Η οικογένεια της ΑΕΚ θρηνεί την απώλεια του μεγάλου Μίμη Παπαϊωάννου που έφυγε από τη ζωή σήμερα το πρωί (15/3) στα 81 του χρόνια. Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της ομάδας της Ένωσης, πέρασε στην αιωνιότητα, έχοντας παλέψει για χρόνια με σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά τελευταία και το Αλτσχάϊμερ.
Ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα, όπως αναδείχθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) το 2000, γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1942 στην Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας. Εκεί έπαιξε πρώτη φορά ποδόσφαιρο, πριν τον αποκτήσει η Βέροια το 1959.
Με το ποσό ρεκόρ, για την εποχή, των 175.000 δραχμών, η ΑΕΚ θα καταφέρει να τον αποκτήσει το 1962. Έμελλε να είναι μια από τις πιο σημαντικές μεταγραφές στην ιστορία της ΑΕΚ, την οποία υπηρέτησε μέχρι το 1979, κατακτώντας 5 Πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα.
Μαζί με τον Κώστα Νεστορίδη και τους άλλους μεγάλους άσους της εποχής οδήγησαν την «Ένωση» στην κατάκτηση του τίτλου το 1963. Μετά τον τίτλο του 1963, πρωταγωνίστησε στις κατακτήσεις των πρωταθλημάτων του 1968, του 1971, του 1978 και του 1979, στα Κύπελλα του 1964, του 1966 και του 1978, στην συμμετοχή στα προημιτελικά του Πρωταθλητριών το 1968-69 και στα ημιτελικά του ΟΥΕΦΑ το 1977. Σφράγισε μάλιστα την τελευταία πρόκριση, αυτή στα προημιτελικά με αντίπαλο την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, σκοράροντας με ασύλληπτη κεφαλιά (με τη γνωστή ικανότητά του να στέκεται στον αέρα) το τρίτο γκολ που οδήγησε την αναμέτρηση στην παράταση και στη συνέχεια στα πέναλτι, όπου προκρίθηκε η ΑΕΚ.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για την ΑΕΚ, με 289 γκολ σε 566 εμφανίσεις. Τα 236 σε 481 εμφανίσεις στην Α’ Εθνική που ήταν ρεκόρ για την εποχή το οποίο κατέρριψε ο Θωμάς Μαύρος 11 χρόνια αργότερα. Ήταν επίσης πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, το 1964 και το 1966. Μέχρι σήμερα κατέχει την έκτη θέση σε συμμετοχές και την τρίτη θέση στους σκόρερ στην Α΄ Εθνική. Στην Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε 61 φορές σημειώνοντας 21 γκολ, από το 1963 έως το 1978.
Ολοκλήρωσε την καριέρα του στις ΗΠΑ το 1980, όπου αγωνίστηκε για μια περίοδο στον Παγκύπριο Νέας Υόρκης ως παίκτης – προπονητής και κατάφερε να κατακτήσει το νταμπλ στο τοπικό πρωτάθλημα και κύπελλο.
Μετά το τέλος της αγωνιστικής του καριέρας επεδίωξε να εργαστεί ως προπονητής σε μερικές ομάδες, όπως στην Κέρκυρα, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Υπήρξε συνεργάτης του Αλκέτα Παναγούλια στον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας στο Μουντιάλ 1994 στις ΗΠΑ.
Αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο και μάλιστα η IFFHS τον αναγνώρισε το 2000 ως τον κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο τρίτος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την ΕΠΟ για το εορτασμό των 50 χρόνων της UEFA, ενώ και πάλι η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου στο 2021.
Η μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης που δεν έγινε ποτέ
Ένα φιλικό παιχνίδι κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης, στις 12 Μαΐου 1965 στη Νέα Φιλαδέλφεια, το οποίο έληξε ισόπαλο 3-3 με τον 23χρονο τότε άσο της ΑΕΚ να σημειώνει δύο γκολ, έκανε τους Μαδριλένους να ενδιαφερθούν σοβαρά για την απόκτησή του, προσφέροντας μάλιστα το ποσό των 4.000.000 δραχμών στην ΑΕΚ και άλλες 750.000 στον παίκτη. μια μεταγραφή όμως που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου, περιγράφει τα γεγονότα στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ραντεβού στον αέρα» την οποία επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος, Νίκος Κατσαρός.
«Την άλλη μέρα, να τα πάλι τα ‘ξύλινα’ γράμματα στις αθλητικές εφημερίδες: ‘3.000.000 δίνουν στην ΑΕΚ οι Ισπανοί για τον Παπαϊωάννου’, ’700.000 προσφέρει η Μαδρίτη στο σύγχρονο Έλληνα άσο’. Αλήθεια ήταν! Και τριετές συμβόλαιο και φαγητό και σπίτι. Όχι βέβαια ότι μου έδιναν βίλα, όπως γίνεται σήμερα με τους ξένους επαγγελματίες που έρχονται να αγωνιστούν στην Ελλάδα, αλλά θα ήταν ένα βήμα μπροστά. Σκέφτηκα: ’Μίμη, πρόκειται για την ευκαιρία της ζωής σου. Μπάλα δεν θέλεις να παίξεις; Ιδού η πρόκληση. Γίνε επαγγελματίας σε ηλικία 22 ετών και θα λύσεις το πρόβλημα της ζωής σου’.
Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι και η λαχτάρα μου, αν υπήρχε ‘μετρητής’ όπως στην πίεση και μου τη μετρούσαν, θα έσπαγε τα κοντέρ… Ήθελα πολύ να πάω στη Ρεάλ, με είχε ξεμυαλίσει η ιδέα να φορέσω τη φανέλα της σπουδαιότερης ευρωπαϊκής ομάδας, ωστόσο στην ΑΕΚ ήταν ανένδοτοι.
Σκέφτονταν ότι θα μπορούσα να γίνω για αρκετά χρόνια ο παίκτης-ηγέτης, πάνω στον οποίο θα στήριζαν τις φιλοδοξίες τους – και δεν τους κατακρίνω. Ταυτόχρονα, κάποιοι φοβούνταν να με δώσουν, γιατί αυτό θα ξεσήκωνε τις διαμαρτυρίες των φίλων της ΑΕΚ. Ο Δημήτρης Σεβαστάκης, που ήταν τότε ο γενικός αρχηγός, μου μίλησε απλά και σταράτα: “Ρε Παπαϊωάννου, αγόρι μου, δεν μπορούμε να σε δώσουμε, επειδή τότε θα πρέπει να φύγουμε από την Αθήνα να μην μας δείρουν οι οπαδοί. Και δεν μπορούμε να φύγουμε, γιατί οι δουλειές μας είναι εδώ, όπως και οι οικογένειές μας…’
{…} Δεν με έδιναν. Θύμωσα, κάποια στιγμή εκνευρίστηκα και, ίσως χωρίς να το καλοσκεφτώ, είπα στη διοίκηση της ΑΕΚ μια-δύο κουβέντες παραπάνω, αλλά δεν ήταν εκφοβισμός. Απλώς, ένιωθα αδικημένος με την απόφαση της ΑΕΚ να μου κλείσει την πόρτα στην ευρωπαϊκή προοπτική και εξέλιξη και στη δόξα και φυσικά στην πιθανότητα να κερδίσω περισσότερα χρήματα. Εύλογο ήταν».
Τελικά η ΑΕΚ δεν τον παραχώρησε. Για να τον πείσουν να μείνει απάντησαν θετικά στο αίτημά του για δάνειο 100.000 δραχμών για να κάνει μια δική του δουλειά. Ο καιρός περνούσε και τον Οκτώβριο δεν είχε πάρει δραχμή.
Με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλα στη Γερμανία
Όταν λοιπόν προέκυψε η κόντρα του με την ΑΕΚ για το θέμα της Ρεάλ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλα και ο Χρήστος Νικολόπουλος έφτιαχναν σχήμα, ώστε με συγκρότημα να πάνε στη Γερμανία για τουρνέ. «Αφού η ΑΕΚ δε σε θέλει, έλα μαζί μας» μου είπε ο Στέλιος και με επηρέασε, λέει στην αυτοβιογραφία του ο Μίμης Παπαϊωάννου, που αναχώρησε από την Ελλάδα για την περιοδεία στη Γερμανία στις 24 Οκτωβρίου 1965.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου συνεχίζει την εξιστόρηση. «Έτσι, ξεκίνησα πρόβες, μπήκα στο συγκρότημα. Ο Χρήστος ήταν ο «αυτουργός», ώστε να με πάρουν μαζί στην περιοδεία, η οποία κράτησε δύο μήνες. Τις πρώτες έξι εβδομάδες δίναμε συναυλίες για τους ομογενείς σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους και όχι σε λαϊκά μαγαζιά. Είπαν τότε κάποιοι ότι τραγουδούσα κάθε βράδυ σε μπουζουξίδικα. Λάθος. Ουσιαστικά κάναμε συναυλίες. Μια παράσταση την Παρασκευή, μία το Σάββατο και ακόμη μία το απόγευμα της Κυριακής. Ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα, αφού από τη μία έκανα το κέφι μου και από την άλλη γνώριζα κόσμο. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι δεν ξενυχτούσα. Ήμουν τυχερός στη ζωή μου, που υπήρξα φίλος του Στέλιου Καζαντζίδη. Όχι τόσο επειδή υπήρξε ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής που ανέδειξε ποτέ η Ελλάδα, όσο για το γεγονός ότι από αυτόν το μέγιστο βάρδο, έμαθα να μετράω την ψυχή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή».
Ο Μίμης Παπαϊωάννου επέστρεψε στην Ελλάδα, στις 16 Δεκεμβρίου 1965. Έκανε δύο προπονήσεις και έπαιξε κόντρα στον Παναθηναϊκό πετυχαίνοντας ένα γκολ στη νίκη της ΑΕΚ με 3-0.
«Ο Καζαντζίδης πίεσε τη διοίκηση και μου δώσανε 500.000 δρχ. για να επιστρέψω και επέστρεψα. Ήταν πολλά χρήματα για εκείνη την εποχή», είχε πει σχετικά ο Παπαϊωάννου.
Το ποδόσφαιρο λοιπόν, δεν ήταν η μοναδική του καριέρα καθώς καθώς εργάστηκε για μερικά χρόνια ως επαγγελματίας λαϊκός τραγουδιστής βιώνοντας μεγάλες στιγμές στις αθηναϊκές πίστες. Εκείνος τραγούδησε τον ύμνο της ΑΕΚ που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Τα 7 τραγούδια με τη φωνή του Μίμη Παπαϊωάννου που ηχογραφήθηκαν στην Polyphone την περίοδο 1971-1972 με τη συνεργασία του Χρήστου Νικολόπουλου και του Στέλιου Καζαντζίδη. Είναι τα κάτωθι:
Μεσ’ τη φωτιά μου (Στ. Καζαντζίδη – Γ. Βασιλόπουλου)
Α.Ε.Κ. (Στ. Καζαντζίδη – Χρ. Κολοκοτρώνη) ηχογράφηση 19 Ιουνίου 1971
Σαν πουλί κυνηγημένο (Στ. Καζαντζίδη – Γ. Βασιλόπουλου)
Έχω ελαττώματα (Χρ. Νικολόπουλου – Πυθαγόρα)
Σαν θεατρίνος (Στ. Καζαντζίδη – Ευάγ. Ατραϊδη)
Φτάνουν οι πίκρες (Στ. Καζαντζίδη – Ευάγ. Ατραϊδη)
Μάρτυρες οι πίκρες μου (Χρ. Νικολόπουλου – Γ. Βασιλόπουλου).