Ξυπνάτε πρωί-πρωί (έτσι για αλλαγή). Βγαίνετε στο δρόμο ανάμεσα στους αδέσποτους αγουροξυπνημένους σκύλους και τις νωχελικές τσουρομαδημένες γάτες. Φαντάζεσθε ότι έχει καταχνιά και ότι κάνει κρύο του θανατά. Αρχίζετε
Την επόμενη βδομάδα παρατάσσετε τα σκουπίδια σας στη βεράντα ενός φίλου, για να μη βρομίσετε τη δική σας, τα παρατηρείτε και συλλογίζεσθε. Αναστοχάζεσθε. Διαλογίζεσθε. Νιώθετε το αφήγημα να σας έρχεται. Επιθεωρείτε
ποια από τα ευρήματά σας έχουν εύρημα. Πέντε-έξι ρετάλια από ρούχα. Παραπέμπουν στην κουρελού που έστρωναν οι ρεμπέτες στις σπηλιές του Πειραιά για να φουμάρουν την απονιά της κοινωνίας. Τρία σκουριασμένα κονσερβοκούτια, πέντε σπασμένες λάμπες, μια ξεχαρβαλωμένη κοριτσίστικη κούκλα, τρεις τσαλακωμένες παιδικές ζωγραφιές – δεν χρειάζονται προσομοιώσεις, οι συμβολισμοί είναι προφανείς. Δακρύζετε,
αλλά πειθαρχείτε στις υπαγορεύσεις της τέχνης. Μια σωλήνα, ένα παλιό καπέλο, δυο λεμονόκουπες, ένα μισοφαγωμένο γιαουρτάκι – αρχίζετε να πλάθετε το υλικό, του δίνετε μορφή δρόμου στην εξοχή, φτύνετε δυο-τρεις φορές παραδίπλα για να ορίσετε αμέσως μετά το περίγραμμα μιας λίμνης – που στις όχθες της φιδογυρίζει ο δρόμος, αλλά σταματάτε. Το
έργο που πάτε να φτιάξετε είναι πολύ απεικονιστικό, μάλλον μπανάλ. Ξεκινάμε απ’ την αρχή – η τέχνη απαιτεί δημιουργική βάσανο, δεν προκύπτει με ευκολίες η συγκίνηση. Τώρα κινείσθε με λιγότερο άγχος, αφήνεσθε
σε αρχετυπικούς ατραπούς, πριν από την επίγνωση του καλού και του κακού, βυθίζεσθε στο υποσυνείδητο του αρχικού υλικού – στη βλάχα, φέρ’ ειπείν, που απεικονίζεται στα τενεκεδάκια του φερώνυμου εβαπορέ, και επιτέλους το όραμά σας παίρνει
σάρκα και οστά – τρόπος του λέγειν, δηλαδή, ούτε σάρκα ούτε οστά βρήκατε ανάμεσα στα σκουπίδια. (Πιθανόν τίποτα ψόφιες γάτες να είχε προλάβει να τις μαζέψει ο Γιαν Φαμπρ, ή τίποτε πτώματα να είχαν προλάβει να τα μαζέψουν για την Εκθεση «Νεκρά Φλάουτα» που επισκέφθηκε την Αθήνα προ δεκαετίας – και τώρα εκτίθεται στην Τέιτ με τίτλο «Η Γκερνίκα των Βολβών»). Ομως φλυαρώ, εσείς στο μεταξύ έχετε δώσει στο έργο σας
σχήμα ανθρώπινου σώματος. Σε ύπτια θέση, τέζα. Το πασπαλίζετε με κάμποσο αλεύρι, του ρίχνετε δυο φλιτζάνια βούτυρο και το αφήνετε να ψηθεί σε σιγανή φωτιά για είκοσι λεπτά – στη διάρκεια των οποίων κάθεσθε πάνω σε αναμμένα κάρβουνα περιμένοντας το αποτέλεσμα. Η μεγάλη στιγμή έχει φθάσει! Το ερώτημα αν η τέχνη σας είναι για τα σκουπίδια ή αν τα σκουπίδια κάνουν τέχνη, πέπρωται οσονούπω να λάβει απάντηση.
Και τι απάντηση; Προκλητική! Για ντιμπέιτ! Ενα έργο που πρόκειται να διχάσει! Είναι νεοφιλελεύθερο; Είναι αριστερίστικο; Το Σώμα από Σκουπίδια, Αλεύρι και Βούτυρο μένει βουβό, δεν απαντάει, πρέπει να βάλετε εσείς πρόσημο στο μυστήριο.
Καρφώνετε στο κεφάλι του έργου έναν φραπέ. Το έργο αρχίζει να παίρνει νόημα, το ονομάζετε «Ο Ναβουχοδονόσωρ Που Σφυράει», είσθε πλέον έτοιμος και εσείς και το έργο σας για την Documenta! Ω, θεοί! Τι στιγμή! – τι άλλο να περιμένετε; μόνον να ανεβείτε στον Ολυμπο σας απομένει.
Καθόλου απίθανο! Αμέσως μόλις το έργο σας αρχίζει να εκτίθεται, μουσικοί θέλουν να δώσουν περφόρμανς γύρω του, φίλοι σας στα ΜΜΕ γράφουν διθυράμβους, εικονοκλάστες-της-τελευταίας-ημέρας θέλουν να το σπάσουν, οι επιχορηγήσεις θέλουν να το στεφανώσουν, τα φράγκα θέλουν να το πνίξουν – ένας θρίαμβος!
Το έργο απεδείχθη να έχει τέτοια δύναμη, ώστε να ξεπεράσει τον δημιουργό του. Καθιερώθηκε με νέο όνομα, «Ο Ροντέν των φραπέ» – ώσπου ένας μαλάκας που προφανώς στερείται καλλιτεχνικώς ήπιε τον φραπέ. Καταστροφή.
Αυτό το φραπέ συμβόλιζε τη σχέση αυτής της τέχνης με τον λαό. Τόνιζε ότι δεν πρόκειται για μια υπόθεση κολλητών, για παρέες που βγάζουν φράγκα, για χομπίστες της παρλαπίπας, αλλά για μια βαθιά στρατευμένη τέχνη για την τέχνη, που με τον φραπέ υποδήλωνε την ανεργία της εργατικής τάξης και με τον μισό φραπέ τις κομμένες συντάξεις.
Χωρίς τον φραπέ το έργο έμεινε ανυπεράσπιστο. Κι άρχισε το νταβαντούρι: «Γιατί Ναβουχοδονόσωρ; είναι σεξιστικό», έλεγε ο ένας, «το αλεύρι σημαίνει τη λευκή φυλή! είναι ρατσιστικό», έλεγε ο άλλος, «μεγάλη φασαρία, μεγάλη
επιτυχία» έγραψε μια κριτικός με μυαλό διαφημιστή: «Και μόνον ότι όλοι μιλούν για την Documenta είναι μεγάλη επιτυχία». Και για τον Χίτλερ ομιλούσαν όλοι, αλλά αυτό δεν αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία, μουρμουρίζεις εσύ.
Ομως μην αποθαρρύνεσαι. Οι τέχνες που φιλοξενούνται σε διοργανώσεις (κοινώς δράσεις, events, περφόρμανς) όπως η Documenta δεν είναι αδιάφορες για τα βάσανα των ανθρώπων, δεν είναι αυτοαναφορικές και ναρκισσιστικές, δεν έχουν να κάνουν με αλαζόνες και ψωνισμένους,
δεν διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα που προκύπτει από τους κομμένους μισθούς, δεν αποτελούν συμπύκνωση του κιτς, της κακογουστιάς και της ευκολίας, όχι, οι τέχνες αυτές
δεν περιπαίζουν τον λαουτζίκο, δεν είναι οι τέχνες αυτές δεξί χέρι του Ευρωπαϊκού Ολοκληρωτισμού, δεν είναι η διασκέδαση αμόρφωτων εξουσιαστών, δεν στραγγαλίζουν τις άλλες τέχνες, εκείνες που θέλουν να συγκινούν ψυχές και να κοινωνούν με συνειδήσεις, όχι, είναι απλώς
τέχνες που κολακεύουν το συναίσθημα υπεροχής σε όσους αισθάνονται καλύτεροι από τους άλλους. Ακούστε τους πώς ομιλούν με περιφρόνηση για τον λαϊκισμό, εννοώντας τον λαό. Δείτε τους πώς διώκουν ό,τι δεν ελέγχουν.
Οι Documentes είναι τα Survivor των εστέτ. Στην περίπτωση η ανοησία είναι καθαγιασμένη και καθώς πρέπει, στην άλλη η αποκολοκύνθωση είναι χύμα και χύδην. Στημένες καταστάσεις και οι δύο. Κι αν
μέσα σε τέτοιες διοργανώσεις υπάρχουν έργα που συγκινούν και καλλιτέχνες ευαίσθητοι, η παρουσία τους πάει χαμένη μέσα στην κυρίαρχη ψευτιά κι αναισθησία. Το ίδιο και στα Survivor. Αν στα δίχτυα τους μπλεχτεί και κανένας νορμάλ άνθρωπος, τον παίρνουν παραμάζωμα οι παθολογίες εκείνων που κάνουν για τέτοια «παιγνίδια»…
***
Κι αφού τα έγραψα όλα αυτά κι αφού τα διάβασε, μου είπε η θεία Φωτούλα: «Κι εσένα, παιδάκι μου, έτσι όπως τα πας, στην Documenta θα σε εκθέσουνε»…
*Πηγή: enikos.gr
εὖγε!!!