Η Ελλάδα προβαίνει σε ενέργειες στον χώρο της άμυνας που πλήττουν σοβαρά εάν δεν υπονομεύουν συνειδητά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Το ότι η συμπεριφορά της Ελλάδας στις διεθνείς της σχέσεις πολλές φορές είναι αποσπασματική και στερείται συνοχής, δηλαδή ένταξης σε ένα συνολικό σχέδιο – αντίληψη των αναγκών της, δεν αποτελεί είδηση. Μερικές φορές όμως οι ενέργειες ξεφεύγουν και από ένα αποδεκτό όριο απόκλισης, που θα μπορούσαν αν ερμηνευθούν ως επιμέρους πρωτοβουλίες υπηρεσιών που στερούνται γνώσης της συνολικότερης αντιμετώπισης των ελληνορωσικών σχέσεων.
Την παραμονή της επίσκεψης του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ στην Αθήνα, κι ενώ η Μόσχα:
- έχει λάβει δημόσια θέση υπέρ του ελληνικού κυριαρχικού δικαιώματος για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια
- τοποθετήθηκε με ασυνήθιστη σφοδρότητα κατά των τουρκικών ενεργειών στα Βαρώσια της Κύπρου
- προχώρησε σε δεικτική ανάρτηση βίντεο για τη Μάχη του Ναβαρίνου με τη βύθιση του οθωμανικού Στόλου
- είναι εξαιρετικά πιθανή η αποδοχή της πρόσκλησης να παραβρεθεί ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821…
…Όπως έγινε γνωστό, η ελληνική πλευρά κινήθηκε νομικά εναντίον της Ρωσίας, ζητώντας το ποσό των 121 εκατ. ευρώ για το πρόγραμμα προμήθειας των αντιαρματικών συστημάτων Kornet. Τα 71 εκατ. ευρώ προκύπτουν από το ποσό που η ελληνική Δικαιοσύνη έκρινε ως προϊόν διαφθοράς – παράνομων πληρωμών (βλ. μίζες) και τα υπόλοιπα 50 εκατ. ευρώ ως αποζημίωση – επανόρθωση.
Ουδείς αμφισβητεί την ανάγκη διαφάνειας στις εξοπλιστικές προμήθειες και κάθαρσης όταν διαπιστώνονται παρανομίες. Ωστόσο, τα μέτρα που λαμβάνονται δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογα, σε βαθμό που να πλήττουν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Ας εξηγήσουμε λοιπόν τη θέση μας αυτή.
Η αγωγή – καταδίκη στρέφεται εναντίον του κρατικού ρωσικού εξαγωγικού οργανισμού Rosoboronexport, όχι της εταιρίας KBP που κατασκευάζει τους πυραύλους. Αυτό σημαίνει ότι με βάση τον ελληνικό νόμο, από τη δυνατότητα συμμετοχής σε ελληνικούς διαγωνισμούς για εξοπλιστικά προγράμματα αποκλείεται το σύνολο της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας.
Μπορεί οι πιθανότητες επικράτησης ρωσικών προϊόντων να είναι από ελάχιστες έως μηδενικές, όμως δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι στο ελληνικό οπλοστάσιο υπάρχουν οπλικά συστήματα ρωσικής προέλευσης τα οποία χρήζουν υποστήριξης. Ο κίνδυνος είναι να αντιμετωπιστούν σοβαρά προβλήματα χωρίς να υπάρχει εξασφαλισμένη εναλλακτική.
Η συνήθης πρακτική των χωρών σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι η διμερής διαπραγμάτευση, υπό την απειλή προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Συνήθως, επειδή καμία χώρα δεν θέλει να εμπλακεί σε καταστάσεις που αν μη τι άλλο δυσφημούν διεθνώς, προτιμούν να κλείνουν αυτές τις υποθέσεις “φιλικά” με διάφορους τρόπους.
Ίδια λάθη έκανε η ελληνική πλευρά και με δυτικής προέλευσης οπλικά συστήματα, με το κίνητρο της πολιτικής απόφασης να είναι εσωτερικό πολιτικό και όχι ουσίας. Αρκεί ο πολιτικός προϊστάμενος να μπορεί να χρησιμοποιήσει την προσφυγή ή και μια καταδίκη για να αποδείξει ότι νοιάζεται για την κάθαρση… Ακολουθεί το “σιωπηρό εμπάργκο” σε όλα τα συστήματα ιδίας προέλευσης, μέχρι κάποια στιγμή να ακολουθήσει τακτοποίηση της υπόθεσης.
Για παράδειγμα ας πάρουμε τον τομέα των ρωσικών αερόστρωμνων τύπου Zubr και ας διατυπώσουμε μερικά απλά ερωτήματα τα οποία προς το παρόν εμείς δεν θα τα απαντήσουμε. Κάθε πόσα χρόνια πρέπει να αλλάζονται οι “φούστες” που τα καθιστούν επιχειρησιακά διαθέσιμα και από πότε έχουμε εμείς να τις αλλάξουμε; Πόσα είναι διαθέσιμα επιχειρησιακά; Πόσες θα μπορούσαμε σε μια εξωδικαστική διευθέτηση με τη Μόσχα να εξασφαλίσουμε, όταν η καθεμιά κοστίζει 1 εκατ. ευρώ περίπου;
Παραμένοντας στο ζήτημα των αερόστρωμνων, αληθεύει ότι η Ουκρανία που είναι δεύτερος προμηθευτής, έχει λάβει 11 εκατ. ευρώ προκαταβολή και σφυρίζει αδιάφορα αρνούμενη ακόμα και να απαντήσει στις ελληνικές οχλήσεις; Για ποιον λόγο δεν ακολουθούμε παρόμοια επιθετική τακτική σε αυτή την περίπτωση, διεκδικώντας τουλάχιστον να μας επιστρέψουν τα χρήματα που έχουμε προκαταβάλει; Τα παραδείγματα είναι πολλά…
Με αυτή τη λογική θεωρούμε το θέμα ως μη φιλική ενέργεια την παραμονή μάλιστα της άφιξης στη χώρα μας του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών. Οι ενέργειες από ρωσικής πλευράς δίνουν στίγμα μεταστροφής στη ρωσική πολιτική στάση απέναντι στην Ελλάδα. Προφανώς και δεν θα μας σώσει η Ρωσία, ούτε κανείς προτείνει αλλαγή προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Η πολιτική του Κρεμλίνου είναι κυνική, όπως κάθε σοβαρής χώρας στην υφήλιο, έχοντας ως γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα. Εάν ο αντίλογος αφορά τις χθεσινές δηλώσεις Πούτιν περί “ευέλικτου και αξιόπιστου εταίρου” Ερντογάν, καλό θα ήταν να μπορούμε να διακρίνουμε πίσω από τις λέξεις.
Η Ρωσία σταμάτησε την Τουρκία στη Συρία, συχνά και με “πολύ κακό” τρόπο. Η Τουρκία ανταπέδωσε ανοίγοντας μέτωπο στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δημιουργώντας ένα σοβαρότατο θέμα εθνικής ασφαλείας στη Μόσχα. Ωστόσο, συμφωνία απεμπλοκής δεν πρόκειται να υπάρξει εάν ο Πούτιν εξαπέλυε μύδρους εναντίον του Ερντογάν. Είπε και άλλα πολλά ο Ρώσος ηγέτης…
Μόλις χθες είχαμε την τριμερή ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο και Αίγυπτο. Πόσοι άραγε πρόσεξαν, ακόμα και στο υπουργείο Εξωτερικών, ότι ο Αιγύπτιος ηγέτης Σίσι, απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη Τουρκία, παρόλο που περιέγραψε ξεκάθαρα τις αποσταθεροποιητικές της ενέργειες στην περιοχή;
Ακόμα κι αυτή η στάση όμως, αποτελεί μήνυμα στην τουρκική πλευρά, ότι παρά την αμοιβαία αντιπάθεια και την απειλή εθνικής και καθεστωτικής ασφάλειας που αντιμετωπίζει από την Τουρκία, η Αίγυπτος είναι έτοιμη για μια συμφωνία ειρηνικής συνύπαρξης, υπό την προϋπόθεση τήρησης κάποιων βασικών αρχών…
Οι χώρες είναι πολύ προσεκτικές στην εξωτερική τους πολιτική, προσπαθώντας να μειώσουν τις αρνητικές συνέπειες. Υπό αυτή την έννοια και χωρίς να θέτουμε καν θέμα εάν η απόφαση νομικής διεκδίκησης από τη Ρωσία είναι υπαγορευμένη από εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες ή από “φιλικές υποδείξεις” τρίτων, δεν είναι μια έξυπνη πολιτική απόφαση. Τόσο απλά.