Επενδυτική βαθμίδα: Η νέα μεγάλη ιδέα

Νίκου Γεωργακάκη* και Κατερίνας Χαιρέτη**

Πρόλογος

Την περίοδο αυτή, από τα αρμόδια υπουργεία, την κυβέρνηση γενικότερα,  αλλά και από τον τύπο, παρουσιάζεται σαν θέμα σημαντικής  προτεραιότητας ο στόχος να πετύχει η χώρα επενδυτική βαθμίδα.

Είναι βαρύνουσας σημασίας η δήλωση του Κεντρικού Τραπεζίτη μας, ότι είναι: «Εθνικός στόχος η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας». Επίσης, συχνά τονίζεται πως η επιστροφή σε επενδυτική βαθμίδα υψηλού αξιόχρεου είναι σημαντική, διότι από αυτό εξαρτάται κυρίως το ύψος των επιτοκίων που καθορίζονται από την αγορά, για τον δανεισμό της.

Με το στόχο αυτό, βεβαίως, δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς, ωστόσο  δεν μπορεί, επίσης, να μην παρατηρήσει την ιδιαίτερη προβολή του σήμερα. Να επισημάνουμε πως με τον στόχο έχουν άμεση σχέση οι οίκοι αξιολόγησης, γιατί από τη θετική η όχι αξιολόγησή τους  επηρεάζεται η επίτευξη του στόχου.

  • Να επισημανθεί επίσης, εδώ, η αρνητική εμπειρία σχετικά με το κύρος των οίκων αυτών, αφού θυμόμαστε, ότι την περίοδο 2007-2008,  παρά τη  θετική αξιολόγηση των οίκων που είχε προηγηθεί, δεν απετράπη το ξέσπασμα μιας τεράστιας κρίσης, της  κρίσης των ενυπόθηκων δανείων (subprime), που  απετέλεσε το προοίμιο για τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση που κορυφώθηκε δεκατρείς μήνες μετά και προκάλεσε απότομη οικονομική ύφεση. Θυμόμαστε πως οι οίκοι είχαν δώσει πολύ καλές βαθμολογίες στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που τελικά προκάλεσαν την κρίση.

 

Επίσης, να αναφέρουμε εδώ για τις αξιολογήσεις, ότι  στις 28.4.23, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου είναι 4,147% και η  Ελλάδα είναι εκτός επενδυτικής βαθμίδας, ενώ η απόδοση του ιταλικού είναι 4,173%, με την Ιταλία εντός επενδυτικής βαθμίδας (1).

Έτσι θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος, ότι δεν πρέπει να δίνεται   ιδιαίτερο βάρος στις αξιολογήσεις αυτές, Όμως οι χώρες και διεθνείς οργανισμοί λαμβάνουν σοβαρά τις αξιολογήσεις αυτές και επομένως δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Δεν μπορεί να αγνοηθεί ο ρόλος τους, όταν εξαρτάται από αυτές  αν η χώρα μας πάρει η όχι την περιβόητη «Επενδυτική Βαθμίδα».

 

Εδώ θεωρούμε χρήσιμο να προσεγγίσουμε και να εξετάσουμε ποιοι παράμετροι επηρεάζουν την αξιολόγηση των οίκων.

Άσχετα από το αν και ποια παιγνίδια παίζονται, μπορούμε να αναφέρουμε πως  τρεις παράμετροι αναμφίβολα επηρεάζουν είτε άμεσα είτε έμμεσα.

Οι παράμετροι  αυτοί είναι συγκεκριμένα:

  1. Η τραπεζική κρίση η οποία αναμφίβολα δεν έχει λήξει και αναμένεται να πυροδοτηθεί σε ένα ευρύτερο κύκλο από την δραστική συρρίκνωση της οικονομικής ανάπτυξης σε συνθήκες πληθωρισμού και ραγδαία αυξανόμενου κόστους αναχρηματοδότησης του χρέους
  2. Η καθ’ εαυτό οπισθοδρόμηση της οικονομικής δραστηριότητας διεθνώς, όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζεται στην τελευταία Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ. «Μεταξύ 2022 και 2030, η μέση αύξηση του παγκόσμιου δυνητικού ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 1/3 από τον ρυθμό που επικρατούσε την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα – σε 2,2% ετησίως» (2).
  3. Η ΕΚΤπου έχει διακόψει τις αγορές στήριξης των ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών και δεν διευκολύνει, όπως μετά τον Μάρτη του 2020, το ελληνικό χρέος.

 

Αυτοί οι παράμετροι είναι αδύνατο να μην συνυπολογιστούν γιατί σχετίζονται με την αντιμετώπιση του ελληνικού  χρέους και επομένως την λήψη της επενδυτικής βαθμίδας.

 

Προκειμένου, λοιπόν, οι οίκοι αξιολόγησης να δώσουν την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία, η οικονομία μας πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν ανακοινώσει:

  1. Διατήρηση του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης
  2. Δημοσιονομική προσαρμογή, μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος με στόχο την επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα
  3. Μείωση των κόκκινων δανείων, δηλαδή των μη εξυπηρετούμενων δανείων
  4. Προώθηση των μεταρρυθμίσεων και έξοδος από το καθεστώς της εποπτείας

 

Ο στόχος αυτός δεν είναι εύκολος αν υπολογίσει κανείς την ραγδαία επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα πρέπει να γίνει.

Όμως υπάρχουν και ενθαρρυντικά δεδομένα της Ελληνικής Οικονομίας που φαίνεται να δίνουν αισιόδοξη προοπτική.

-Η ελληνική οικονομία στα τέσσερα τρίμηνα του 2022 (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ Μαρτίου 2023), δείχνει πράγματι να έχει πάρει ανοδική πορεία, καθώς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν-καταμετρημένο σε σταθερές τιμές 2015-παρουσίασε αύξηση έναντι προηγουμένου έτους κατά 7,5%, 7,3%, 4,4% και 5,2%, αντίστοιχα (3). Σε ετήσια επίπεδα η αύξηση έφθασε το 6,1%(4)και είναι αισθητά χαμηλότερη εκείνης του 2021 που είχε φθάσει το 8,4% (5). Η εντυπωσιακή αύξηση του 2021, όμως, συμψήφιζε την μείωση κατά 9,0% του 2020(6), πρώτου έτους της πανδημίας. Επομένως, η αύξηση του 2022 μοιάζει να είναι δείγμα καλής οικονομικής πορείας, καθώς έχουμε αισθητά υψηλό ποσοστό αύξησης για δεύτερη συνεχή χρονιά.

  • Βεβαίως εδώ, για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητοι ενθουσιασμοί, πρέπει να τονιστεί, πως η σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, όπως και εκείνη του 2021, οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς αγορές που είχαν αναβληθεί, λόγω της πανδημίας, το 2020 πραγματοποιήθηκαν αργότερα, μέσα στο 2021 και στο 2022
  • Η αύξηση της κατανάλωσης συμβάδισε με περιορισμό της αποταμίευσης και συνακόλουθα της επενδυτικής δυνατότητας, καθώς τα νοικοκυριά προκειμένου να μπορέσουν να προβούν σε αγορές αγαθών και υπηρεσιών υποχρεώθηκαν να περιορίσουν τις αποταμιεύσεις τους, λόγω και της αύξησης των τιμών
  • Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερες οικονομικές γνώσεις για να καταλάβει, ότι η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στην αύξηση του ΑΕΠ, όσο υψηλή και αν είναι, δεν είναι δείγμα σταθερής και βιώσιμης ανάπτυξης μιας οικονομίας. Και τούτο γιατί: η ιδιωτική κατανάλωση συμπεριλαμβάνει πάσης φύσεως αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται τόσο στην χώρα, όσο και εκτός αυτής, επομένως, επιδεινώνει το εμπορικό ισοζύγιο μέσω εισαγωγών και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα εισοδήματα των καταναλωτών (εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης).

Πάντως βασικό κριτήριο για μας, για το αν έχει θετικές προοπτικές η οικονομία μας είναι το κριτήριο της παραγωγικής ανασυγκρότησης.

  • Αυτό προσδίδει χαρακτηριστικά σταθερής και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης στην πορεία της χώρας. Αν έχουμε ισχνή αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής δεν θα έχουμε  περιθώρια για αισιοδοξία και ενθουσιασμό.

 

Βεβαίως, πέρα από την καλή πλευρά της επενδυτικής βαθμίδας υφίσταται και αρνητική, η αθέατη πλευρά της ανάκτησης επενδυτικής βαθμίδας.

Τα οφέλη για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, θα συνοδεύει ένα νέο πακέτο υποχρεώσεων που θα ζητήσουν και οι αγορές, αλλά και οι εταίροι μας στην ΕΕ.

Σε πρώτη φάση, βέβαια, θα υπάρξουν οφέλη και για τον δημόσιο δανεισμό, αλλά και για τον ιδιωτικό. Ειδικότερα στον δημόσιο δανεισμό, το κέρδος στις αποδόσεις των ομολόγων θα είναι μικρό.

Το μεγάλο κέρδος θα προκύψει, όταν θα ανοίξει την πόρτα στα ελληνικά ομόλογα στα διαθέσιμα δισ. των πιο συντηρητικών – καλής ποιότητας – επενδυτών.

Στην πράξη τα ποσοστά των ασφαλιστικών ταμείων και των ασφαλιστικών εταιριών στις εκδόσεις ελληνικών ομολόγων θα αυξηθούν από το 6% που επιτρέπουν σήμερα τα τμήματα διαχείρισης κινδύνου στο 10% ή το 12%. Οι επενδυτές αυτής της κατηγορίας διαχειρίζονται τα ομόλογα ως αποταμίευση. Τα αγοράζουν, τα διακρατούν ως αποταμίευση μέχρι τη λήξη τους και εισπράττουν το ετήσιο κουπόνι.

Στην πραγματική οικονομία, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της οικονομίας θα αναβαθμίσει αυτόματα και τις εμπορικές τράπεζες. Αυτό, θα φέρει πιο φθηνό δανεισμό τους από την διατραπεζική αγορά. Επίσης, η ΕΚΤ θα κάνει και επισήμως δεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις για την παροχή δανείων προς τις τράπεζες. Το πιο σημαντικό είναι ότι η αναβάθμιση της οικονομίας θα μειώσει στο ελάχιστο την έκπτωση του 45% στην ονομαστική αξία τους που κάνει σήμερα η ΕΚΤ στην αποδοχή τους ως εγγυήσεις για νέα δάνεια. Η διευκόλυνση της χρηματοδότησης των τραπεζών θα κάνει πιο εύκολες τις νέες χορηγήσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

 

Όμως θα έχουμε και την “αθέατη”, την αρνητική πλευρά

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα φέρει νέες υποχρεώσεις για το ελληνικό δημόσιο, αφού πλέον η Ελλάδα θα κρίνεται δίπλα σε χώρες όπως το Βέλγιο ή η Ολλανδία.

Με την ανάκτηση της ελάχιστης επενδυτικής βαθμίδας, η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις για την επόμενη.

Όπως έχει αναφερθεί, είναι αναγκαία η διατήρηση θετικής ανάπτυξης με την ορθή και πλήρη αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και στη συνέχεια του ΕΣΠΑ 2021-2027.

Τη συνέχιση άσκησης συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, που με τη σειρά της σημαίνει περαιτέρω ταχεία μείωση του χρέους. Στην κατεύθυνση αυτή, ο Πρωθυπουργός έθεσε πρόσφατα ως στόχο τη μείωση του χρέους κάτω από το 140% του ΑΕΠ μέχρι και το 2027. Παράλληλα, θα πρέπει να αυξήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% του ΑΕΠ ώστε να είναι σε θέση να εγγυηθεί την ταχύτερη μείωση του χρόνου αποπληρωμής.

Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό στοιχείο θα είναι η περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων από το 8,5% του συνόλου που είναι σήμερα στο μέσο ευρωπαϊκό όρο που είναι στο 1,5-2% (επισημαίνεται, ότι στο τέλος του 2022 το ποσοστό των κόκκινων δανείων επί του συνόλου έφθασε στο 8,7%, έναντι 12,8% του τέλους του 2021)(7).

Το ίδιο σημαντικό είναι, ότι η νέα κυβέρνηση υποχρεούται να δεσμευτεί σε ένα νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα βοηθήσουν την οικονομία να μπορέσει να σταθεί ισότιμα δίπλα στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.

Το 2023 είναι ένα κρίσιμο έτος, αφού κατά τη διάρκειά του θα πραγματοποιηθούν οι  έλεγχοι των οίκων.

Με βάση τα δημοσιεύματα οι κρίσιμες ημερομηνίες ανά οίκο για την ελληνική αξιολόγηση  είναι οι παρακάτω:

  • Η Fitch, θα ασκήσει έλεγχο στις 27 Ιανουαρίου, στις 9 Ιουνίου και στις 1 Δεκεμβρίου
  • Η Standard and Poors, στις 21 Απριλίου και στις 20 Οκτωβρίου
  • Moody’s στις 17 Μαρτίου και στις 15 Σεπτεμβρίου
  • Τέλος, η DBRS, στις 10 Μαρτίου και στις 8 Σεπτεμβρίου.

 

Δύο ζητήματα πολύ μεγάλης  σημασίας είναι τα εξής:

Πρώτον, τι σημαίνει στην πράξη η επίτευξη του προαναφερόμενου στόχου, της απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, για τον Έλληνα πολίτη. Οι αγορές δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα σε μια χώρα που εξακολουθεί να έχει χρέος 355 δις. ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στο 170% του ΑΕΠ της) να κάνει παροχές προεκλογικού χαρακτήρα, ούτε να συνεχίζει πολιτικές που παράγουν ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς τα ελλείμματα παράγουν πρόσθετο χρέος. Άρα, οι αγορές περιμένουν, ότι θα τηρηθούν οι διάφορες δεσμεύσεις της χώρας.

Από το τέλος των μνημονίων η Ελλάδα έχει δεσμευτεί, ότι κάθε χρόνο θα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα για να καλύπτει τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους, κάτι που με τη σειρά του θα εξασφαλίζει τη συνεχιζόμενη πτώση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ, καθιστώντας το βιώσιμο και ασφαλές. Οι επενδυτές, που δανείζουν την Ελλάδα, θέλουν να είναι σίγουροι, ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Άρα, ως προς το τι πρέπει να γίνει, η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Να συνεχιστεί η παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων και η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

Θέλουν όπως αναφέρεται “καθαρό” πολιτικό διάδρομο και πολιτική ομαλότητα στη χώρα.

Για την ίδια τη χώρα η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου σημαίνει  φθηνότερο κόστος δανεισμού για όλους. Η Ελλάδα δανείζεται αυτή τη στιγμή με κόστος άνω του 4,0% στη 10ετία όπως προκύπτει από το 10ετές ομόλογο. Η Γερμανία από την άλλη πλευρά είναι στο 2,318% και η Γαλλία στο 2,892% (28/4/23). Ίσως να μην κατέβει το κόστος της Ελλάδας εκεί που είναι το αντίστοιχο των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης, αλλά θα κατέβει.

Στα θετικά της επίτευξης της  αναβάθμισης, σε investment grade βαθμίδα, όπως αναφέρεται στον τύπο, το πρώτο που θα συμβεί είναι ότι ο ΟΔΔΗΧ μπορεί άμεσα να αλλάξει και να επεκτείνει το δανειακό του πρόγραμμα από 7 μόλις δισ. ευρώ για το 2023σεπάνω από 10 – 12 δισ. ευρώ, εκμεταλλευόμενος την μείωση των αποδόσεων και των spreads, τόσο στα ομόλογα όσο και στα έντοκα γραμμάτια.

Σχόλιο: Μια  τέτοια κίνηση, μέσα στο 2023, θα πολλαπλασίαζε και θα διεύρυνε την δυνατότητα προαγοράς χρέους από το Διακρατικό Δάνειο (GLF) του πρώτου μνημονίου – κάτι που ήδη έχει αρχίσει με μικρότερες δόσεις – χωρίς να επηρεάσει παρά ελάχιστα, το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για τα επόμενα 5 – 6 χρόνια, ήτοι την χρονική περίοδο που η οικονομική δυσπραγία θα πιέζει οικονομία και τράπεζες.

Παράλληλα, η προεξόφληση του δανείου στις χώρες μέλη της Ευρωζώνης σε τόσο δύσκολες οικονομικές συνθήκες, θα μοιάζει ως μάνα εξ ουρανού για τους προϋπολογισμούς των χωρών των δανειστών, επηρεάζοντας έτσι ευνοϊκά την θέση της Αθήνας σε πολλά και κρίσιμα λόγω συγκυρίας μέτωπα ανοικτών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες…

Ένα δεύτερο σχόλιο. Μια αναδιάταξη του προγράμματος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, λόγω της ευνοϊκότερης θέσης των ελληνικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά μετά την αναβάθμιση, θα μπορούσε να στηριχθεί αφ’ ενός στην προσέλκυση ισχυρών συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών Ταμείων, τα οποία λόγω συγκυρίας αναζητούν με ακόμα μεγαλύτερη δυναμική τον συνδυασμό investment grade χρέους και επαρκείς αποδόσεις. Και αφετέρου θα διευρύνουν το περιθώριο της δημοσιονομικής πολιτικήςπου δεν θα χρειάζεται να δεσμεύει πόρους για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους…

Η διασφάλιση της εξυπηρέτησης του χρέους

Διασφάλιση μέσω  ενός δεύτερου «αόρατου» μαξιλαριού, παράλληλης ισχύος αλλά διαφορετικής φύσης με το γνωστό των 30 – 38 δισ. ευρώ».(8)

Αυτό το…ανομολόγητο «μαξιλάρι» αφορά στην διασφάλιση έναντι «παντός καιρού» της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους με ταυτόχρονη μείωσή του, -όσο αφορά στο κομμάτι των διακρατικών δανείων του GLF μέσω της συνέχισης της προεξόφλησής του. Η φύση του «μαξιλαριού» αυτού είναι διαφορετική από εκείνη του γνωστού (εν μέρη δανειακού) των 30 – 38 δισ. ευρώ. Κατ’ αρχήν, όσον αφορά την διάρκειά του αφορά τα επόμενα 2 συν 2 χρόνια και προβλέπει την συνέχιση της προεξόφλησης του διακρατικού δανείου των 52 δισ. ευρώ του πρώτου μνημονίου, του οποίου ήδη από το 2022 έχουν προπληρωθεί οι δόσεις του 2023, με ένα συνολικό ποσό 4 δισ. ευρώ μαζί με την προεξόφληση του υπολοίπου του δανείου του ΔΝΤ.

-Το ενδιαφέρον είναι πως η προεξόφληση αυτή θα συνεχιστεί τα 3 – 4 επόμενα χρόνια με κεφάλαια που δεν θα χρειαστεί να τα δανειστεί ο ΟΔΔΗΧ από τις αγορές στις οποίες ήδη τα επιτόκια είναι υπερδιπλάσια από το κόστος εξυπηρέτησης του GLF. Τα κεφάλαια αυτά όπως έχει προγραμματιστεί προκύπτουν από την με επιτυχία ενεργό διαχείριση του χρέους τα τελευταία 4 – 5 χρόνια με την χρήση σύνθετων παραγώγων που έχουν διασφαλίσει ένα «αποδοτικό» hedging επί των ανατροπών που στο μεταξύ έχουν συμβεί στις χρηματαγορές.

Οι εκλογές και τα… «μαξιλάρια»

Το αξιοσημείωτο στην δημιουργία του δεύτερου αυτού «μαξιλαριού» είναι ότι έρχεται να καλύψει την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και την διασφάλιση της μείωσής του (προεξοφλήσεις GLF).

Αρνητική συνθήκη το γεγονός πως η οικονομία βρίσκεται ενόψει εκλογών.

Η αβεβαιότητα των εκλογών δεν μπορεί να μην επηρεάσει την διαδικασία εξυπηρέτησης του χρέους. Επίσης το διεθνές περιβάλλον δείχνει, ότι ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων είναι αναπόφευκτος σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός έχει ήδη αρχίσει να εδραιώνεται, μεταβάλλοντας σταδιακά τις προσδοκίες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «δεύτερο μαξιλάρι» έρχεται σαν ένα επιπλέον ασφαλιστικό… συμβόλαιο για το δημόσιο χρέους σε ένα απρόβλεπτα επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον, που διασφαλίζει την διαδρομή προς την αναβάθμιση του χρέους παρά τις πολιτικές και οικονομικές αναταραχές που μεσολαβούν.

Επίλογος

Θα μπορούσαμε κλείνοντας να αναφέρουμε πως με την επίτευξη του στόχου αυτού ασφαλώς γίνονται βήματα που ωφελούν την οικονομία μας, ανοίγουν προοπτικές και εξηγούν εν μέρει γιατί η κυβέρνηση δίνει τέτοιο βάρος.

Όμως να προβάλλεται σαν πανάκεια, σαν τη σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα δεν ωφελεί σε τίποτε πέραν μιας επικοινωνιακής τακτικής- προπαγάνδας ενόψει και των εκλογών.

Επίσης, όπως αναπτύξαμε, ο δρόμος αυτός δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, δεν είναι εύκολος στόχος και επομένως λογικά δεν θα έπρεπε να υπερπροβάλλεται. Όμως αντιλαμβανόμαστε πως λόγω προεκλογικής περιόδου η κυβέρνηση θέλει να αποδείξει πως πετυχαίνει μεγάλους στόχους.

Η Αριστερά είναι αντίθετη σε τέτοιους τακτικισμούς και υποστηρίζει πως η όποια κυβέρνηση οφείλει να λειτουργεί με ρεαλισμό και με υπευθυνότητα. Αν πετυχαίνονται στόχοι και ο λαός δει χειροπιαστά αποτελέσματα θα επιβραβεύσει την δεδομένη κυβέρνηση. Ο τόπος έχει ανάγκη από σταθερά βήματα ΜΠΡΟΣ που θα φέρουν αποτελέσματα και .όχι από πυροτεχνήματα και εντυπωσιασμούς.

Μην ξεχνάμε, επίσης, πως ο λαός έχει χορτάσει από ΜΕΓΑΛΕΣΙΔΕΕΣ. Αυτό που χρειάζεται είναι η σταθερή πορεία μπροστά χωρίς πισωγυρίσματα όπως  αυτά της δεκαετίας των μνημονίων. Γι’ αυτό πρέπει να ηττηθεί σε μόνιμη βάση το νεοφιλελεύθερο δόγμα και να έρθουν στη διακυβέρνηση των χωρών της ΕΕ συνεπείς Αριστερές δυνάμεις.

=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-

1 https://gr.investing.com/rates-bonds/government-bond-spreads

2 https://www.insider.gr/oikonomia/271952/kinisi-kontra-sto-reyma-i-anabathmisi-toy-ellinikoy-hreoys-para-tis-triklopodies

3 https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SEL84/-, 09. Τριμηνιαίο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν – Εποχικά διορθωμένα στοιχεία, Αλυσωτοί δείκτες όγκου, % μεταβολή ως προς το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (1o Τρίμηνο 1995 – 4o Τρίμηνο 2022)

4 https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SEL84/-06. Τριμηνιαίο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν – Εποχικά διορθωμένα στοιχεία, Αλυσωτοί δείκτες όγκου έτους αναφοράς 2015 (1o Τρίμηνο 1995 – 4o Τρίμηνο 2022)

5,6 https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SEL84/-04. Τριμηνιαίο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν – Μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία, Αλυσωτοί δείκτες όγκου έτους αναφοράς 2015 (1o Τρίμηνο 1995 – 4o Τρίμηνο 2022)

7 https://www.bankofgreece.gr/Publications/ekthdkth2022.pdf

8 https://www.insider.gr/stiles/oikonografima/272469/ta-tria-mystika-piso-apo-tin-ependytiki-bathmida

 

*Μεταλλειολόγος Μηχανικός-Στατιστικός

** Συνταξιούχος Τράπεζας της Ελλάδος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας