Τέτοιες μέρες, Ιούλιο του 2015, βρισκόμασταν στο μεσοδιάστημα μεταξύ του δημοψηφίσματος και της υπογραφής του 3ου Μνημονίου.
Μια ολόκληρη κοινωνία, εκατομμύρια άνθρωποι κρατούσαν την ανάσα τους, μια και δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να κάνουν κάτι περισσότερο από αυτό. Το δε σύστημα βρήκε τον τρόπο να ισορροπήσει, αν και είδε κυριολεκτικά τον Χάρο με τα μάτια του.
Η δραστική πράξη υπήρξε η στήριξη των επιλογών που έγιναν τότε από το σύνολο των συστημικών δυνάμεων, πράγμα που «έσωσε την κατάσταση».
Κάνοντας επίδειξη καθεστωτικής σοβαρότητας, οι φορείς του «Μένουμε Ευρώπη» άφησαν την άμεση εκδίκηση στην άκρη, κατανοώντας πως αυτό που διακυβεύονταν ήταν πολύ σημαντικότερο.
Στο δίλημμα μεταξύ των κατόχων χρήματος (των «καταθετών») και των ανέργων και φτωχών έριξαν το βάρος τους εκεί όπου η σοβαρότητα επίτασσε.
Διαμορφώθηκε έτσι μια συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που, όλη μαζί και αδιακρίτως, «έσωσε τη χώρα» για πολλοστή φορά.
Οσα έγιναν τότε ήταν σε ιστορικά πρωτοφανή σύγκρουση με τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η κυβέρνηση δεν θέλει να το παραδεχτεί και γι’ αυτό λέει πράγματα που εύκολα οι επιστήμονες της λογικής –και της διαλεκτικής– θα απέρριπταν ως παραδείγματα πασιφανώς στραμπουλιγμένης λογικής.
Φτάνει να σκεφτούμε τι θα έλεγε ο ίδιος ο πρωθυπουργός αν, στις 30 Ιουνίου του 2015, υποστήριζε κάποιος, ενώπιόν του, πως ένα «Οχι» στο επικείμενο δημοψήφισμα θα μπορούσε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να σημαίνει έγκριση υπογραφής ενός 3ου Μνημονίου. Προφανώς, θα το θεωρούσε το λιγότερο μεγάλη προσωπική προσβολή – και δικαίως.
Πράγμα που δεν γίνεται καλύτερο όταν πολλοί κυβερνητικοί ισχυρίζονται πως ναι μεν υπήρξε ένα συντριπτικό «Οχι», αλλά, σε καμιά περίπτωση, αυτό δεν σηματοδοτούσε μια διάθεση για «ρήξη».
Αν δεχτούμε κάτι τέτοιο, είναι σαν να υποστηρίζουμε πως η κοινωνική πλειοψηφία την 5η Ιουλίου υπήρξε ολοκληρωτικά ανώριμη και υποκριτική στη στάση της.
Ψήφισε, όπως ψήφισε, θεωρώντας πως δεν ρισκάρει τίποτε ουσιαστικό. Σαν να έκανε πείσματα, δηλαδή. Το σημαντικότερο, ωστόσο, εδώ δεν είναι η προπέτεια με την οποία αντιμετωπίζονται τα εκατομμύρια των ανθρώπων που έκαναν αυτήν την επιλογή, αλλά ο προφανής ανορθολογισμός μιας τέτοιας διαπίστωσης.
Ποιος και ποια στην Ελλάδα, εκείνη τη μέρα, δεν καταλάβαινε πως το «Οχι» που έριχνε στην κάλπη θα μπορούσε να σημάνει μεγάλες φουρτούνες;
Ας θυμηθούμε μόνο τις αφόρητες, από την άποψη της ιδεολογικής και υλικής, όμως, τρομοκρατίας, συνθήκες υπό τις οποίες ψήφισε ο κόσμος.
Κι έτσι, δεν μένει για την κυβέρνηση ως δικαιολογία τίποτε άλλο από το ότι αυτή «κατάλαβε τους κινδύνους» κι έδρασε με σοβαρότητα.
Διαπίστωση στην οποία συμφωνεί, ως προς το αποτέλεσμα, το σύνολο των καθεστωτικών δυνάμεων.
Το «σώσιμο» τότε υπήρξε κοινή μέριμνα. Σωθήκαμε όλοι, δεξιοί κι αριστεροί, πλούσιοι και φτωχοί, κάτοχοι χρήματος και αβράκωτοι.
Πρυτάνευσε το συμφέρον της πατρίδας έναντι των μεροληπτικών επιλογών. Ολοι ενωμένοι βάλαμε στην άκρη τις ιδιοτέλειές μας και «σώσαμε τη χώρα».
Πράγμα που μας επιτρέπει σήμερα να βρισκόμαστε πολύ κοντά στον κοινό μας στόχο: την ολοκλήρωση του μνημονιακού καθεστώτος!
Και μετά να πάμε σε εκλογές, ώστε να αποκατασταθεί πλήρως η τάξη με την εγκατάσταση των αυθεντικών, μη τεθλιμμένων, νεοφιλελεύθερων ταλιμπάν –πολιτικά νεκρών πριν από δυο χρόνια– εκεί που τους πρέπει.
Από το καλοκαίρι του 2015 κι έπειτα, καταστράφηκε ένα πρωτοφανές πολιτικό κεφάλαιο, που οι περιστάσεις αλλά και η δουλειά χιλιάδων απλών ανθρώπων της Αριστεράς είχαν δημιουργήσει. Το Δημοψήφισμα υπήρξε το αποκορύφωμα αυτής της «συγκέντρωσης κεφαλαίου», που έδινε τεράστιες δυνατότητες για μια ριζοσπαστική πολιτική επιλογή. Σαν αυτή που έκανε η Ισλανδία, χωρίς να έχει καθόλου ευνοϊκότερους συσχετισμούς.
Ας θυμηθούμε την απίστευτη πόλωση που ενεργοποίησε: το 85% των νέων, το 73% των ανέργων, το 71% των μισθωτών, το 85% των φοιτητών επέλεξε «Οχι».
Τα πραγματικά παραγωγικά και δυναμικά στρώματα απέρριπταν τα Μνημόνια χωρίς επιφυλάξεις. Και συνεχίζουν να το κάνουν.
Με όλη τη χαρά των δεξιών και ακροκεντρώων για την ανέλπιστη νίκη τους εκείνο το καλοκαίρι, παρ’ όλη την τρομακτική απογοήτευση των κυριαρχούμενων τάξεων από τη μεγάλη ματαίωση, αντίστοιχα ποσοστά και σήμερα επιμένουν να απορρίπτουν τα Μνημόνια.
Το σχέδιο της ελληνικής άρχουσας τάξης επιβάλλεται δια πυρός και σιδήρου, αφού είναι αδύνατον να ηγεμονεύσει στα μυαλά και στις ψυχές των ανθρώπων.
Αυτό που συμβαίνει συνιστά διαρκές πολιτικό πραξικόπημα και άτεγκτη οικονομική δικτατορία.
Σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση ολοκληρώνει τον κύκλο της.
Ο Ανιέλι είχε δίκιο όταν έλεγε για τη μεγάλη χρησιμότητα των αριστερών κυβερνήσεων να περνούν όσα για τις δεξιές θα ήταν αδύνατον.
Αυτή η χρησιμότητα, όμως, κάποτε εκλείπει και τότε τελειώνει και ο ρόλος του χρήσιμου.
Η πρόσφατη ανοιχτή σύγκρουση με έναν από τους σκληρότερους μηχανισμούς καταστολής του καπιταλιστικού κράτους, τον δικαστικό, ίσως είναι το συστημικό σήμα για το οριστικό τέλος αυτής της φάσης.
*Ο Χρήστος Λάσκος είναι εκπαιδευτικός.
**Πηγή: efsyn.gr