σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχει κάνει ο Tραμπ στην θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο.
Δυστυχώς, δεδομένων των γεγονότων που συνέβησαν τα τελευταία τρία χρόνια και του τι πιθανώς θα συμβεί κατά το επόμενο διάστημα, θα υπάρξουν πολλά που πρέπει να επιδιορθωθούν.
* Ο Hal Brands είναι Kαθηγητής στην έδρα Henry Kissinger στο Johns Hopkins-SAIS, μελετητής στο American Enterprise Institute, και αρθρογράφος στο Bloomberg Opinion