Τους συνδέει το βλέμμα προς την Ανατολή, η επίδραση της φιλοσοφίας της στο ουμανιστικό λογοτεχνικό τους έργο
Μια πενταετία μικρότερος από τον Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957) και τον Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931). Εκείνος, όμως, ο Έρμαν Έσσε, (1877-1962) πήρε το Νόμπελ, τo 1946. Στην αιτιολογία της κορυφαίας λογοτεχνικής διάκρισης αναφέρεται ότι βραβεύτηκε «για τα εμπνευσμένα γραπτά του που με τόλμη και διεισδυτικότητα, καθώς και υψηλής ποιότητας ύφος, εξήραν τα ουμανιστικά ιδεώδη». Κάτι που ταιριάζει και στους τρεις δημιουργούς οφείλουμε να παραδεχτούμε, πέραν του προσωπικού αναγνωστικού γούστου.
Φέτος το καλοκαίρι, συμπληρώθηκαν 146 χρόνια από τη γέννηση του Έρμαν Έσσε και 61 από τον θάνατό του. Το εντυπωσιακό είναι ότι τα έργα του διαχρονικά μιλούν στην ψυχή του αναγνώστη με νέους τρόπους. Ιδίως, σε κομβικές ηλικίες της νεότητας πολλοί έχουν να διηγηθούν πώς ένα βιβλίο του -κάτι πολύ συνηθισμένο και για τον Καζαντζάκη και τον Χαλίλ Γκιμπράν- επέδρασε καταλυτικά στη ζωή τους και την άλλαξε. Τι άλλο να ζητήσει ένας συγγραφέας;
Τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και το βλέμμα στην Ανατολή
Νοερά τους συνέδεσε και τους τρεις τους ως αόρατο νήμα της λογοτεχνίας, το βλέμμα προς την Ανατολή, η επίδραση της φιλοσοφίας της στο έργο τους. Για τον Γκιμπράν (τον άνθρωπο από τον Λίβανο) είναι εύλογο γιατί, οι άλλοι δύο μέσω Γερμανίας και των ισχυρών δεσμών της με την Ανατολή σε ιστορικό επίπεδο, ήρθαν πιο κοντά στην ασιατική κουλτούρα και τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο σκέψης.
Άνθρωποι του καιρού τους, ανήσυχοι, προβληματισμένοι, με μεγάλο ταλέντο και προσωπική καλλιέργεια, τόσο μοναδικοί λογοτέχνες και οι τρεις τους που έζησαν και έδρασαν και σε άλλα μέρη του κόσμου ο καθένας τους, αλλά με έναν κοινό ουμανιστικό άξονα που διαπερνά το έργο τους.
Ο Γκιμπράν ξεκίνησε από τον Λίβανο, πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ξαναγύρισε στη Βηρυττό, ύστερα στο Παρίσι για να φύγει νωρίς από τη ζωή (το 1931) στη Νέα Υόρκη.
Ο Έρμαν Έσσε κυρίως στη Γερμανία και την Ελβετία, με πατέρα ιεραπόστολο που είχε φτάσει στις Ινδίες. Ο Νίκος Καζαντζάκης ξεκίνησε από την Ελλάδα, ταξίδεψε, έζησε στη Γερμανία και τη Γαλλία, πέρασε από τον Καύκασο, είδε την Άπω Ανατολή.
Η Μεγάλη Ύφεση, ο Μεσοπόλεμος, οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι
Αυτοί οι τρεις τους, τώρα που τους βλέπουμε από απόσταση, αντιπροσωπεύουν το ρεύμα με τις επιταγές της εποχής τους: την ανάγκη να είναι ο άνθρωπος στο επίκεντρο του κόσμου, όσο εύκολα ξοδευόταν στα πεδία των μαχών η ανυπολόγιστη ζωή του, με φόρο αίματος, εκατομμύρια νεκρούς. Και πώς αλλιώς…
Βγήκαν από τον 19ο αιώνα, τον ρομαντισμό και το εξέχον μυθιστόρημα στη λογοτεχνική δημιουργία, έζησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο – ο Γκιμπράν δεν πρόλαβε τον Δεύτερο, ερχόταν όμως από τον «Μεγάλο Ασθενή» της εποχής, την Οθωμανική Αυτοκρατορία που παρέπαιε κατακερματισμένη- αλλά και ο Έσσε και ο Καζαντζάκης έζησαν στο πετσί τους και τον Μεσοπόλεμο, την κρίση του 1929 με τη Μεγάλη Ύφεση, και φυσικά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με τις καταστροφικές του συνέπειες.
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, έχουμε κι έναν άλλο μεγάλο ουμανιστή, τον Αλβέρτο Σβάιτσερ (1875-1965) να μάχεται στο πεδίο, όπως λέμε σήμερα, για την ανθρώπινη ζωή, ως γιατρός και ιερασπόστολος κι αυτός βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης το 1952, ενσαρκώνοντας κι ο ίδιος το αίτημα για δράση υπέρ του ανθρώπου.
Η ανάγκη να διερευνηθεί η ανθρώπινη κατάσταση ενδεικτικά είτε με την «Ασκητική» του Καζαντζάκη είτε με τον «Λύκο της Στέπας» του Έρμαν Έσσε είτε με τον «Προφήτη» του Χαλίλ Γκιμπράν, κρατά το έργο τους συνολικά ζέον και πανανθρώπινο να αφήνει ισχυρό στίγμα και αποτύπωμα και στον σύγχρονο άνθρωπο.