Η απόφαση της Κίνας να περιορίσει τις εξαγωγές κρίσιμων σπάνιων ορυκτών θα πλήξει βασικούς κλάδους της ευρωπαϊκής οικονομίας την ώρα που επιχειρεί να αποδεσμευτεί από τον άνθρακα, καταδεικνύοντας τα όρια των δυτικών φιλοδοξιών για μετατόπιση των εφοδιαστικών αλυσίδων πέρα από την εμβέλεια των αξιωματούχων του Πεκίνου, σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός γαλλίου και γερμανίου παγκοσμίως, των δύο ορυκτών που θα υπόκεινται σε περιορισμούς εξαγωγών από τον επόμενο μήνα και τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για τις βιομηχανίες μικροτσίπ, τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρικών οχημάτων. Η ΕΕ λαμβάνει το 71% του γαλλίου της από την Κίνα και το 45% του γερμανίου της.
Μία κίνηση που ήρθε λίγες εβδομάδες αφότου η ΕΕ παρουσίασε μία νέα στρατηγική οικονομικής ασφάλειας, επιδιώκοντας την εποπτεία εξαγωγών κρίσιμης τεχνολογίας και που θα μπορεί να περιορίσει τις επενδύσεις από το εξωτερικό της στο όνομα της εθνικής ασφάλειας.
Η πρόταση αποτελεί μέρος μίας εντεινόμενης τάσης εντός της ΕΕ για την ενίσχυση των εργαλείων ασφάλειας που διαθέτει, την ώρα που χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία αξιοποιούν όλο και περισσότερο το εμπόριο και τον έλεγχο κρίσιμων εφοδιαστικών γραμμών για την προώθηση πολιτικών και ακόμη και στρατιωτικών σκοπών.
Ο Simone Tagliapietra, ερευνητής του think-tank Bruegel, ανέφερε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη ότι “η δράση που ανέλαβε η Κίνα ήταν μία σκληρή υπενθύμιση του για το ποιος έχει το πάνω χέρι σε αυτό το παιχνίδι”.
“Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η Δύση θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να αποδεσμευτεί από τις κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες ορυκτών, επομένως πρόκειται πραγματικά για μία ασύμμετρη εξάρτηση”, προσθέτει.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, η ΕΕ πήρε ένα σκληρό μάθημα όταν η Ρωσία εισέβαλε πέρυσι στην Ουκρανία, προκαλώντας ραγδαίο πληθωρισμό και φόβους ότι ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι θα μπορούσαν να καταρρεύσουν καθώς η Ένωση αναζητούσε να βρει νέους προμηθευτές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα κράτη μέλη της ΕΕ είχαν διχαστεί σχετικά με την απάντηση στη Μόσχα, καθώς ορισμένες χώρες είχαν υπερβολική εξάρτηση από τις φθηνές ρωσικές προμήθειες.
Η ίδια δυναμική εμφανίζεται και με την πολιτική της ΕΕ γύρω από την Κίνα, με ορισμένα κράτη να μην επιθυμούν να θέσουν σε κίνδυνο την εμπορική τους σχέση με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Από την πλευρά του, στην πρώτη αντίδραση μετά την ανακοίνωση της Κίνας ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ είπε ότι το Βερολίνο πρέπει “να πάρει το μάθημα από τα τελευταία χρόνια όσον αφορά το τι σημαίνει πραγματικά μία ορισμένη εθνική κυριαρχία στην παραγωγή, την ενέργεια και την οικονομική ασφάλεια”.
“Πιθανότατα είδατε σήμερα ότι η Κίνα αρχίζει να ανεβάζει το ποντάρισμα σχετικά με δύο τύπους μετάλλων”, είπε σε συνέδριο ένωσης βιομηχάνων χημικών “Αν αυτό συμβεί με το λίθιο ή κάτι παρόμοιο, τότε θα έχουμε ένα πραγματικά διαφορετικό είδος προβλήματος”, προειδοποίησε.
Η καταναλωτική αγορά της Κίνας, μεγέθους 6,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αποτελεί ένα κρίσιμο προορισμό για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές αυτοκινήτων, φαρμακευτικών προϊόντων και μηχανημάτων. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες Volkswagen, Mercedes-Benz και BMW έχουν χτίσει δεκάδες εργοστάσια στην Κίνα ενώ και οι τρεις κατασκευαστές πωλούν πλέον περισσότερα οχήματα στην Κίνα από οποιαδήποτε άλλη αγορά.
Οι ΗΠΑ άσκησαν πίεση προκειμένου η Ευρώπη να υιοθετήσει μία σκληρή γραμμή απέναντι στο Πεκίνο και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υποστήριξε ότι το μπλοκ πρέπει να “ελαχιστοποιήσει” τον κίνδυνο της Κίνας, αλλά όχι και να “αποσυνδεθεί” εντελώς.
Η ΕΕ συνέταξε τον Μάρτιο νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών για να διευκολύνει τη χρηματοδότηση και την αδειοδότηση νέων έργων εξόρυξης και διύλισης, καθώς και για να αναζητήσει νέες εμπορικές συμμαχίες ώστε να μειώσει την εξάρτησή της από τους Κινέζους προμηθευτές. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη προσπαθούν επίσης να δημιουργήσουν μια “λέσχη αγοραστών” για να συνάψουν συμφωνίες προμήθειας και επενδυτικές συνεργασίες με χώρες παραγωγούς.
Σε ομιλία της νωρίτερα φέτος, η φον ντερ Λάιεν είχε πει ότι “έχουμε δει μία εξαιρετικά σκόπιμη σκλήρυνση της συνολικής στρατηγικής στάσης της Κίνας εδώ και αρκετό καιρό, η οποία πλέον έχει συνδυαστεί με μία αύξηση ολοένα και πιο διεκδικητικών ενεργειών”.
“Ακριβώς όπως εντείνει τη στρατιωτική της στάση η Κίνα, εντείνει επίσης και τις πολιτικές της στην παραπληροφόρηση και τον οικονομικό και εμπορικό καταναγκασμό”.
Σε αυτό το κλίμα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν λάβει αυστηρότερα μέτρα. Η ολλανδική κυβέρνηση ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ρυθμίσεις που θα εμποδίσουν την ASML – εταιρεία με σχεδόν μονοπώλιο στην κατασκευή των πλέον προηγμένων μικροτσίπ – να πουλάει κάποια προϊόντα της στην Κίνα.
Προσφυγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου
Η Κομισιόν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους νέους περιορισμούς εξαγωγών της Κίνας μέσω προσφυγής στη διαδικασία επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), σημειώνει το Bloomberg.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χρειαστεί χρόνια για να περάσει μέσα από το σχετικά δυσλειτουργικό όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της Κίνας ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα για την εθνική ασφάλεια θα μπορούσε να “ενεργοποιήσει” ένα κενό του ΠΟΕ, που επιτρέπει στις κυβερνήσεις να λάβουν “οποιαδήποτε ενέργεια θεωρεί αναγκαία για την προστασία των βασικών συμφερόντων ασφαλείας της”.
Και πιο άμεσα για την ΕΕ, μία κλιμάκωση των εντάσεων θα μπορούσε να απειλήσει την ικανότητά της να μετασχηματίσει την οικονομία της προκειμένου να γίνει πιο φιλική προς το περιβάλλον.
Η κίνηση του Πεκίνου ήρθε άλλωστε την ώρα που η ΕΕ έχει ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου μεταρρύθμιση για την εξάλειψη των εκπομπών άνθρακα στο σύνολο της οικονομία της, η οποία περιλαμβάνει από την παραγωγή ενέργειας έως τη γεωργία και τις μεταφορές. Η “Πράσινη Συμφωνία”, στόχος της οποίας είναι να καταστήσει την ΕΕ κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2050, θα απαιτήσει πρόσβαση σε τεράστιες ποσότητες κρίσιμων υλών που αξιοποιούνται για την κατασκευή πλήθους προϊόντων, από φωτοβολταϊκά έως ηλεκτρικά οχήματα.
“Η Ευρώπη σήμερα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα σε ένα σύνολο πράσινων τεχνολογιών, επομένως μια κλιμάκωση αυτών των εντάσεων μπορεί να κάνει σίγουρα πιο ανώμαλη την πράσινη μετάβαση της Ευρώπης”, σημείωσε ο Tagliapietra του Bruegel.