Η αποψινή ψηφοφορία στη Βουλή των Κοινοτήτων επί του σχεδίου συμφωνίας για το Brexit στο οποίο έχει καταλήξει η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι με την ευρωπαϊκή πλευρά είναι μία από τις πιο κρίσιμες, και ταυτόχρονα ιδιόμορφες, στα βρετανικά χρονικά.
Πρόκειται για μία ψηφοφορία που πραγματοποιείται καθυστερημένα, καθώς η ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ με αμφισβητήσιμους χειρισμούς ανέβαλε την αρχικώς προγραμματισμένη για τον Δεκέμβριο κοινοβουλευτική δοκιμασία, ενόψει προδιαγεγραμμένης ήττας. Ωστόσο, στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν προέκυψαν πραγματικά νέα δεδομένα, με αποτέλεσμα και σήμερα να προεξοφλείται καταψήφιση του σχεδίου – καθώς αρνητική ψήφο θα δώσουν τόσο οι βουλευτές της αντιπολίτευσης (που οραματίζονται λίγο ως πολύ μια περισσότερο “μαλακή” εκδοχή Brexit, αν όχι και την αναίρεση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2016), όσο και οι άνω των 65 ευρωσκεπτικιστές βουλευτές στους κόλπους των Συντηρητικών, που επιθυμούν “περισσότερο καθαρές λύσεις”.
Το πραγματικό ερώτημα της ημέρας αφορά λοιπόν το εύρος της απόρριψης της συμφωνίας και τις κινήσεις που θα ακολουθήσουν την επόμενη μέρα. Εάν η διαφορά υπέρ των αρνητικών ψήφων είναι διψήφια, τα πράγματα παραμένουν σχετικώς χειρίσιμα και τη Τερέζα Μέι θα δοκιμάσει να μεταφέρει την πίεση στην ευρωπαϊκή πλευρά, διεκδικώντας παραχωρήσεις της τελευταίας στιγμής οι οποίες θα μπορούσαν να μεταπείσουν ικανό αριθμό βουλευτών σε μιαν επόμενη προσπάθεια. Το σενάριο αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι οι “27” είναι επίσης απροετοίμαστοι επί της ουσίας για το ενδεχόμενο ενός Brexit χωρίς συμφωνία και άρα περισσότερο ελαστικοί από όσο δημοσίως διακηρύσσουν – ιδίως σε ό,τι αφορά το κρίσιμο για τους Βρετανούς ζήτημα της μη διαιώνισης της λεγόμενης δικλείδας ασφαλείας (backstop) για τα ιρλανδικά σύνορα.
Εάν όμως η διαφορά στη Βουλή των Κοινοτήτων είναι τριψήφια, οι εξελίξεις καθίσταται περισσότερο απρόβλεπτες: αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η τελευταία φορά που υπέστη πρωθυπουργός της Βρετανίας τέτοια κοινοβουλευτική ήττα ήταν το 1924. Η ίδια η πρωθυπουργία της Μέι θα απειληθεί. Ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν θα υποχρεωθεί να καταθέσει τις επόμενες μέρες πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης – απέναντι στην οποία όμως θα συσπειρωθούν οι Τόρις όλων των αποχρώσεων, ανεξαρτήτως της τοποθέτησής τους για το Brexit. Από την άλλη μεριά, η εσωκομματική αμφισβήτηση της πρωθυπουργού δεν έχει θεσμικό τρόπο έκφρασης, εφόσον οι αμφισβητίες απέτυχαν να ανατρέψουν τη Μέι τον Δεκέμβριο και δεν έχουν το δικαίωμα να επανέλθουν πριν την παρέλευση δωδεκαμήνου. Αυτό βεβαίως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το πολιτικό κλίμα να είναι τόσο βαρύ για την ένοικο της Ντάουνινγκ Στριτ, ώστε είτε με άτυπο προνουντσιαμέντο των κομματικών βαρώνων είτε και οικειοθελώς να παραιτηθεί.
Περισσότερο πιθανό είναι πάντως σε μια τέτοια περίπτωση, η επικεφαλής της βρετανικής κυβέρνησης να μεταθέσει την ευθύνη της διαμόρφωσης ενός “σχεδίου Β” στο ίδιο το κοινοβούλιο. Θα είναι τότε η στιγμή κατά την οποία θα καταστεί φανερό ότι η πανσπερμία απόψεων που εκφράζονται στο Ουάστμινστερ δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πλειοψηφία για κανένα συγκεκριμένο εναλλακτικό σχέδιο. Παρά την παραζάλη που επικρατεί, οι πραγματικά διαθέσιμες (και εφαρμόσιμες στον ελάχιστον χρόνο που απομένει) επιλογές είναι μόνο δύο: το σχέδιο Μέι και το Brexit χωρίς συμφωνία. Την ύστατη ώρα συνεπώς θα λειτουργήσει ένας διπλός εκβιασμός: όσοι δεν επιθυμούν αναίρεση της λαϊκής ετυμηγορίας, αλλά και όσοι δεν επιθυμούν χαοτική έξοδο θα πρέπει να συμβιβαστούν με το μη χείρον.
Όλα αυτά μπορούν να συνδυασθούν με ολιγόμηνη παράταση της προθεσμίας της 29ης Μαρτίου (οπότε βάσει του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβώνας το Brexit καθίσταται αμετάκλητο), αρκεί οι “27” να πεισθούν ότι με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται μεγαλύτερη σαφήνεια – και να βρουν τον τρόπο ώστε να μην υπάρξει συμμετοχή της Βρετανίας στις ευρωεκλογές του Μαϊου.
Είναι αυτή η πραγματικότητα που εξηγεί την “ξεροκεφαλιά” της πανταχόθεν βαλλόμενης πρωθυπουργού, η οποία ελπίζει (και σε ένα βαθμό το έχει ήδη καταφέρει) να μετατρέψει το δικό της πρόβλημα σε πρόβλημα των αντιπολιτευόμενων Εργατικών. Οι πρόωρες εκλογές τις οποίες με κάθε τρόπο επιδιώκουν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τους φέρουν στην κορυφή: κατά τις δημοσκοπήσεις οι Συντηρητικοί διατηρούν, παρά την οικτρή εικόνα τους, ένα μικρό προβάδισμα.
*Πηγή: Capital.gr