Ήδη από τον περασμένο Ιούλιο ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν υποστήριζε με αρκετή αυτοπεποίθηση ότι επίκειται επίσκεψη του Ρώσου ηγέτη Βλαντίμιρ Πούτιν στην Τουρκία τον Αύγουστο. Όμως ο Αύγουστος παρήλθε και η επίσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αντιθέτως, ήταν ο Ερντογάν αυτός που χρειάστηκε για άλλη μία φορά να σπεύσει τη Δευτέρα στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας, αγαπημένο θέρετρο του Πούτιν. Και μόνο από αυτό το μήνυμα του Κρεμλίνου ότι οι δύο ηγέτες δεν ομιλούν ως ισοϋψείς κατέστη σαφές.
Ήταν οπωσδήποτε παράτολμο από μέρους του Ερντογάν να προεξοφλεί ότι ο Ρώσος πρόεδρος θα εγκαταλείψει την έδρα του εν μέσω του απόηχου της υπόθεσης Wagner – αλλά ο έλεγχος που ο ίδιος ασκεί στο τουρκικό επικοινωνιακό τοπίο του επέτρεπε να προβάλει με ευκολία στο εγχώριο ακροατήριο άλλη μία “διπλωματική επιτυχία εν αναμονή”. Και ήταν ασφαλώς ηθελημένη η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις προοδεύουν αδιατάρακτα. Όμως η Μόσχα δεν λησμονεί – και δεν επείγεται να χαρίσει στον Ερντογάν επιτυχίες.
Η συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας είναι αναγκαία και στις δύο πλευρές, εξ ου και δεν προβλέπεται να διαρραγεί. Όμως η εμπιστοσύνη της ρωσικής πλευράς προς τον Ερντογάν έχει υποχωρήσει ραγδαία, μετά τα φιλοδυτικά ανοίγματα με τα οποία ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας εγκαινίασε τη νέα προεδρική του θητεία τον Ιούνιο. Το γεγονός ότι ενόψει της Ατλαντικής Συνόδου του Βίλνιους ο Τούρκος πρόεδρος τάχθηκε υπέρ της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ βάρυνε πολύ – και ακόμη περισσότερο η χειρονομία του να παραδώσει στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι πέντε ανώτατα στελέχη του Τάγματος Αζόφ τα οποία παρέμεναν στην Τουρκία, χωρίς δυνατότητα εξόδου, βάσει ρωσο-ουκρανικής συμφωνίας ανταλλαγής αιχμαλώτων που είχε συναφθεί με τουρκική διαμεσολάβηση.
Όμως ο Ερντογάν επιχειρεί κατά την προσφιλή του τακτική να “λυγίσει το ραβδί” και πάλι. Είναι άλλωστε ένας τρόπος αυτός για να ανεβάζει τις μετοχές του μεταξύ των δυτικών συμμάχων του, προβάλλοντας την ιδιαίτερη επιρροή που είναι σε θέση να ασκήσει στον Πούτιν.
Στην παρούσα φάση, ειδικότερα, ο Τούρκος πρόεδρος χρειαζόταν να αναβαθμίσει το διεθνές προφίλ του ενόψει της Συνόδου της G20 που ξεκινά στις 9 του μηνός στην Ινδία, αλλά και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών (υπό το βάρος και του καταδικαστικού ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας για τις ενέργειες της τουρκικής πλευράς στην Πύλα της Κύπρου).
Ιδεωδώς, ο Ερντογάν θα ήθελε να προσέλθει στο Νέο Δελχί έχοντας επιτύχει την αναβίωση της συμφωνίας για την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, από την οποία η ρωσική πλευρά αποχώρησε στις 17 Ιουλίου. Η διάσωση της συμφωνίας αυτής θα ήταν άλλωστε προϋπόθεση για να παραμείνει η Τουρκία στο παιχνίδι της διαμεσολάβησης για μια κατάπαυση του πυρός στο ουκρανικό μέτωπο, την οποία παρολίγον να επιτύχει έναν μήνα μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής, με τις συναντήσεις που διεξήχθησαν στην Αττάλεια και την Κωνσταντινούπολη. Σε μία φάση κατά την οποία πολλαπλασιάζονται οι αυτόκλητοι μεσολαβητές (πρβ. τις σχετικές πρωτοβουλίες της Κίνας και των αφρικανικών χωρών), όσο και αν η διπλωματική λύση δεν έχει προβάλει στον ορίζοντα, η Τουρκία επείγεται να κατοχυρώσει ρόλο.
Σε πιο άμεσο επίπεδο, η Άγκυρα δεν παύει να ενδιαφέρεται για τα πιθανά οικονομικά οφέλη από την αναβίωση της συμφωνίας για τα σιτηρά (και ευρύτερα από την οικονομική συνεργασία με την Ρωσία), ενώ σε περισσότερο στρατηγικό επίπεδο επικρατεί η μέριμνα για τη διατήρηση ισορροπιών στη Μαύρη Θάλασσα, την οποία η Μόσχα επιχειρεί να μετατρέψει σε “ρωσική λίμνη”. Το ότι στον απόηχο της αναστολής της συμφωνίας η ρωσική πλευρά προέβη σε επιθετική νηοψία σε τουρκικό εμπορικό πλοίο ήταν χαρακτηριστικό σημάδι.
Από αυτή την άποψη η αποστολή του Ερντογάν στο Σότσι δεν κατέληξε σε επιτυχία. Το μήνυμα που έλαβε από τον Πούτιν περιλάμβανε πολλά σκέλη: αφενός ο Ρώσος ηγέτης υποστήριξε ότι η Ουκρανία “αποτυγχάνει” στην πολεμική της προσπάθεια, αλλά και ότι απεργάζεται επιθέσεις με drones εναντίον των αγωγών Blue Stream και Turkish Stream που τροφοδοτούν την γείτονα με φυσικό αέριο.
Αφετέρου πρόβαλε την προοπτική αμοιβαία επωφελών έργων, είτε σε ό,τι αφορά την επέκταση του πυρηνικού σταθμού του Ακουγιού που θα εγκαινιάσει τη λειτουργία του το 2024 είτε σε σχέση με τον νέο κόμβο φυσικού αερίου που σχεδιάζουν οι δύο πλευρές. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη συμφωνία για τα ουκρανικά σιτηρά, ο Πούτιν εμφανίσθηκε αορίστως θετικός, τονίζοντας πάντως, όπως είχε καταστεί σαφές από προηγηθείσες δηλώσεις του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ότι η αναβίωσή της δεν είναι νοητή όσο δεν εκπληρώνονται οι όροι (ήτοι η μερική άρση των αντιρωσικών κυρώσεων της Δύσης) που αφορούν τις ρωσικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων.
Αντ’ αυτού, οι δύο ηγέτες έκαναν λόγο για ένα προσωρινό εναλλακτικό σχέδιο πώλησης ρωσικών σιτηρών στην Τουρκία (εξόδοις του Εμιράτου του Κατάρ), όπου αυτά θα μετατραπούν σε αλεύρι για να κατευθυνθεί αποκλειστικά σε αφρικανικές χώρες.
Με άλλα λόγια ο Πούτιν, ο οποίος επιμένει ότι η κατάσταση των τιμών στις διεθνείς αγορές δεν δικαιολογεί συναγερμό, εξασφαλίζει και έσοδα και καλή εικόνα προς τον Τρίτο Κόσμο, ενώ την ίδια στιγμή η ουκρανική αγροτική παραγωγή απειλείται με απαξίωση λόγω έλλειψης αποθηκευτικών χώρων. Ο δε Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να κάνει βήματα “κατανόησης” της ρωσικής θέσης, την ώρα που δεν μπορεί να επιτύχει απεμπλοκή στο ζήτημα της συμφωνίας των σιτηρών, εφόσον τον πραγματικό έλεγχο των εξελίξεων διαθέτουν οι δυτικοί σύμμαχοί του και όχι ο ίδιος.