«Αρκετά δύσκολα χρόνια» έχει μπροστά της η Γερμανία, λόγω του αυξανόμενου κόστους της ενέργειας και της μετάβασης στις ΑΠΕ, προειδοποίησε ο επικεφαλής των Πρασίνων και υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Robert Habeck.
O Habeck που εδώ και καιρό ζητούσε ριζικές αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική, είπε ότι η Γερμανία έχει μπροστά της τουλάχιστον «πέντε δύσκολα χρόνια» και αποκάλυψε ότι η χώρα θα πρέπει να επιλέξει είτε να αυξήσει το δανεισμό της για να στηρίξει με κρατικές χρηματοδοτήσεις το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων της είτε απλά να αποδεχτεί ότι θα χάσει τη βιομηχανία της.
«Τα δύσκολα χρόνια της πράσινης μετάβασης θα επιβαρύνουν τους ανθρώπους», είπε ο Habeck, σημειώνοντας ότι το ΔΝΤ αναμένει ότι η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,3% φέτος.
Η γερμανική στατιστική αρχή προειδοποίησε τον Μάιο ότι η χώρα εισέρχεται σε ύφεση και ορισμένες μεγάλες εταιρείες ήδη σκέφτονται να φύγουν από τη Γερμανία, τροφοδοτώντας φόβους για απώλεια βιομηχανικής παραγωγής.
Ο Habeck υποστήριξε ότι το πρόβλημα οφείλεται στις υψηλές τιμές της ενέργειας, τις οποίες λέει ότι η Γερμανία αισθάνεται περισσότερο επειδή στο παρελθόν είχε συνηθίσει στο φθηνό ρωσικό αέριο.
Θα αυξηθούν τα βάρη για όλους
Τα υψηλά επιτόκια επιβραδύνουν επίσης τις επενδύσεις και το παγκόσμιο εμπόριο, κάτι που αισθάνεται ιδιαίτερα η Γερμανία, ως χώρα που εξαρτάται από τις εξαγωγές, σύμφωνα με τον Habeck.
Ο Habeck πρόσθεσε ότι αν και δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανείς την κατάσταση, ο ίδιος δεν θέλει να αγνοήσει τα γεγονότα ότι τα βάρη των ανθρώπων θα αυξάνονταν.
«Αντιμετωπίζουμε μια περίοδο μεγάλου μετασχηματισμού από τώρα έως το 2030, καθώς η Γερμανία μεταβαίνει από μια παραδοσιακή βιομηχανία που εξαρτάται από την ενέργεια των ορυκτών καυσίμων σε πράσινη ενέργεια όπως το υδρογόνο», εξήγησε ο υπουργός Οικονομικών.
Ο Habeck έχει προτείνει να δοθούν κρατικές επιδοτήσεις για το ενεργειακό κόστος στις ενεργοβόρες βιομηχανίες που είναι εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό ώστε να έχουν τα περιθώρια να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του πράσινου μετασχηματισμού και να έχουν αρκετά χρήματα για να επενδύσουν.
Ωστόσο, η πρόταση του αυτή δεν υποστηρίζεται ούτε από τον κόμμα των φιλελευθέρων που μετέχει επίσης στην γερμανικό κυβερνητικό συναπισμό ούτε από τους Σοσιαλδημοκράτες του πρωθυπουργού Olaf Scholz.
Σε τεχνική ύφεση η οικονομία της Γερμανίας
Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικονομία της Γερμανίας έχει εισέλθει σε τεχνική ύφεση, μετά από δύο διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ της κατά 0,5% το δ τρίμηνο 2022 και 0,3% το α τρίμηνο 2023.
Η Κομισιόν έχει προειδοποιήσει ότι η Γερμανία θα καταγράψει έναν από τους μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη κατά το 2023.
Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στη μεταποίηση, όπου ο δείκτης παραγγελιών PMI για την Ευρωζώνη υποχώρησε από το 45,8 τον Μάιο στο 44,8 τον Απρίλιο, ήτοι στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 36 μηνών – υπενθυμίζεται ότι κάθε αριθμός μικρότερος του 50 στον δείκτη ΡΜΙ υποδηλώνει συρρίκνωση.
Στη Γερμανία, ειδικότερα, οι βιομηχανικές παραγγελίες μειώθηκαν κατά 10,9% τον Μάρτιο και κατά 0,4% επιπλέον τον Απρίλιο, μολονότι οι οικονομολόγοι σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg ανέμεναν αύξηση κατά 2,8%.
Σε ετήσια βάση, οι βιομηχανικές παραγγελίες κατέγραψαν μείωση κατά 9,9%, πτώση η οποία σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με το κύμα φυγής των πρώτων γερμανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Φεύγουν οι γερμανικές βιομηχανίες
Μερικές από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες γερμανικές επιχειρήσεις, λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, επεξεργάζονται ή προωθούν σχέδια εξόδου από τη χώρα, μεταξύ αυτών:
● Ο πυλώνας της χημικής βιομηχανίας της χώρας, BASF, που έκλεισε το εργοστάσιο λιπασμάτων στη Γερμανία και ανακοίνωσε επένδυση 10 δισ. δολαρίων στην Κίνα.
● Η Uedesheimer Rheinwerk, με το μεγαλύτερο χυτήριο αλουμινίου στη Γερμανία, που ανακοίνωσε ότι θα κλείσει το εργοστάσιο μέχρι το τέλος του 2023.
● Η βιοτεχνολογική BioNtech ανακοίνωσε νέα μεγάλη επένδυση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
● Πολλές από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας, περιλαμβανομένων εμβληματικών εταιρειών όπως η Volkswagen και η Siemens, εγκαταλείπουν τα σχέδια περαιτέρω επενδύσεων στη Γερμανία και κοιτούν προς ΗΠΑ ή Ασία.