Του Κώστα Ράπτη
Όταν πρωτοεμφανίσθηκε ως διεκδικητής της προεδρίας το 2016 με το σύνθημα Make America Great Again, ο Ντόναλντ Τραμπ γινόταν ο πρώτος πολιτικός ο οποίος, σε ένα τοπίο γενικευμένης αυταρέσκειας των ελίτ, έκανε λόγο για αμερικανική παρακμή. Πράγματι, το Again σήμαινε ακριβώς ότι η Αμερική δεν ήταν πια και τόσο μεγάλη.
Οκτώ χρόνια μετά, τα σημάδια της σχετικής αποδυνάμωσης της “ισχυρότερης χώρας του κόσμου” είναι ακόμη περισσότερο εμφανή. Αποτυπώνονται στην διεθνή σκηνή με την ισχυροποίηση ανταγωνιστών όπως η Κίνα, με την δημιουργία αντισυσπειρώσεων όπως η Ομάδα BRICS, με την απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν να αναμετρηθεί ένοπλα με τη Δύση μέσω Ουκρανίας, με την ταπεινωτική αποχώρηση των Αμερικανών από την Καμπούλ, με την αδυναμία της Ουάσιγκτον να σταθεροποιήσει την Μέση Ανατολή κ.ο.κ.
Αποτυπώνονται όμως και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με την υποχώρηση της κοινωνικής συνοχής και των προσδοκιών που κωδικοποιούνται στην έκφραση “αμερικανικό όνειρο”. Η εκμετάλλευση αυτής της εξαπλούμενης δυσαρέσκειας υπήρξε και ο “βατήρας” του Τραμπ προς την εξουσία.
Και μόνο δύο δείκτες, από αυτούς που παραδόξως δεν συζητώνται συχνά, αποτυπώνουν το μέγεθος του προβλήματος: το προσδόκιμο επιβίωσης υποχωρεί (κυρίως λόγω των “θανάτων από απελπισία”, όπως αποκαλούνται), ενώ η παραγωγικότητα της μεταποίησης είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων στάσιμη εδώ και 15 χρόνια.
Πρόκειται για μία καταβύθιση στο σπιράλ χρηματοπιστωτικοποίησης και στρατιωτικοποίησης που έφθειρε και άλλες αυτοκρατορίες στην Ιστορία, με την προσθήκη της αμερικανικής ιδιαιτερότητας του καχεκτικού κράτους πρόνοιας, που θα απορροφούσε εσωτερικούς κραδασμούς.
Ήδη η κρίση του 2008 απαντήθηκε με την ανάδειξη του Μπαράκ Ομπάμα, ήτοι με την αξιοποίηση των συμβολισμών και των φιλελεύθερων ευαισθησιών, ώστε “να αλλάξουν πολλά, προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε” κατά την έκφραση του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος της οκταετίας Ομπάμα η κατάσταση ήταν ήδη εκρηκτική και ότι η όποια προσπάθεια αλλαγής μπορούσε να προέλθει μόνο από τα δεξιά.
Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη του προεδρική θητεία ο Ντόναλντ Τραμπ επανακάμπτει (πράγμα καθαυτό ανήκουστο για τα αμερικανικά δεδομένα), “πλουσιότερος” κατά μία ποινική καταδίκη και δύο απόπειρες δολοφονίας. Πρόκειται ασφαλώς για δικό του κατόρθωμα, αλλά ακόμη περισσότερο για θεαματική αποτυχία των αντιπάλων του.
Ως το κατεξοχήν κόμμα της αυταρέσκειας οι Δημοκρατικοί θεώρησαν ότι μπορούσαν άκοπα να εξασφαλίσουν άλλη μία τετραετία (παρά την περιφρόνηση προς τους ψηφοφόρους που αποτύπωσε το σίριαλ της αντικατάστασης του Μπάιντεν από την Χάρις), χάρη στη δεδομένη στήριξη των μειονοτήτων, την γυναικεία ψήφο (λόγω του θέματος της άμβλωσης, που οι ίδιοι φρόντισαν να παραμένει ανοικτό), την επίκληση οικονομικών επιτευγμάτων που δεν γίνονταν αισθητά στο επίπεδο του μέσου νοικοκυριού, και κυρίως την “πολιτική του φόβου”, προβάλλοντας τον Τραμπ ως “απειλή για τη δημοκρατία”.
Ωστόσο, ο Νεοϋορκέζος μεγιστάνας κατάφερε να διεισδύσει και στη μειονοτική ψήφο, διαψεύδοντας την παραδεδομένη σοφία που θέλει το μέλλον των Ρεπουμπλικανών σκοτεινό λόγω των ευρύτερων δημογραφικών εξελίξεων, ήτοι της μετατροπής των ΗΠΑ μέχρι το 2040 σε χώρα χωρίς πλειοψηφούσα εθνοφυλεκτική ομάδα (majority minority country).
Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ διατηρούσε άρρηκτη τη σχέση με τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής του βάσης (με σαφή υπεροχή μεταξύ των λευκών ανδρών, των κατοίκων της υπαίθρου και κυρίως των ανθρώπων χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση), ενώ οι Δημοκρατικοί αναλώνονται εδώ και τουλάχιστον μία οκταετία στο να καταπολεμούν (και ταυτοχρόνως να εκβιάζουν στο όνομα του επαπειλούμενου “μεγαλύτερου κακού”) την αριστερή “ψυχή” των υποστηρικτών τους.
Αλλά ο ελιτισμός τους δεν μπορούσε παρά να εκδηλωθεί και πάλι (λ.χ. με την διαβόητη περί “σκουπιδιών” αποστροφή του Τζο Μπάιντεν, ανάλογη εκείνης της Χίλαρι Κλίντον το 2016 για τους “αξιοθρήνητους”) προς όσους προέτασσαν την δυσπραγία τους ή τα ερωτήματά τους για την εξωτερική πολιτική των διαρκών πολέμων (ζήτημα βασικής σημασίας για το 70% των ψηφοφόρων του Τραμπ κατά το Ινστιτούτο Pew) απέναντι στις ανησυχίες των μορφωμένων μεσοστρωμάτων για τη “δημοκρατία”.
Με μια εκλογική νίκη περισσότερο άνετη απ’ ό,τι μας προϊδέαζαν οι δημοσκόποι και τα μέσα ενημέρωσης και με φιλικές πλειοψηφίες τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία ο Ντόναλντ Τραμπ έρχεται τώρα αντιμέτωπος με την πρόκληση της υλοποίησης των μεγαλόστομων όσο και ασαφών υποσχέσεών του. Διαθέτει αυτή τη φορά το πλεονέκτημα της στήριξης από περισσότερες μερίδες της οικονομικής ελίτ (και μόνο το παράδειγμα των Μασκ και Μπέζος είναι χαρακτηριστικό), αλλά και της αποθάρρυνσης των μηχανισμών εκείνων που μπορούσαν το 2016 να τον αντιμετωπίζουν ως “παρένθεση”.
Τούτο δεν συνεπάγεται απεριόριστη ελευθερία κινήσεων και δυνατότητα για ριζικές ανατροπές – πόσω μάλλον που η στρατηγική του κατεύθυνση φαντάζει αυτοσχεδιαστική.
Μια “επανεκκίνηση” της αμερικανικής οικονομίας με βάση την οριζόντια θέσπιση δασμών στις εισαγωγές είναι αμφίβολη και πάντως δεν αντιμετωπίζει το δομικό πρόβλημα της υπερχρέωσης, του outsourcing και της υποχώρησης στον τομέα της καινοτομίας.
Είναι πιθανό, όπως το έχει υπαινιχθεί, ο Τραμπ να επιχειρήσει κάποιο συμβιβασμό στο πλαίσιο του οποίου το κλείσιμο εξωτερικών μετώπων θα αποτελέσει το αντίτιμο για την θωράκιση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού.
Από την άλλη, οι μεγάλοι ανταγωνιστές των ΗΠΑ, όπως η Κίνα και η Ρωσία, έχουν πια απεξαρτήσει τους σχεδιασμούς τους από το όνομα του ενοίκου του Λευκού Οίκου. Το ουκρανικό αδιέξοδο παραμένει, χωρίς να προσφέρεται για εύκολες συνταγές απεμπλοκής. Στη Μέση Ανατολή οι ηχηρές προτροπές του Τραμπ προς τον Νετανιάχου να “τελειώσει τη δουλειά” (μέχρι την επόμενη προεδρική ορκωμοσία, υπονοείται) δεν αναιρούν τα ήδη αποτυπωμένα όρια της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή και από ένα σημείο και μετά θα προσκρούσει στα αντι-επεμβατικά αντανακλαστικά του τραμπικού “λαού”.
Μόνη βεβαιότητα απομένει η αμηχανία της Ευρώπης: για αυτήν δεν προβλέπεται κάποια “ομαλή προσγείωση”, όπως ενδεχομένως την φαντάζεται ο Τραμπ.