Συνεχείς αυξήσεις των ορίων ηλικίας και μειώσεις στα ποσά που θα λαμβάνουν οι συνταξιούχοι
Οχι ότι δεν το ξέραμε, αλλά πλέον πλησιάζει: ο λόγος για την περαιτέρω αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά ενάμιση χρόνο, στα 63,5 χρόνια από 62 που είναι σήμερα για πλήρη σύνταξη με 40 χρόνια ασφάλισης και στα 68,5 χρόνια για τη λήψη σύνταξης λόγω γήρατος με 15 χρόνια ασφάλισης, η οποία κατά τα φαινόμενα θα αποφασιστεί το 2027 και θα εφαρμοστεί ίσως από την επόμενη χρονιά, το 2028.
Τα κακά νέα προκύπτουν από την αναλογιστική μελέτη για το έτος 2024 που συνέταξε και απέστειλε η Εθνική Αναλογιστική Αρχή στον ευρωπαϊκό φορέα Ageiing Working Group (AWG), ο οποίος παρακολουθεί τα συνταξιοδοτικά συστήματα όλων των ευρωπαϊκών κρατών και ανάλογα με τις δημογραφικές εξελίξεις προτείνει στις κυβερνήσεις αλλαγές στις συντάξεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας ωστόσο δεν απαιτούνται επαναστατικές αλλαγές, γιατί όλα όσα χρειάζονται για να παραμείνει βιώσιμο το ασφαλιστικό έχουν νομοθετηθεί επί μνημονίων, οπότε οι κυβερνήσεις απλώς θα τα εφαρμόσουν.
Προέβλεψαν τα… μνημόνια
Από τα πρώτα χρόνια των μνημονίων λοιπόν στην Ελλάδα έχει προβλεφθεί βάσει του ν. 3863/2011 μηχανισμός που συνδέει την ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής και υπάρχει πρόβλεψη ότι από το έτος 2021 και μετά η ηλικία συνταξιοδότησης θα αυξάνεται ανάλογα με το προσδόκιμο κάθε τρία χρόνια. Βάσει του νόμου αυτού η πρώτη αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης επρόκειτο να γίνει το διάστημα 2024-27, αλλά ο μεγάλος αριθμός των νεκρών της πανδημίας Covid των ετών 2020-21 εξανέμισε τα κέρδη στο προσδόκιμο ζωής τής αμέσως προηγούμενης περιόδου και ο νόμος φέτος δεν εφαρμόζεται.
Σύμφωνα ωστόσο με όσα αναφέρονται στην έκθεση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής για το 2024, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, δεν θα γλιτώσουμε τις αυξήσεις του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης κατά την περίοδο 2027-30, καθώς για τότε προβλέπεται αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 χρόνια που είναι σήμερα για πλήρη σύνταξη με 40 χρόνια ασφάλισης στα 63,5 χρόνια και σταδιακά, ανά δεκαετία, νέες αυξήσεις του ορίου ηλικίας κατά ένα χρόνο κάθε φορά, ως τη συμπλήρωση των 67,5 χρόνων μέχρι το 2070. Αντίστοιχα προβλέπεται αύξηση του ορίου ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης με περισσότερα από 15 χρόνια ασφάλισης, στα 63,5 χρόνια το 2027 και σταδιακά κατά ένα έτος ανά δεκαετία ως τη συμπλήρωση των 67,5 χρόνων το 2070, αλλά και αύξηση του ορίου ηλικίας για λήψη πλήρους σύνταξης με περισσότερα από 15 χρόνια ασφάλισης από το 67ο έτος που είναι σήμερα στα 68,5 χρόνια το 2027 και στη συνέχεια κατά ένα έτος ανά δεκαετία, ως τη συμπλήρωση των 72,5 χρόνων το 2070.
Η βασική συνθήκη στην οποία στηρίζονται οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις είναι οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών αρχών για τις δημογραφικές εξελίξεις των προσεχών δεκαετιών στην Ελλάδα, που λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία της απογραφής του 2021, δηλαδή τη δημογραφική καθίζηση της χώρας, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα να παραμείνει βιώσιμο το ασφαλιστικό στο πλαίσιο των δημοσιονομικών περιορισμών της χώρας, να δίνονται δηλαδή οι συντάξεις χωρίς να αυξηθεί περαιτέρω το δημόσιο χρέος.
Τα νούμερα της μελέτης
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν η μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής αναφέρει:
- Ο πληθυσμός της Ελλάδας από 10,43 εκατ. το 2022 θα μειωθεί σε 10 εκατ. το 2030, 9,47 εκατ. το 2040, 8,93 εκατ. το 2050, 8,31 εκατ. το 2060 και 7,77 εκατ. το 2070.
- Ο λόγος εξάρτησης των άνω των 65 χρόνων σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό των ηλικιών 20-64 θα βαίνει αυξανόμενος από 39 το 2022 σε 46 το 2030, 60,6 το 2040, 74,4 το 2050 αλλά στη συνέχεια θα αρχίσει να μειώνεται (επειδή θα έχουν μειωθεί και οι ηλικιωμένοι) σε 72,1 το 2060 και 66 το 2070.
- Το προσδόκιμο ζωής για τους άντρες στα 65 –αποτελεί τον κύριο συντελεστή βάσει του οποίου θα γίνουν οι αυξήσεις στο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης– θα πάει από τα 18,7 χρόνια το 2022 σε 23,9 χρόνια ως το 2070 και για τις γυναίκες από 21,7 σε 26,7 χρόνια.
Δεν θα υπάρξει αντιστροφή μετανάστευσης: όμως η καθαρή μετανάστευση επί του πληθυσμού θα περιοριστεί από 0,2% το 2022 σε 0% το 2030, 0,1% το 2040 και το 2050 και 0,2% από το 2060 και εξής.
Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό θα αυξηθεί για τους εργαζόμενους ηλικίας 20-64 ετών από το 75,4% το 2022 σε 79,9% ως το 2070 και για τους εργαζόμενους ηλικίας 20-74 ετών από το 64,7% το 2022 σε 69,7% ως το 2070. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας δηλαδή θα εργάζονται, καθώς προβλέπεται η αύξηση της απασχόλησης για τους εργαζόμενους ηλικίας 55-64 ετών από το 57,4% το 2022 σε 78,2% το 2070 και για τους εργαζόμενους ηλικίας 65-74 ετών από το 8,6% το 2022 σε 23,3% το 2070.
Η μέση περίοδος πληρωμής εισφορών προβλέπεται επίσης ότι θα αυξάνεται και ότι από 31,9 χρόνια σήμερα θα φτάσει τα 38,4 χρόνια ως το 2070.
Η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης, που το 2022 ήταν στα 63,8 χρόνια για τους άντρες και στα 64,1 για τις γυναίκες, με τις αλλαγές στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που θα αρχίσουν να επέρχονται από το 2027 θα αυξηθεί στα 65,5 ως το 2030, τα 66,4 ως το 2040, τα 66,6 ως το 2050, τα 66,9 ως το 2060 και τα 67,9 ως το 2070.
Η συνολική δαπάνη για κύριες συντάξεις προβλέπεται να μειωθεί από 12,6% του ΑΕΠ το 2022 σε 11% το 2030, 11,9% το 2050 και 10,7% ως το 2070. Η ακαθάριστη δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη, που το 2022 ανήλθε στο 14,5% του ΑΕΠ, θα περιοριστεί σταδιακά κατά 2,5% ως το 12% το 2070, διασφαλίζοντας έτσι τη λεγόμενη «βιωσιμότητα του ασφαλιστικού».
Η βιωσιμότητα αυτή, ωστόσο, δεδομένου ότι ο αριθμός των συνταξιούχων σε σχέση με τους οικονομικά ενεργούς και τους εργαζόμενους θα αυξάνεται, θα απαιτήσει για τη διασφάλισή της εκτός της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και τη μείωση του συνολικού ποσοστού αναπλήρωσης του μισθού από τη σύνταξη, που σταδιακά περιορίζεται από το 76% που ήταν το 2022 σε 65% ως το 2040 και 53% ως το 2070.
Οι νέοι φεύγουν και το δημογραφικό «φουντώνει»
Το μοντέλο ανάπτυξης της κυβέρνησης Μητσοτάκη αναγκάζει τους πολίτες να δουλεύουν ως τα βαθιά γεράματα
Με την καραμέλα περί «επιτυχούς οικονομικής διακυβέρνησης» η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει κατά τις δημοσκοπήσεις να πείθει μεγάλο μέρος των πολιτών ότι κάτι γίνεται καλά στη χώρα, ωστόσο η έκθεση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής προδιαγράφει για το άμεσο και μεσοπρόθεσμο μέλλον μια εικόνα το λιγότερο αποκαρδιωτική.
Για το σκοτεινό αυτό μέλλον φταίει πρωτίστως το ιστορικό ατύχημα της εθνικής χρεοκοπίας του 2010-12, ωστόσο για ό,τι συμβαίνει από το 2019 και εξής, μετά την έξοδο της χώρας από τη στενή ξένη κηδεμονία, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις, εν προκειμένω οι επιλογές Μητσοτάκη για εθνική στροφή σε ένα τριτοκοσμικό μοντέλο φτηνής ανάπτυξης με άξονα την οικοδομή, το real estate και τον τουρισμό, που βασίζεται στη φτηνή εργασία και στους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις.
Το μοντέλο αυτό σημαίνει χαμηλούς, μη ελκυστικούς μισθούς και για τον λόγο αυτό συνεχίζει να τροφοδοτεί τη φυγή των νέων με καλές σπουδές στο εξωτερικό, καθώς συνδυάστηκε μάλιστα με εχθρικές για τους μετανάστες πολιτικές και οδήγησε στη φυγή πολλών ξένων. Ο κόσμος που άρχισε να φεύγει από τα χρόνια των μνημονίων και φεύγει ακόμη ανήκει όμως στις παραγωγικές ηλικίες που εργάζονται και δημιουργούν οικογένειες. Το αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης φυγής είναι ο προϊών δημογραφικός μαρασμός της Ελλάδας – έχει αρχίσει, προχωρά και σε μερικά χρόνια θα προσλάβει τις διαστάσεις του δημογραφικού μαρασμού που έλαβε χώρα στις περισσότερες χώρες των Βαλκανίων όταν υπέστησαν το σοκ της μετάβασης από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στην ανεξέλεγκτη αγορά.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, λέει η μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, για να παραμείνει βιώσιμο το ασφαλιστικό, να πληρώνονται δηλαδή οι συντάξεις, πρέπει οι πολίτες της Ελλάδας να δουλεύουν ως τα βαθιά γεράματα, να πληρώνουν περισσότερα χρόνια εισφορές και να παίρνουν και λιγότερα λεφτά.
Η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 72 έτη βεβαίως θα αργήσει κάποιες δεκαετίες, ωστόσο το 2027 θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα η χρονιά κατά την οποία θα νομοθετηθεί η πρώτη αύξηση του ορίου ηλικίας για τη σύνταξη κατά ενάμισι έτος. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από το γεγονός ότι ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Παναγιώτης Τσακλόγλου μέχρι εκείνη τη χρονιά εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης (όχι όμως μετά), αλλά και από το ότι η μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής τοποθετεί το 2030 τη μέση πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης στα 65,5 έτη – δηλαδή σε ενάμιση ως δύο χρόνια παραπάνω απ’ ό,τι ήταν το 2022.
Μέσω της αύξησης του ορίου ηλικίας θα αυξηθεί επίσης ο χρόνος καταβολής εισφορών, ώστε η σημερινή και η επόμενη γενιά εργαζομένων να πληρώσουν εισφορές για περισσότερα χρόνια, αν και μέσω της σταδιακής μείωσης του ποσοστού αναπλήρωσης θα λάβουν μικρότερες συντάξεις.
Και κάπως έτσι οι συντάξεις, που από χρόνια μειώνονται, θα συνεχίσουν να μειώνονται, πέφτοντας ακόμη και κάτω από τα ελάχιστα επίπεδα αξιοπρεπούς διαβίωσης, επειδή αυτό προβλέφθηκε από το σύστημα υπολογισμού των κύριων και επικουρικών συντάξεων βάσει του νόμου Κατρούγκαλου αλλά και επειδή η αγορά εργασίας είναι ζούγκλα. Οπότε έχουμε όλο και περισσότερους εργαζόμενους με χαμηλούς μισθούς είτε επειδή έχασαν τριετίες είτε επειδή δουλεύουν με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση για μισθούς της τάξης των 400 ευρώ, που όλοι τους θα καταλήξουν να πάρουν σύνταξη τα επόμενα χρόνια με χαμηλό συντάξιμο μισθό. Οπως αντίστοιχα, επειδή η κατάσταση στην αγορά είναι ασφυκτική, έχουμε όλο και περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες που χρωστούν στο ταμείο τους και δεν είναι σίγουρο αν θα καταφέρουν ποτέ να συνταξιοδοτηθούν. Και το χειρότερο: ενδεχομένως οι δημόσιοι υπάλληλοι ή τουλάχιστον ορισμένες κατηγορίες τους να είναι σε θέση να παραμείνουν στη δουλειά τους ως τα βαθιά γεράματα, ωστόσο υπάρχει ποτέ περίπτωση να επιλέγονται από εργοδότες του ιδιωτικού τομέα εργαζόμενοι άνω των 60 και των 65 χρόνων; Τι θα κάνουν αυτοί όταν δεν θα βρίσκουν εργασία;