Η πραγματική δράση βρίσκεται αλλού. Η βρετανική πολιτική ζωή εξακολουθεί να προσφέρει θέαμα υψηλής έντασης, καθώς οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις οδηγούνται στην κορύφωσή τους, με την εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο της προσφυγής εναντίον της απόφασης του πρωθυπουργού, Μπόρις Τζόνσον, να αναστείλει τις εργασίες του Kοινοβουλίου για πέντε εβδομάδες (αντί για τις καθιερωμένες τρεις, κάθε Σεπτέμβριο που πραγματοποιούνται τα ετήσια συνέδρια των κομμάτων). Με τον ένοικο της Ντάουνινγκ Στριτ να αναζητά τρόπους να υλοποιήσει την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε. στις 31 Οκτωβρίου, παρά την απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων που του επιβάλλει να ζητήσει παράταση από τους “27”, οι πάντες διαπιστώνουν ότι το Brexit έχει οδηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε συνταγματική κρίση.
Και όμως. Η πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας ανάμεσα στο Λονδίνο και τους “27” κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί. Για την ακρίβεια, μόνο η προοπτική του χάους που απειλείται τώρα θα ήταν ποτέ σε θέση να μετακινήσει τις δύο πλευρές από το προηγούμενο αδιέξοδο. Και άλλωστε, η επίτευξη συμφωνίας πριν από τις 31 Οκτωβρίου θα απαλλάξει αυτομάτως τον Μπόρις Τζόνσον από τα περισσότερο θεσμικά και πολιτικά προβλήματά του εντός συνόρων. Εξού και μακριά από τον θόρυβο της βρετανικής πρωτεύουσας, τα ενθαρρυντικά μηνύματα από όσους πραγματικά μετράνε αιφνιδίως πληθαίνουν.
Το απέδειξε αυτό η συνέντευξη του απερχόμενου προέδρου της Κομισιόν στο Sky News την Πέμπτη. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ παραδέχθηκε ότι τυχόν ασύντακτη έξοδος της Βρετανίας θα ήταν καταστροφική και για την Ε.Ε., ενώ εξέφρασε την πεποίθηση ότι μια συμφωνία των δύο πλευρών είναι πιθανή.
Ραντεβού με τη Μέρκελ
Είχε προηγηθεί, την Τρίτη, τηλεφωνική επικοινωνία του Μπόρις Τζόνσον με την Άνγκελα Μέρκελ στην οποία, εν μέσω συμφωνίας για την ανάγκη συλλογικής αντιμετώπισης των γεωπολιτικών κρίσεων των ημερών (πρβ. τις επιθέσεις του Σαββάτου στη Σαουδική Αραβία), δόθηκε ραντεβού των δύο ηγετών την ερχόμενη εβδομάδα στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, με την προσδοκία ότι εκεί θα επισφραγιστεί ατύπως και το ντιλ για το Brexit.
Χωρίς να απαντήσει στο ερώτημα, αν οι πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας ξεπερνούν ή όχι το 50%, ο Γιούνκερ εμφανίσθηκε από την πλευρά του ευέλικτος στο ζήτημα του backstop, που κατεξοχήν ερεθίζει τους Βρετανούς. “Η δικλίδα ασφαλείας στα ιρλανδικά σύνορα δεν είναι κάτι στο οποίο η Κομισιόν έχει ιδιαίτερη προσκόλληση“, τόνισε. Αν οι στόχοι εκπληρώνονται και με τις εναλλακτικές ρυθμίσεις στις οποίες αναφέρεται ο Τζόνσον, τότε το backstop είναι αχρείαστο.
Οι πληροφορίες των προηγούμενων ημερών για την πιθανή δημιουργία μιας τελωνειακής ένωσης μόνο για τα αγροτοδιατροφικά προϊόντα ή για περιορισμό της ισχύος του backstop αποκλειστικά στη Βόρειο Ιρλανδία (ενδεχόμενο στο οποίο πλέον εμφανίζονται έτοιμοι να συγκατατεθούν και οι Βορειοϊρλανδοί Προτεστάντες Ενωτικοί που στηρίζουν τη βρετανική κυβέρνηση), απέκτησαν ξαφνικά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Τα non–paper
Ήδη, μετά από μακρά περίοδο κατά την οποία οι Βρυξέλλες κατηγορούσαν το Λονδίνο ότι δεν προσφέρει καμία επεξεργασμένη πρόταση ως προς τις “εναλλακτικές λύσεις” που επιθυμεί, η βρετανική κυβέρνηση κατέθεσε την Πέμπτη μια σειρά από εμπιστευτικά, τεχνικού χαρακτήρα non–papers που αποτυπώνουν τις ιδέες της, ενώ οι συζητήσεις σε πολιτικό επίπεδο άρχισαν χθες, με τη συνάντηση του Βρετανού υπουργού για το Brexit Στίβεν Μπάρκλεϊ και τον επικεφαλής διαπραγματευτή της Ε.Ε. Μισέλ Μπαρνιέ.
Η βρετανική πλευρά προτίθεται, σύμφωνα με εκπρόσωπό της, να καταθέσει επίσημες γραπτές λύσεις για την αντικατάσταση του backstop, όταν η Ε.Ε. θα είναι ξεκάθαρη ότι θα ασχοληθεί εποικοδομητικά με αυτές – και πάντως όχι με βάση μια “τεχνητή προθεσμία” (υπονοώντας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 17-18 Οκτωβρίου). Με άλλα λόγια, η Ντάουνινγκ Στριτ σκοπίμως χρονοτριβεί, προκειμένου να μην απορριφθεί το σχέδιό της. Το παιχνίδι της διαπραγμάτευσης πρόκειται, λοιπόν, να κριθεί μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ο Τζόνσον προσπαθεί, ο Φαράτζ καραδοκεί
Εν αναμονή της έκδοσης την ερχόμενη εβδομάδα της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου επί της προσφυγής κατά της αναστολής εργασιών του Κοινοβουλίου, η κυβέρνηση Τζόνσον είναι υποχρεωμένη να εμφανίζεται ότι διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων και ότι μάλιστα μια συμφωνία με τους “27” είναι προ των πυλών.
“Αν κατορθώσουμε να σημειώσουμε ικανοποιητική πρόοδο μέσα τις επόμενες μέρες, σκοπεύω να πάω σε αυτή την κρίσιμη σύνοδο κορυφής στις 17 Οκτωβρίου και να οριστικοποιήσω μια συμφωνία που θα προστατεύει τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και των πολιτών και στις δύο πλευρές της Μάγχης και στις δύο πλευρές των συνόρων στην Ιρλανδία”, υποστήριξε ο Βρετανός πρωθυπουργός σε άρθρο του στην εφημερίδα “Daily Telegraph”.
Ωστόσο, ο Νάιτζελ Φάρατζ, ηγέτης του κόμματος του Brexit, εξέφρασε την πεποίθηση (ή μήπως τον ευσεβή πόθο) ότι η τακτική αυτή θα αποτύχει. “Στη σύνοδο κορυφής η Ε.Ε. θα δώσει κάτι και ο Μπόρις θα το φέρει στο Κοινοβούλιο πριν από τις 31 Οκτωβρίου και, υποψιάζομαι, δεν θα καταφέρει να το περάσει”, δήλωσε σε συνέντευξη στο πρακτορείο Reuters, υποστηρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό το συντηρητικό κόμμα θα οδηγηθεί στη διάλυση.
Αν επαληθευτεί, ο άνθρωποι των αγορών ξέρουν τι πρέπει να φοβούνται.
Οικονομικές εκτιμήσεις
Υποβάθμιση των προσδοκιών για ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1,3% στο 1,2% για το 2019 και από το 1% στο 0,8% για το 2020, προβλέπει η πιο πρόσφατη οικονομική πρόβλεψη που εξέδωσε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Βρετανίας, εκτιμώντας ότι οι επιχειρηματικές επενδύσεις και η παραγωγικότητα θα βυθιστούν από τη στασιμότητα του Brexit, αλλά και την παγκόσμια επιβράδυνση.
Το επίσημο επιτόκιο αναμένεται να παραμείνει στο 0,75% τόσο για το 2019 όσο και για το 2020 και να ανέβει στο 1% το 2021, έναν χρόνο αργότερα απ’ ό,τι έδειχνε η προηγούμενη οικονομική πρόβλεψη του Επιμελητηρίου. Ο μέσος όρος αύξησης κερδών αναμένεται να ξεπεράσει τον πληθωρισμό, με ανάπτυξη 2,9%, 2,8% και 2,9% αντίστοιχα για τα ίδια έτη, έναντι πληθωρισμού 2,1%, 2,2% και 2,1%.
Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις αυτές αφορούν μία έξοδο της Βρετανίας με συμφωνία, καθώς το ενδεχόμενο της μη συμφωνίας υποστηρίζεται ότι θα οδηγήσει σε σημαντικές, ξαφνικές και μη αναμενόμενες αλλαγές στην οικονομία, από τις οποίες θα πρέπει να αναμένεται αναθεώρηση των προβλέψεων.