Στην Ελλάδα της ολιγαρχίας, της εξάρτησης και της διαπλοκής, τα μόνα που πάνε καλά είναι οι πλειστηριασμοί και η φτώχεια!
Σε… κοπτήρια χρήματος εξελίσσονται οι εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα, με τις Big-4 (doValue, Intrum, Cepal και Quant) να διατηρούν υψηλά επίπεδα απόδοσης και κερδοφορίας, παρά τις αβεβαιότητες στο διεθνές περιβάλλον.
Με την επίμαχη αγορά να εισέρχεται σε μία περίοδο τεκτονικών αλλαγών, ως απόρροια και της υποχρεωτικής ενσωμάτωσης – το αργότερο έως τα τέλη του τρέχοντος έτους – της ευρωπαϊκής οδηγίας για τα NPLs, οι τέσσερις εταιρείες (από τις συνολικά 23 που έχουν αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος), οι οποίες διαχειρίζονται σήμερα χαρτοφυλάκια, ύψους πέριξ των 90 δισ. ευρώ, κατέγραψαν πέρυσι έσοδα πάνω από 600 εκατ. ευρώ.
doValue
Με υπό διαχείριση χαρτοφυλάκιο κατά την 31η Δεκεμβρίου 2022 μεγαλύτερο των 32 δισ. ευρώ, η doValue εμφάνισε πέρυσι έσοδα, ύψους 198 εκατ. ευρώ, έναντι 175 εκατ. ευρώ τον αμέσως προηγούμενο χρόνο (+13% σε ετήσια βάση), με την αύξηση να σχετίζεται κατά κύριο λόγο με την υλοποίηση νέων συμβάσεων διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως τα χαρτοφυλάκια Frontier Ι και Neptune. Τα καθαρά κέρδη προ φόρων της χρήσης ανήλθαν σε περίπου 80 εκατ. ευρώ έναντι κέρδους 71 εκατ. ευρώ το 2021, ενώ τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) διαμορφώθηκαν σε 118 εκατ. ευρώ από 106 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο χρόνο. Όσον αφορά στα ίδια κεφάλαια, αυτά στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου ανήλθαν σε 226 εκατ. ευρώ έναντι των 192 εκατ. ευρώ τον ίδιο μήνα του 2021.
Η διοίκηση της εταιρείας δε, «βλέπει» νέο κύμα «κόκκινων» δανείων τα επόμενα έτη, γεγονός που πυροδοτούν τα πρωτοφανή υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και επιτοκίων. «Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται και από τα υψηλά επίπεδα δανείων στο δεύτερο στάδιο (Stage 2) των ελληνικών τραπεζών», τονίζει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλει και το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες, παρά τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους σε μονοψήφια ποσοστά, συνεχίζουν να διατηρούν έκθεση σε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αφήνοντας περιθώρια για περαιτέρω πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων». Αξίζει να αναφερθεί πως η doValue διαχειρίζεται λογαριασμούς για παραπάνω από ένα εκατομμύριο δανειολήπτες (ιδιώτες, μικρομεσαίες, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις), έχοντας προβεί σε αναδιαρθρώσεις δανείων, ύψους 1,8 δισ. ευρώ, σε περίπου 34.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με το 65% αυτών να συμπεριλαμβάνουν άφεση χρέους. Παράλληλα, ενέταξε 10.400 δανειολήπτες στον νέο Πτωχευτικό Νόμο για δανειακές απαιτήσεις, ύψους 704 εκατ. ευρώ, ενώ, αναφορικά με το δανειακό χαρτοφυλάκιο της Eurobank, υλοποίησε επιτυχώς 45.000 εξατομικευμένες ρυθμίσεις δανεισμού, με αποτέλεσμα τη «θεραπεία» μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη μετατροπή τους σε ενήμερα, ύψους 300 εκατ. ευρώ.
Intrum
Στα 24,9 δισ. ευρώ ανερχόταν στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου το συνολικό χαρτοφυλάκιο δανείων που διαχειριζόταν η Intrum Hellas, αριθμός που αντιστοιχεί σε περίπου 700.000 δανειολήπτες.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για 24 χαρτοφυλάκια, με μεγαλύτερα εξ αυτών τα τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια Phoenix, Vega και Sunrise, συνολικής μεικτής λογιστικής αξίας 16 δισ. ευρώ, αλλά και τα χαρτοφυλάκια Piraeus SNF DAC και Τράπεζας Πειραιώς, συνολικής μεικτής λογιστικής αξίας περίπου πέντε δισ. ευρώ. Εντός του 2022, η εταιρεία διεύρυνε περαιτέρω τα κεφάλαια, με την ανάληψη διαχείρισης του χαρτοφυλακίου Earth, συνολικής μεικτής λογιστικής αξίας 1,8 δισ. ευρώ.
Ο κύκλος εργασιών της «άγγιξε» πέρυσι τα 232 εκατ. ευρώ έναντι 182 εκατ. ευρώ το 2021, με τη διοικητική ομάδα να επισημαίνει πως αυτός υποστηρίζεται από ένα σταθερά καλό επίπεδο εισπράξεων που αποτελούν και τη βασική της δραστηριότητα, ενώ η ανάπτυξη αποδίδεται στην αύξηση των αμοιβών διαχείρισης από τους πελάτες, σε συνδυασμό με την αύξηση των εισπράξεων των υπό διαχείριση δανείων. Τα κέρδη προ φόρων της Intrum διαμορφώθηκαν πέρυσι σε 111 εκατ. ευρώ (51 εκατ. ευρώ το 2021) και τα ίδια κεφάλαια ανήλθαν σε 435 εκατ. ευρώ από 392 εκατ. ευρώ τον αμέσως προηγούμενο χρόνο.
Cepal
Περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση, ύψους 26,4 δισ. ευρώ, διέθετε στα τέλη του 2022 η Cepal, η πλατφόρμα της οποίας εξυπηρετεί, τόσο τα εποπτευόμενα ιδρύματα, όσο και τους περισσότερους ενεργούς επενδυτές στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων τιτλοποιήσεων, ύψους 14 δισ. ευρώ, από εξασφαλισμένα και μη ανοίγματα.
Τα καθαρά λειτουργικά έσοδα της Cepal διαμορφώθηκαν πέρυσι σε 142,3 εκατ. ευρώ έναντι 162,2 εκατ. ευρώ το 2021, με το αποτέλεσμα προ φόρων να είναι κέρδος 34 εκατ. ευρώ από 56,6 εκατ. ευρώ τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Σύμφωνα με τη διοίκηση, η μείωση στα καθαρά λειτουργικά έσοδα οφείλεται κυρίως στη μείωση του τιμοκαταλόγου του χαρτοφυλακίου διαχείρισης της Alpha Bank, με βάση και τη σχετική σύμβαση. Το συνολικό αποτέλεσμα μετά από φόρους για το 2022 «άγγιξε» τα 25,5 εκατ. ευρώ, με το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας να διαμορφώνεται σε 218,7 εκατ. ευρώ έναντι 199,5 εκατ. ευρώ το 2021.
Επιδίωξη της διοίκησης είναι η περαιτέρω ανάπτυξη των δραστηριοτήτων, στοχεύοντας σε νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Υπενθυμίζεται πως η Cepal υπήρξε η πρώτη που ολοκλήρωσε δεύτερη συναλλαγή βάσει του σχεδίου «Ηρακλής» και η πρώτη που προχώρησε στην πώληση στην Optima Bank επαναεξυπηρετούμενων δανείων. Ο λόγος για το project Rebound, με εταιρικές δανειακές απαιτήσεις, συνολικής έκθεσης 23,6 εκατ. ευρώ, από τα χαρτοφυλάκια Galaxy IV Securitization DAC και Cosmos Securitisation Funding DAC S.A..
Qquant
Χαρτοφυλάκια, ύψους 7,5 δισ. ευρώ, διαχειρίζεται σήμερα η Qquant του Ομίλου Qualco, χωρίς να υπολογίζεται το project Pillar, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, που «πέρασε» στην ίδια στις 15 Μαίου, κατόπιν σχετικής απόφασης της Pimco.
Το 2022 η εταιρεία εμφάνισε έσοδα, ύψους 29,3 εκατ. ευρώ, έναντι 26,2 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος, με τα κέρδη προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων συνολικών αποσβέσεων (ΕΒΙΤDA) να διαμορφώνονται σε περίπου 2,1 εκατ. ευρώ έναντι 2,6 εκατ. ευρώ το 2021. Όπως τονίζεται στις οικονομικές καταστάσεις, η μείωση του EBITDA στην τρέχουσα χρήση οφείλεται: α) στo αυξημένο κόστος μισθοδοσίας σε σύγκριση με την προηγούμενη χρήση, συνέπεια και της επιπλέον στελέχωσης της εταιρείας, η οποία κρίθηκε ως αναγκαία, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αυξημένες ανάγκες για την διαχείριση χαρτοφυλακίων (εν αναμονή και της επικείμενης ανάληψης από την εταιρεία ενός σημαντικού χαρτοφυλακίου δανείων εντός του 2023) και β) στη μείωση του περιθωρίου κέρδους σε ορισμένες συμβάσεις διαχείρισης.