Στην υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ προχώρησαν στις 14/10/2021,ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, με τον Αμερικανό ομόλογο του, Άντονι Μπλίνκεν. Στη Συμφωνία παρέχονται σημαντικές στρατιωτικές διευκολύνσεις για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις που μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω σε ελληνικές περιοχές ενδιαφέροντος (Αλεξανδρούπολη, Λιτόχωρο, Σούδα, Στεφανοβίκειο, Λάρισα),αλλά και η δυνατότητα μελλοντικής παρουσίας των Αμερικανών σε όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της χώρας μας. Επίσης, η συμφωνία θα είναι πενταετής και θα μετατραπεί σε αορίστου χρόνου στη συνέχεια.
Μετά το Αμυντικό Σύμφωνο Ελλάδας-Γαλλίας, που συνιστά αναμφίβολα μεγάλη εθνική επιτυχία και για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία περιλαμβάνει την εξαιρετικά σημαντική ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, σε συνδυασμό βέβαια και με την προμήθεια των γαλλικών φρεγατών Belh@rra που αλλάζουν τις ναυτικές ισορροπίες στο Αιγαίο, η Ελλάδα προχώρησε και στην ανανέωση της στρατιωτικής συνεργασίας με τους Αμερικανούς. Σε μια πρώτη ανάγνωση της MDCA, φαίνεται ότι είναι κατώτερη των προσδοκιών που καλλιέργησαν ελληνικές διπλωματικές πηγές και Μ.Μ.Ε. και η Πατρίδα μας οδηγείται σε ένα ιδιότυπο καθεστώς διπλωματικής ομηρίας από την υπερδύναμη.
Ειδικότερα, γεννώνται κάποια εύλογα ερωτήματα από την Ελληνοαμερικανική Συμφωνία, όπως: Ποια υλικά ανταλλάγματα απέσπασε η χώρα μας που θα μετατραπεί σε μια απέραντη αμερικανική βάση; Συγκεκριμένα θα λάβει ετήσια οικονομική βοήθεια στα πρότυπα του Ισραήλ και της Αιγύπτου και στρατιωτικό εξοπλισμό που θα αλλάξει τις ισορροπίες στο στρατιωτικό ισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Επίσης, παρέχεται αποτελεσματική στήριξη και προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας σε περίπτωση ένοπλης τουρκικής απειλής; Υπάρχει ξεκάθαρη καταδίκη της τουρκικής απειλής για πόλεμο σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια (Casus Belli) από τους Αμερικανούς;
Ακόμη, η υπερδύναμη αποδέχτηκε τις ελληνικές προτάσεις για παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων σε στρατηγικά σημεία της ελληνικής επικράτειας, όπως σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπου η προβληματική και επιθετική Τουρκία, απαιτεί την αποστρατικοποίηση τους; Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα μελλοντικής τροποποίησης της στρατιωτικής Συμφωνίας, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων; Δυστυχώς, δώσαμε πολλά στις Η.Π.Α. και πήραμε ελάχιστα.
Ίσως το πιο αξιοσημείωτο σημείο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι προστατεύονται εν μέρει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, είναι η αναφορά που γίνεται στο προοίμιο του Δεύτερου Πρωτοκόλλου Τροποποίησης της Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας-ΗΠΑ: «Επαναλαμβάνοντας την σταθερή απόφαση τους να περιφρουρούν και να προστατεύουν αμοιβαίως την ασφάλεια, την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα των αντίστοιχων χωρών τους κατά ενεργειών οι οποίες απειλούν την ειρήνη, περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής επίθεσης και επιβεβαιώνοντας την απόφαση τους να αντιταχθούν ενεργά και ανεπιφύλακτα σε κάθε τέτοια απόπειρα ή ενέργεια και τη δέσμευση τους να καταβάλλουν τις κατάλληλες μείζονες προσπάθειες για να αποτρέψουν τέτοια απόπειρα δράσης».
Όμως, αντίστοιχη γενική και αόριστη αναφορά για αμοιβαία βούληση, για προστασία της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας των δυο χωρών περιλαμβάνεται και στην Ελληνοαμερικανική Συμφωνία του 1990:
«H Eλλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής διακηρύσσουν την αφοσίωση τους στη διατήρηση της ειρήνης και τη δέσμευση τους να σέβονται την αρχή της αποχής από ενέργειες, οι οποίες απειλούν την ειρήνη, επαναλαμβάνουν την σταθερή απόφαση τους να περιφρουρούν και να προστατεύουν αμοιβαίως την ασφάλεια, την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα των αντιστοίχων χωρών τους κατά ενεργειών οι οποίες απειλούν την ειρήνη, περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής επίθεσης και επιβεβαιώνουν την απόφαση τους να αντιταχθούν ενεργά και ανεπιφύλακτα σε κάθε τέτοια απόπειρα ή ενέργεια και τη δέσμευση τους να καταβάλλουν τις κατάλληλες μείζονες προσπάθειες για να αποτρέψουν τέτοια απόπειρα δράσης».
Όπως ελέχθη ανωτέρω, πρόκειται για μια αόριστη και γενική αναφορά για προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας που δεν συνοδεύεται με έμπρακτες εγγυήσεις για στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση ένοπλης τουρκικής απειλής και επίθεσης, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και στην πολεμική κρίση των Ιμίων του 1996 όπου οι ΗΠΑ κράτησαν στάση ουδετερότητας και τήρησης ίσων αποστάσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Αξίζει να επισημανθεί ότι στην πρόσφατη ανανέωση της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάς και ΗΠΑ απουσιάζει αναφορά στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. που αναφέρει ότι: «Tίποτε στο χάρτη αυτό δεν περιορίζει το δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας, όταν μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον μέλους των Ηνωμένων Εθνών, έως ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας πάρει τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Αντίστοιχη αναφορά υπάρχει στην Συμφωνία του 1990,αλλά και στην πρόσφατη Ελληνογαλλική Αμυντική Συμφωνία! Είναι μια ένδειξη για τις προθέσεις των Αμερικανών, για το τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση εισβολής των Τούρκων σε ελληνικά εδάφη.
Για να επανέλθουμε στο θέμα των Βάσεων, η Αθήνα θεωρεί ότι με την παραχώρηση ελληνικών εγκαταστάσεων όχι μόνο δε δίνει «γη και ύδωρ» στους Αμερικανούς, αλλά προκύπτουν σημαντικά οφέλη για τη θωράκιση της άμυνας μας. Κι αυτό διότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα χρησιμοποιούν τις ίδιες αναβαθμισμένες από τις ΗΠΑ εγκαταστάσεις, θα συνεκπαιδεύονται με αμερικανικές δυνάμεις και θα αποκτούν χρήσιμη τεχνογνωσία πάνω σε νέα όπλα. Επίσης, υπάρχει η άποψη ότι η αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ δημιουργεί καλύτερο περιβάλλον ασφάλειας για την Ελλάδα, ενώ προστίθενται πολύτιμα ερείσματα για την περιφρούρηση της κυριαρχίας μας.
Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός, ότι με δεδομένη βέβαια την διαφοροποίηση της αμερικανικής στρατηγικής και την προσοχή της Ουάσινγκτον να επικεντρώνεται πλέον στον Ειρηνικό Ωκεανό για την ανάσχεση του κινεζικού γίγαντα, ελληνικά επίσημα χείλη να αναφέρουν ότι ευρωπαϊκές χώρες πληρώνουν για να παραμείνουν αμερικανικές βάσεις στη χώρα τους! Εν ολίγοις, οι Έλληνες θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι που δεν θα υπάρξουν ουσιαστικά ανταλλάγματα από την υπογραφή της Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας, αλλά θα πρέπει να είμαστε και χαρούμενοι που δεν θα πληρώσουμε και από πάνω για να μείνουν οι ΗΠΑ στη χώρα μας.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει ζητήσει ως κύριο αντάλλαγμα από τους Αμερικανούς την στρατιωτική τους παρουσία σε διάφορα στρατηγικά σημεία ανά την ελληνική επικράτεια. Η επιθυμία αυτή εδράζεται στη λογική της αποτροπής. Το κόστος για να πλήξει ο προβληματικός και αναθεωρητικός γείτονας τις βάσεις αυτές θα ήταν πολύ υψηλό έως απαγορευτικό, εάν σταθμεύουν στρατιωτικές δυνάμεις της υπερδύναμης. Όμως, το επιχείρημα αυτό είναι διάτρητο, καθώς μετατρέπει την παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων σε υλικό αντάλλαγμα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για προσφορά από την ελληνική πλευρά στρατιωτικών διευκολύνσεων και οι ΗΠΑ θα έπρεπε να πληρώσουν το ανάλογο αντίτιμο.
Οι Αμερικανοί έχουν παρουσία σε στρατιωτικές βάσεις της χώρας μας για να προστατεύσουν και να προωθήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και όχι για να προστατεύσουν ελληνικές τοποθεσίες και αμυντικές εγκαταστάσεις. Επίσης, δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε την στρατηγική σπουδαιότητα της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα. Σε τι εμποδίζει τους Τούρκους να επιτεθούν σε ελληνικό ηπειρωτικό έδαφος ή σε ένα νησί που υπάρχει βάση των ΗΠΑ και απλά να μην αγγίξουν τους Αμερικανούς; Kαι η Μεγάλη Βρετανία είχε στρατιωτικές βάσεις ως εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο, αλλά κατά τη διάρκεια της εισβολής του Αττίλα που οδήγησε στην κατάληψη του 40% εδάφους της μαρτυρικής Μεγαλονήσου, οι Τούρκοι δεν ενόχλησαν τις αγγλικές βάσεις.
Εδώ και δεκαετίες, υπάρχει ένα διαχρονικό γεωστρατηγικό συμφέρον των ΗΠΑ για τη διατήρηση στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, απόρροια της σημαντικής γεωγραφικής της θέσης. Το σημείο που βρίσκεται την καθιστά μια ιδανική τοποθεσία για προβολή αεροπορικής ισχύος και αερομεταφορά στρατιωτικού προσωπικού και φορτίων προς την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοδυτική Ασία καθώς και για ναυτικές επιχειρήσεις προς την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Μαύρη Θάλασσα.
Η παραχώρηση π.χ. του λιμανιού και στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Αλεξανδρούπολη, επιτρέπει την γρήγορη χερσαία μεταφορά αμερικανικών στρατευμάτων σε Βουλγαρία και Ρουμανία, για την αντιμετώπιση στρατιωτικής απειλής από την Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος, η Ελλάδα να βρεθεί στη μέση σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης μεταξύ των δυο στρατιωτικών υπερδυνάμεων στον πλανήτη και να δεχτεί ρωσικά αντίποινα. Με λίγα λόγια, στο καβγά των «βουβαλιών» θα την πληρώσει το «μερμήγκι».
Φυσικά, όσον αφορά την ανανέωση της Ελληνοαμερικανικής Στρατιωτικής Συμφωνίας δεν μπορεί να μην γίνει ειδική μνεία για την χρονική της διάρκεια. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 της εν λόγω Συμφωνίας: «H Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (ΣΑΑΣ) που τέθηκε σε ισχύ στις 6 Νοεμβρίου 1990,θα παραμείνει σε ισχύ για μια περίοδο πέντε (5) ετών από την ημερομηνία της θέσης σε ισχύ του Δεύτερου Πρωτοκόλλου Τροποποίησης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η ΣΑΑΣ θα παραμείνει σε ισχύ στη συνέχεια, εκτός εάν τερματιστεί από κάποιο από τα Μέρη με γραπτή ειδοποίηση προς το άλλο Μέρος δυο χρόνια πριν, δια της διπλωματικής οδού».
Η ελληνική πλευρά δηλώνει ότι η συμφωνία είναι πενταετής και θα μπορεί να επεκταθεί επ΄αόριστον, εάν δεν καταγγελθεί σε πέντε χρόνια από την υπογραφή της. Όμως, οι Αμερικανοί έχουν αντίθετη άποψη, όπως φάνηκε και στις κοινές δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν με τον Έλληνα ομόλογο του κατά την υπογραφή της Συμφωνίας, που αναφέρει αυτολεξεί ότι «η Συμφωνία θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να παραμείνουν στρατιωτικά στην Ελλάδα επ΄αόριστον».
Δυστυχώς, φαίνεται ότι η Συμφωνία είναι αορίστου χρόνου, όπως εξάλλου εδώ και καιρό λένε ρητώς κρατικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ και το 5 συν 2 ισχύει μόνο αν καταγγείλει το ένα Μέρος τη Συνθήκη στο τέλος της πενταετίας. Γεγονός, που δύσκολα πρόκειται να συμβεί, καθώς η χώρα θα απειλείται κλιμακωτά και σε μόνιμη βάση από την επιθετική Τουρκία και λόγω της οικονομικής της δυσπραγίας, δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ελληνική κυβέρνηση να θελήσει να δυσαρεστήσει την οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη του πλανήτη και να ζητήσει να αποχωρήσει από βάσεις στην Ελλάδα. Είναι μια Συμφωνία που ήρθε για να μείνει και θα δεσμεύσει τις μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις.
Τέλος, η «περίφημη» επιστολή του υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ στον Έλληνα πρωθυπουργό που δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο, δεν χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης και είναι προφανές ότι δεν εξυπηρετεί στο ελάχιστο τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Παρά τις υψηλές προσδοκίες που καλλιέργησαν ελληνικές διπλωματικές πηγές και ότι η διατύπωση του κειμένου θα ικανοποιούσε πλήρως την Αθήνα, με την αποτελεσματική στήριξη της ελληνικής κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας από τις ΗΠΑ, δεν φαίνεται πουθενά εν τοις πράγμασιν στο εν λόγω κείμενο.
Στην επιστολή αυτή, ο επικεφαλής του State Department περιορίζεται σε ευχολόγια, γενικόλογες αναφορές και κοινότυπες εκφράσεις και δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά ούτε στην απειλή πολέμου από την Τουρκία (casus Belli), ούτε στην δυνατότητα ανάπτυξης ελληνικών δυνάμεων στα νησιά του Αν. Αιγαίου σε περίπτωση νόμιμης αυτοάμυνας και φυσικά δεν γίνεται καμία αναφορά στα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες της (κυρίως υφαλοκρηπίδα και Α.Ο.Ζ.).
Επομένως, οι ΗΠΑ εξασφάλισαν όλα όσα είχαν ζητήσει, προσφέροντας μόνο λόγια και αυτά τα είπαν με προσοχή και φειδώ για να μην διαταράξουν περαιτέρω τις σχέσεις τους με τον Ερντογάν. Οι μετρημένα θετικές διπλωματικές τοποθετήσεις των Αμερικανών δεν τους κοστίζουν και δεν είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την προσφιλή τακτική τους, της τήρησης των ίσων αποστάσεων μεταξύ αμυνόμενου και επιτιθέμενου στο Αιγαίο Πέλαγος.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα προσδένεται οριστικά στο άρμα των Αμερικανών και η ελληνική διπλωματία χάνει την ευελιξία της και γίνεται μονοδιάστατη, καθώς χάνει την ενδεχόμενη οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη των γεωπολιτικών αντιπάλων των ΗΠΑ (Ρωσία, Κίνα) και θα εξαρτάται αποκλειστικά από τις εκάστοτε διαθέσεις της υπερδύναμης, οδηγώντας την Πατρίδα μας σε μια διπλωματική και στρατηγική ομηρία.
Θάνος Κάλλης
Δικηγόρος-Ιστορικός