DW: «Εφιάλτης για την κυβέρνηση Σολτς η εκλογή του Ν.Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ»

440

Έναν πραγματικό εφιάλτη αποτελεί για το Βερολίνο και την καταρρέουσα κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς η εκλογή του Ν.Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ όπως αναφέρει στην ανάλυση της η γερμανική DW.

Η κυβέρνηση Σολτς πίστευε ή μάλλον ήθελε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε η Κάμαλα Χάρις και δεν είχε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο της νίκης του Ν.Τραμπ, αναφέρει ο Χένινγκ Χοφ, αναλυτής της Γερμανικής Εταιρίας για την Εξωτερική Πολιτική (DGAP).

«Ήταν λάθος να ποντάρει κανείς αποκλειστικά στους Δημοκρατικούς» λέει ο Χοφ στην Deutsche Welle.

«Ίσως ήταν λίγο μονόπλευρη η ιδιαίτερη σχέση που διατηρούσε ο καγκελάριος με τον πρόεδρο Μπάιντεν. Το ό,τι δεν καλλιεργήθηκαν επαφές με το ‘στρατόπεδο’ των Ρεπουμπλικάνων, ήταν μία παράλειψη που τώρα πληρώνεται».

Στη διεθνή ατζέντα οι τεράστιες διαφορές μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ αναμένεται να γίνουν αισθητές σε ό,τι αφορά τον πόλεμο της Ουκρανίας.

Αυτό είναι και το πιο κρίσιμο ερώτημα για τη γερμανική κυβέρνηση: Τι θα κάνει με την στήριξη της Ουκρανίας; Σήμερα ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του Κιέβου είναι οι ΗΠΑ, ενώ ακολουθεί η Γερμανία.

Ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει ότι θέλει να τερματίσει τον πόλεμο- και γρήγορα.

Αυτό σημαίνει ότι θα αναγκάσει την Ουκρανία να παραιτηθεί από ένα μεγάλο κομμάτι εδαφών της, που έχει καταλάβει η Ρωσία.

Όπως ανέφερε στην Deutsche Welle πριν τις εκλογές, ο ειδικός σε θέματα ασφάλειας Νίκο Λάνγκε, «δεν μπορούμε να λέμε ότι αν κερδίσει ο Τραμπ θα ξεπουλήσει την Ουκρανία. Άλλωστε είναι απρόβλεπτος, αυτό είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του».

Σε περίπτωση όμως που ο Τραμπ καταλήξει σε συμφωνία με τον Πούτιν για τερματισμό του πολέμου εις βάρος της Ουκρανίας, στο Βερολίνο μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη συμφωνία ως άλλοθι.

«Θα μπορούν να λέμε ότι ‘εμείς θέλαμε να κάνουμε περισσότερα, αλλά δεν γίνεται χωρίς τους Αμερικανούς’. Νομίζω ότι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος» επισημαίνει ο Λάνγκε.

Συν τοις άλλοις, η Γερμανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.

Κατά συνέπεια κάθε απόφαση που λαμβάνει η Ουάσιγκτον για την οικονομική πολιτική, έχει επιπτώσεις για τη Γερμανία.

Στον προεκλογικό αγώνα ο Ντόναλντ Τραμπ είχε εξαγγείλει δασμούς 60% στις εισαγωγές από την Κίνα και 20% για τις εισαγωγές από τον υπόλοιπο κόσμο.

Για τις γερμανικές εξαγωγές στις ΗΠΑ αυτό θα σήμαινε σημαντικές αυξήσεις, οι οποίες θα επιβάρυναν κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία και τη φαρμακευτική βιομηχανία.

«Θα ήταν μία πραγματική θηλειά στον λαιμό της εξαγωγικής μας βιομηχανίας» λέει ο αναλυτής Χένινγκ Χοφ.

Είναι ενδεικτικό ότι σε έρευνα που διενήργησε το Οικονομικό Ινστιτούτο IfO του Μονάχου, δύο εβδομάδες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, το 44% των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν εκφράζει φόβους για «αρνητικές επιπτώσεις» σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, ενώ μόλις το 5% διαβλέπει «θετικές συνέπειες» και το 51% εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει καμία σημαντική αλλαγή.

Παλαιότερη μελέτη του IfΟ προέβλεπε ότι μόνο η επιβολή των δασμών που έχει εξαγγείλει ο Τραμπ θα επιβάρυνε κατά 15% το κόστος των γερμανικών εξαγωγών στις ΗΠΑ.

Υπάρχουν όμως και περαιτέρω συνέπειες. «Δεν αποκλείεται άλλοι εμπορικοί εταίροι, όπως η Κίνα, να αντιδράσουν» λέει στην Deutsche Welle ο αναλυτής του IfO Αντρέας Μπάουρ. «Και αυτό θα ήταν ίσως η χειρότερη συνέπεια, καθώς θα προκαλούσε ένα σπιράλ κλιμάκωσης, πυροδοτώντας τελικά έναν εμπορικό πόλεμο σε παγκόσμιο επίπεδο».

Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν προβλήματα και με την απερχόμενη διακυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις. Όπως υπενθυμίζει ο Αντρέας Μπάουρ, ο Τζο Μπάιντεν έχει διατηρήσει- και μάλιστα, εν μέρει, αυξήσει- όλους τους δασμούς που είχε επιβάλει ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, σε εισαγωγές οχημάτων από την Κίνα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα αναφέρει τη Γερμανία ως «αρνητικό παράδειγμα» για την άσκηση πολιτικής. Αυτό ισχύει και για την ενεργειακή πολιτική του Βερολίνου που επενδύει κυρίως σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

«Κήρυκα μίσους» είχε αποκαλέσει το 2016 τον Τραμπ ο σημερινός πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν υπουργός Εξωτερικών.

«Φοβάμαι ότι θα επαναληφθούν πολλά από αυτά που είδαμε στην πρώτη θητεία Τραμπ, η αντιπάθεια προς τη Γερμανία δεν έχει ξεχαστεί» τονίζει ο πολιτικός αναλυτής Χένινγκ Χοφ.

Αυτή την στιγμή όμως η κυβέρνηση Σολτς αντιμετωπίζει πρόβλημα βιωσιμότητας το οποίο εν μέρει έχει σχέση με την εκλογή Τραμπ.

Ολοταχώς για διάλυση βαδίζει ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία, μετά την συνάντηση που είχαν οι ηγέτες των τριών κομμάτων (που τον αποτελούν) απόψε (06/11) το βράδυ στην Καγκελαρία.

Την ανακοίνωση έκανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Steffen Hebestreit ενώ λίγο αργότερα έγινε γνωστό ότι θα ζητηθεί ψήφος εμπιστοσύνης στις 15 Ιανουαρίου.

«Αυτό θα επιτρέψει στους βουλευτές να αποφασίσουν αν θέλουν να ανοίξουν το δρόμο για πρόωρες εκλογές», είπε με τις κάλπες να είναι εξαιρετικά πιθανό να στήνονται μέχρι το τέλος Μαρτίου.

Στις εβδομάδες που μεσολαβούν, μέχρι τα Χριστούγεννα, ο Σολτς θέλει να θέσει σε ψηφοφορία όλους τους νόμους που δεν επιδέχονται αναβολή. Σύμφωνα με τον καγκελάριο της Γερμανίας, αυτό περιλαμβάνει ένα νομοσχέδιο για τις συντάξεις και άμεσα μέτρα για τη βιομηχανία.

Ο επικεφαλής του FDP, και υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, φέρεται να πρότεινε στον Σολτς νέες εκλογές στις αρχές του 2025 με τον καγκελάριο να παίρνει την απόφαση να τον θέσει εκτός κυβέρνησης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κρίστιαν Λίντνερ, επέλεξε τώρα να διαφοροποιηθεί από τον Ο.Σολτς.

Ο Κρίστιαν Λίντνερ ιδεολογικά και πολιτικά από τη στιγμή που είναι εκ φιλελεύθερος βρίσκεται πιο κοντά στον Ν.Τραμπ.

Γνωρίζει ότι η κυβέρνηση Σολτς έχει ημερομηνία λήξης καθώς η Γερμανία κυριολεκτικά κατέρρευσε από τις πολιτικές της και θέλει να δηλώσει παρών στην επόμενη μέρα σε έναν κόσμο όπου θα κυριαρχεί πλέον η πολιτική Τραμπ.

Για να το κάνει αυτό θα πρέπει να έχει αρκετή εκλογική δύναμη για να παίξει ρόλο στις αυριανές εξελίξεις.

Αυτό δεν μπορεί να συμβεί όσο ταυτίζεται με την κυβέρνηση Σολτς.

Σύμφωνα με τα γερμανικά μέσα, τις τελευταίες ημέρες, οι Γερμανοί παρακολουθούσαν τον Λίντνερ και τον Σολτς να πραγματοποιούν εκ διαμέτρου αντίθετες συναντήσεις για να συζητήσουν τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, επιβεβαιώνοντας τη χαώδη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στις απόψεις τους.

Σύμφωνα μάλιστα με την Bild, ο Όλαφ Σολτς «πρόλαβε» τον αρχηγό του FDP, ο οποίος είχε σχεδιάσει να εγκαταλείψει απόψε την κυβερνητική επιτροπή που συνεδριάζει στην καγκελαρία, να τερματίσει αύριο τη συμφωνία συνασπισμού με το SPD και τους Πράσινους και κατόπιν να αποσύρει τους υπουργούς του. «Όλα ήταν προετοιμασμένα», αναφέρει η εφημερίδα.

Το πρωί είχε συγκληθεί το υπουργικό συμβούλιο, ενώ το Βερολίνο «έβραζε» από φήμες και εκτιμήσεις για το μέλλον του συνασπισμού. Το απόγευμα, στη συνάντηση των τριών αρχηγών (Σολτς, Χάμπεκ και Λίντνερ), φάνηκε ότι οδηγούμαστε προ αδιεξόδου.

Τη διαμάχη εντός του συνασπισμού τροφοδότησε κείμενο θέσεων του Λίντνερ, στο οποίο διατύπωνε απαιτήσεις για λήψη μέτρων με στόχο την «οικονομική ανάκαμψη» και την σχεδόν εκ βάθρων αναθεώρηση της οικονομικής στρατηγικής της κυβέρνησης.

Μεταξύ άλλων απαιτούσε την άμεση αναστολή της πολιτικής για το κλίμα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι από την αποδοχή των προτάσεών του εξαρτάται και η παραμονή του FDP στην κυβέρνηση.

Πολλά από αυτά που περιείχε το κείμενο θεωρήθηκαν εντελώς απαράδεκτα για τους εταίρους του συνασπισμού και απορρίφθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το SPD και τους Πράσινους.

Αν όμως κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά τις απαιτήσεις του Κρίστιαν Λίντνερ ειδικά σε ό,τι αφορά τις πολιτικές για το κλίμα, θα δει ότι αυτές ταυτίζονται ολοκληρωτικά με του Ν.Τραμπ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας