Χούθι: «Στο στόχαστρό μας τα αμερικανικά πλοία»

1487

Με μια νέα επίθεση εναντίον φορτηγού πλοίου αμερικανικών συμφερόντων που έπλεε στον Κόλπο του Αντεν και κατευθυνόταν προς τη Διώρυγα του Σουέζ, μεταφέροντας στα αμπάρια του ξηρό φορτίο, απάντησαν οι Χούθι στα πλήγματα και τις προειδοποιήσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας. Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν, ένα «άγνωστο αντικείμενο» (πιθανότατα  drone) που εκτοξεύτηκε από το έδαφος της Υεμένης έπληξε το πλοίο «Eagle Gibraltar», με σημαία Νήσων Μάρσαλ, το οποίο ανήκει σε μια εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρεία που έχει έδρα το Κονέκτικατ.

Παρά δε το ότι δεν υπήρξαν τραυματισμοί και η πυρκαγιά που προκλήθηκε αντιμετωπίστηκε, ενώ το πλοίο παρέμεινε αξιόπλοο και απομακρύνθηκε με ασφάλεια από την περιοχή, πρόκειται για μια εξέλιξη που εντείνει την ανησυχία των διεθνών ναυτιλιακών εταιρειών για την κατάσταση που επικρατεί.

Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τη Δευτέρα τουλάχιστον έξι πετρελαιοφόρα άλλαξαν ρότα για να αποφύγουν την «καυτή ζώνη», πραγματοποιώντας τον περίπλου της Αφρικής μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό σε πάνω από 15 από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα χτυπήματα κατά των Χούθι στην Υεμένη.

Η άλλη απόπειρα

Είχε προηγηθεί, όπως έγινε γνωστό χθες, η απόπειρα να πληγεί ένα αμερικανικό αντιτορπιλικό, του USS Laboon, το οποίο επιχειρεί στο νότιο τμήμα της Ερυθράς Θάλασσας, την Κυριακή. Οπως έγινε γνωστό, ο πύραυλος ο οποίος εκτοξεύθηκε επίσης από την Υεμένη καταρρίφθηκε από μαχητικό αεροσκάφος που περιπολούσε στην ευρύτερη περιοχή προτού φτάσει στον στόχο του – κάτι που έχει συμβεί τις προηγούμενες ημέρες και σε άλλες περιπτώσεις, όταν στο στόχαστρο βρέθηκαν τόσο βρετανικά πολεμικά πλοία όσο και εμπορικά.

Μάλιστα, εκπρόσωπος των Χούθι δήλωσε πως τα αμερικανικά πλοία είναι πλέον στο στόχαστρό τους, ισχυριζόμενος παράλληλα ότι οι ΗΠΑ «πρόκειται να απωλέσουν την ασφάλειά τους όσον αφορά τη ναυσιπλοΐα».

Ολα δείχνουν, λοιπόν, ότι οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν ΗΠΑ και Βρετανοί εναντίον στρατιωτικών στόχων και βάσεων στην Υεμένη δεν έχουν αναγκάσει τους Χούθι και τους υποστηρικτές τους να αλλάξουν στάση. Κάτι που σημαίνει, με τη σειρά του, πως το πιθανότερο σενάριο είναι να υπάρξουν και νέες επιθέσεις, ενδεχομένως πιο μαζικές και καταστροφικές, κλιμακώνοντας την ένταση και φέροντας ακόμη πιο κοντά έναν περιφερειακό πόλεμο. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Λονδίνο διαβεβαιώνουν πως δεν επιδιώκουν ένα πόλεμο με την Υεμένη και τους Χούθι – κάτι που επανέλαβε χθες ο βρετανός υπουργός Αμυνας, Γκραντ Σαπς, τονίζοντας ότι η χώρα του «αναμένει να δει τι θα γίνει» προτού προχωρήσει στην επόμενη κίνησή της.

Η στάση της Τεχεράνης
Σε αυτό το φόντο και ενώ οι πάντες έχουν στραμμένη την προσοχή τους στη στάση που θα τηρήσει η Τεχεράνη και οι σύμμαχοί της (υπήρξε και επαφή των υπουργών Αμυνας και Εξωτερικών Ιράν και Ρωσίας), είναι φανερό ότι η ανησυχία μεγαλώνει, όπως και το διακύβευμα, θέτοντας σοβαρά διλήμματα για τους πρωταγωνιστές. Συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν, η οποία κινδυνεύει να εμπλακεί σε έναν πόλεμο που εξαρχής δεν φάνηκε να επιδιώκει, ειδικά σε αυτή την εκλογική χρονιά.

Μάλιστα, όπως εκτιμά η «Monde» σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ της, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, παρά το μέγεθος και την ισχύ πυρός που διαθέτουν, αντιμετωπίζουν μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση. «Στο φόντο των νέων συγκρούσεων στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, καθώς και των εντάσεων στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, η Ουάσιγκτον είναι υποχρεωμένη να κινητοποιεί τις δυνάμεις της σε όλα τα μέτωπα, μεγεθύνοντας τις αδυναμίες του στρατιωτικού της μηχανισμού σε μια πολύ ευαίσθητη πολιτικά περίοδο», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πρόκειται «για μια πραγματική κρίση σε επίπεδο αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ» εκτιμά ο διευθυντής ερευνών του γνωστού και γενικώς έγκυρου ινστιτούτου CSIS, Μαρκ Κάνσιαν, ο οποίος επικαλείται και την πρόσφατη καταψήφιση από το Κογκρέσο του έκτακτου κονδυλίου για στρατιωτικές δαπάνες και ενίσχυση Ουκρανίας και Ισραήλ. Από την πλευρά του, ο Φίλιπ Γκρος, ειδικός σε στρατιωτικά θέματα όσον αφορά στις ΗΠΑ σε ένα άλλο ινστιτούτο, το FRS, εκτίμησε πως «η Ουάσιγκτον παρεμβαίνει αναγκαστικά σε περισσότερα από όσα μέτωπα θα επιθυμούσε».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας