Δεν πρόλαβαν να «γιορτάσουν» τη «νίκη» τους οι «Σπαρτιάτες» και χτύπησαν εκκωφαντικά οι καμπάνες της «διάλυσής» τους με άγνωστο και εντελώς αβέβαιο μέλλον.
Ο Ηλίας Κασιδιάρης, ανιστόρητος, θεώρησε ότι βρήκε στο πρόσωπο του Βασίλη Στίγκα την βιτρίνα και τον αδύναμο αφελή, ο οποίος θα «οδηγούσε» με τον τίτλο του «νεκρού», χωρίς, όμως, ενοχοποιήσεις, κόμματός του τους «Έλληνες» στη Βουλή και τον ίδιο στην άτυπη ουσιαστική διεύθυνση ενός κοινοβουλευτικού κόμματος.
Ο Βασίλης Στίγκας από την άλλη είχε την αυταπάτη ότι βρήκε την «χρυσή ευκαιρία» να εκμεταλλευτεί την «δεινή» θέση του Η. Κασιδιάρη και να αναδειχθεί από το πουθενά αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος.
Και οι δυο αιθεροβατούσαν και αγνοούσαν τους πιο στοιχειώδεις νόμους της εξουσίας και κυρίως τις απεριόριστες και αχόρταγες φιλοδοξίες που αναπτύσσουν οι άνθρωποι, πολύ περισσότερο όσοι εμπλέκονται με πολιτικά αξιώματα.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την βαθιά εγγενή αντίφαση του εγχειρήματος των «Σπαρτιατών» να παριστάνει το δήθεν «αντισυστημικό» κόμμα την ώρα που ήταν «υποχρεωμένο» να δίνει συνεχείς εξετάσεις στο σύστημα που ήθελε, τάχα, να «γκρεμίσει», τότε καταλαβαίνουμε ότι η κατάρρευση του εγχειρήματος ήταν σχεδόν μοιραία και αναπόφευκτη.
Η ακροδεξιά και οι νεοναζιστικές αποφύσεις σε νέες περιπέτειες…