Συνεχίζοντας το οδοιπορικό που ξεκινήσαμε από τη στήλη αυτή με αφορμή τη
συμπλήρωση 15 χρόνων από την μαύρη επέτειο της 23ης Απριλίου 2010 όταν ο
Γιώργος Παπανδρέου από το Καστελόριζο ανακοίνωνε την ένταξη της χώρας στο
πρώτο μνημόνιο, στο σημερινό μας τέταρτο κατά σειρά άρθρο θα επικεντρωθούμε
στη σχέση της δανειακής σύμβασης του πρώτου μνημονίου, δηλαδή της δανειακής
Σύμβασης Ελλάδας-χωρών ευρωζώνης, με τις γερμανικές αποζημιώσεις.
Πολύ δε περισσότερο καθώς συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη μεγαλειώδη νίκη των
λαών κατά του ναζισμού και του φασισμού μιας και στις 9 Μαΐου 1945 η ναζιστική
Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων. Στη συνέχεια οι Σύμμαχοι με την τριμερή
Διάσκεψη ΗΠΑ-ΕΣΣΔ-Μεγάλης Βρετανίας στο Πότσνταμ, που έλαβε χώρα από 17
Ιουλίου έως 2 Αυγούστου 1945, καθόρισαν ότι η ναζιστική Γερμανία όφειλε να
καταβάλει Πολεμικές Επανορθώσεις-Αποζημιώσεις στις δικαιούμενες χώρες μεταξύ
των οποίων ήταν και η Ελλάδα. Μάλιστα στη συνέχεια η Συμφωνία Ειρήνης των
Παρισίων του 1946 επιδίκασε ποσό 7.181.00.0000 δολαρίων έτους 1938 στην
Ελλάδα για Πολεμικές Επανορθώσεις πέραν του ποσού που η Πατρίδα μας
δικαιούται για την εξόφληση του Αναγκαστικού Κατοχικού Δανείου. Έτσι πλέον
σήμερα η Ελλάδα δικαιούται μόνο για Πολεμικές Επανορθώσεις-Αποζημιώσεις 309,5
δισ. ευρώ συν τους τόκους.
Πρέπει να σημειωθεί δε ότι πολύ πριν την ένταξη της Ελλάδας στα μνημόνια, η
Αθήνα είχε ήδη θέσει το ζήτημα της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων.
Έτσι μετά από εντολή του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου προς τον
υπουργό εξωτερικών Κάρολο Παπούλια, ο Έλληνας πρέσβης στη Γερμανία κ. Ι
Μπουρλογιάννης επέδωσε στις 14 Νοεμβρίου 1995 στον υφυπουργό εξωτερικών της
Γερμανίας Χάρτμαν σχετική Ρηματική Διακοίνωση με την οποία ζητούσε να
αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για το ζήτημα των Πολεμικών
Επανορθώσεων και ειδικότερα για το Αναγκαστικό Κατοχικό Δάνειο.
Η Γερμανία πιστή στην γνωστή της τακτική απάντησε αρνητικά στην Ελληνική
Ρηματική Διακοίνωση παραμένοντας πάντοτε σε εγρήγορση προκειμένου να μην
αναγκαστεί ποτέ να καταβάλλει τα ποσά αυτά. Αυτό έπραξε λοιπόν και με αφορμή
την δανειακή σύμβαση του πρώτου μνημονίου.
Όπως έχουμε ήδη αναλύσει εκτεταμένα (Επίκαιρα 17/6/2010, σελ. 28-29 & Νομικό
Βήμα 58/2010, σελ. 2204-2222) η δανειακή σύμβαση Ελλάδας-κρατών ευρωζώνης
ύψους 80 δισ. ευρώ συνιστά λεόντειο σύμβαση με σημαντικές οικονομικές, πολιτικές
και κοινωνικές επιπτώσεις για τη χώρα μας.
Η δανειακή σύμβαση υπογράφτηκε από την Ελλάδα και τις χώρες μέλη της
ευρωζώνης πλην της Γερμανίας. Αντί για τη Γερμανία τη σύμβαση υπέγραψε η
τράπεζα KfW «που υπόκειται στις οδηγίες, τελεί υπό την εγγύηση και ενεργεί προς
το δημόσιο συμφέρον της Γερμανίας».
Αρκετοί διερωτήθηκαν τότε γιατί δεν υπέγραψε τη δανειακή σύμβαση η Γερμανία
αλλά προώθησε στη θέση της την κρατική γερμανική τράπεζα ΚfW.
H βασική αιτία όπως πρώτοι αποκαλύψαμε (Επίκαιρα 30/12/2010, σελ. 62-63)
οφείλονταν στις γερμανικές αποζημιώσεις και στο κατοχικό δάνειο που οφείλει
σύμφωνα με τα παραπάνω το Βερολίνο στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση από τα 80 δισ. ευρώ του συνολικού ποσού της
δανειακής σύμβασης η γερμανική πλευρά μέσω KfW θα έπρεπε να καταβάλει
συνολικά 20,3 δισ.ευρώ. Παρότι είχε δημιουργηθεί ένα πλαίσιο κοινά οργανωμένων
διμερών δανείων, τα δάνεια θα χορηγούνταν μεμονωμένα από κάθε δανειστή με
βάση το ποσοστό συμμετοχής της κάθε χώρας στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με το άρθρο 2(2) της δανειακής σύμβασης οι υποχρεώσεις και τα
δικαιώματα κάθε δανειστή που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση είναι διακριτά
και ανεξάρτητα και κάθε χρέος του δανειολήπτη, δηλαδή της Ελλάδας που απορρέει
από τη δανειακή σύμβαση προς ένα δανειστή αποτελεί ένα διακριτό και ανεξάρτητο
χρέος.
Ταυτόχρονα οι υποχρεώσεις κάθε δανειστή είναι ατομικές (άρθρο 2 (1) δανειακής
σύμβασης).
Από τα παραπάνω λοιπόν προκύπτει ότι η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να
υποβάλλει ένσταση συμψηφισμού και να αρνηθεί την πληρωμή του δανείου στη KfW
ύψους 20,3 δισ. ευρώ έναντι μέρους των παραπάνω γερμανικών οφειλών, δεδομένου
ότι η KfW «υπόκειται στις οδηγίες, τελεί υπό την εγγύηση και ενεργεί προς το
δημόσιο συμφέρον της Γερμανίας».
Πλην όμως όπως προκύπτει από το άρθρο 7 (1) της δανειακής σύμβασης «όλες οι
πληρωμές που θα πραγματοποιηθούν από τον Δανειολήπτη καταβάλλονται στο
ακέραιο, χωρίς μείωση λόγω συμψηφισμού ή ύπαρξης ανταπαίτησης…….».
Με τον τρόπο λοιπόν αυτό, όπως αναλύσαμε εκτεταμένα στο βιβλίο μας «Το
Μνημόνιο της Χρεοκοπίας και ο Άλλος Δρόμος-Πειραματόζωον η Ελλάς», Εκδόσεις
Λιβάνη Αθήνα 2011, σελ. 562-565, η ελληνική πλευρά παραιτήθηκε εν προκειμένω
του δικαιώματος συμψηφισμού αλλά και προβολής ανταπαίτησης κατά της
γερμανικής πλευράς έναντι των οφειλών της για τις παραπάνω αιτίες.
Έτσι μια πρόσφορη μέθοδος μερικής εξόφλησης των γερμανικών οφειλών προς τη
χώρα μας μέσω συμψηφισμού ή προβολής ανταπαίτησης εκ μέρους της ελληνικής
πλευράς προς την KfW έχει καταστεί πλέον αδύνατη.
Ταυτόχρονα για να είναι βέβαιοι οι Γερμανοί για τη νομιμότητα της παραπάνω
ρήτρας του άρθρου 7(1) της δανειακής σύμβασης ζήτησαν προ πάσης καταβολής
δανείου να υπογράφεται από το νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και
το νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Οικονομικών σχετική Νομική Γνωμοδότηση.
Σύμφωνα με την εν λόγω Γνωμοδότηση και ιδίως το άρθρο 3 «καμία διάταξη στη
Σύμβαση αυτή δεν αντιβαίνει ή περιορίζει τα δικαιώματα του Δανειολήπτη να
προβαίνει σε έγκαιρη και πραγματική πληρωμή για οποιαδήποτε οφειλόμενο ποσό ως
κεφάλαιο, τόκο ή άλλη δανειακή επιβάρυνση στο πλαίσιο της Σύμβασης», ενώ
σύμφωνα με το άρθρο 4 της Γνωμοδότησης «η Σύμβαση και το Μνημόνιο
Συνεννόησης είναι στην κατάλληλη νομική μορφή σύμφωνα με την ελληνική
νομοθεσία για την εφαρμογή κατά του Δανειολήπτη…..».
Από τα παραπάνω λοιπόν αποδεικνύεται ότι οι Γερμανοί εμμέσως πλην σαφώς
αναγνωρίζουν ότι μας οφείλουν σημαντικά ποσά για τις παραπάνω αιτίες και για το
λόγο αυτό φρόντισαν να λάβουν τα μέτρα τους.
Όπως δε έχουμε επισημάνει επανειλημμένα η εν λόγω δανειακή σύμβαση Ελλάδας
κρατών ευρωζώνης δεν έχει καν κυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο, ενώ είχε
κατατεθεί για κύρωση στην Ελληνική Βουλή στις 4/6/2010. Μάλιστα προβλήθηκε
από την τότε κυβερνητική πλευρά η άποψη ότι η κύρωση δεν ήταν δήθεν αναγκαία
αφού η υπογραφή της από τον τότε Υπουργό Οικονομικών έγινε δήθεν με βάση
σχετική εξουσιοδότηση του άρθρου 9 ν. 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α΄ 11-5-2010).
Πλην όμως η δανειακή σύμβαση υπογράφτηκε στις 8 Μαΐου 2010, ήτοι πριν να τεθεί
σε ισχύ η ως άνω αντισυνταγματική εξουσιοδότηση της Βουλής προς τον Υπουργό
Οικονομικών.
Μάλιστα στις 5 Αυγούστου 2010 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2/53775/0023/Α Υπουργική
Απόφαση σχετικά με την έκδοση του «πρώτου δανείου του Ελληνικού Δημοσίου στις
18.05.2010, με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (ΦΕΚ Β΄ αρ. φύλλο
1407/6.9.2010) με την οποία δόθηκε από πάνω και προμήθεια στους Γερμανούς της
KfW ύψους περίπου 20 εκατομμυρίων ευρώ για το πρώτο δάνειο που έδωσαν στη
χώρα μας στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης!!!
Στη συνέχεια το story είναι γνωστό μιας και στις 4/6/2019 και στις 29/1/2020
επιδόθηκαν νέες Ρηματικές Διακοινώσεις προς τη Γερμανία για τις Πολεμικές
Επανορθώσεις και το Αναγκαστικό Κατοχικό Δάνειο από τις κυβερνήσεις Τσίπρα και
Μητσοτάκη αντίστοιχα, τις οποίες το Βερολίνο απέρριψε.
Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έθεσε το ζήτημα των
γερμανικών αποζημιώσεων στον νέο Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς με τον
οποίο συναντήθηκε προ ημερών στο Βερολίνο.
Λέτε, μήπως επειδή ήταν Τρίτη και 13;
Νότης Μαριάς, Καθηγητής Θεσμών της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην
Ευρωβουλευτής και Βουλευτής Ηρακλείου