Ένα άρθρο της Debbie Bookchin, κόρης του Murray Bookchin, σχετικά με τον πατέρα της, τη σχέση του με τον Ocalan και την επίδραση των ιδεών του Αμερικανού φιλόσοφου στο κουρδικό κίνημα.
Μια ήπια ανοιξιάτικη μέρα στο Βερμόντ, τον Απρίλιο του 2004, ο πατέρας μου, ο ιστορικός και φιλόσοφος Murray Bookchin, κουβέντιαζε μαζί μου, όπως κάναμε σχεδόν καθημερινά. Μιλούσαμε για όλα και για όλους – τους φίλους, την οικογένεια και τους στοχαστές από τον Karl Marx και τον Karl Polanyi (τον οποίο θαύμαζε) μέχρι τον τότε πρόεδρο George W. Bush (τον οποίο δεν θαύμαζε) και τον George Smiley, τον φανταστικό χαρακτήρα του John Le Carré, με τον οποίο ταυτίστηκε και τον λάτρεψε. Έκανε μια παύση και άξαφνα αποκάλυψε κάτι που ακουγόταν ως μια περίεργη είδηση: «Προφανώς», είπε, «οι Κούρδοι διάβασαν το έργο μου και προσπαθούν να υλοποιήσουν τις ιδέες μου». Το είπε τόσο τυχαία και αδέξια που ήταν σαν να μην το πίστευε ούτε ο ίδιος.
Ο πατέρας μου, ογδόντα τριών ετών εκείνη την εποχή, είχε περάσει έξι δεκαετίες, γράφοντας εκατοντάδες άρθρα και είκοσι τέσσερα βιβλία που διατύπωναν ένα αντικαπιταλιστικό όραμα για μια οικολογική, δημοκρατική και ισότιμη κοινωνία που θα εξάλειφε την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και θα οδηγούσε την ανθρωπότητα σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο, ένα σύνολο ιδεών που ονόμασε «κοινωνική οικολογία». Παρόλο που το έργο του ήταν γνωστό στους αναρχικούς και ελευθεριακούς αριστερούς κύκλους, δεν θα το έλεγε κανείς ευρέως γνωστό.
Απροσδόκητα, εκείνη την εβδομάδα, έλαβε μια επιστολή από έναν ενδιάμεσο που έγραφε για λογαριασμό του φυλακισμένου Κούρδου ακτιβιστή Abdullah Ocalan, επικεφαλής του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK). Ως συνιδρυτής, θεωρητικός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης, ο Ocalan είχε μια εξαιρετικά μεγάλη φήμη – αλλά τίποτα σχετικό με την ιδεολογία του δεν έμοιαζε να έχει σχέση με αυτή του πατέρα μου.
Το ΡΚΚ, που ιδρύθηκε το 1978 ως επαναστατική μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση, διεξήγαγε για τριάντα χρόνια αντάρτικο για λογαριασμό των περίπου 15 εκατομμυρίων Κούρδων που ζουν στην Τουρκία και έχουν υποστεί μακρά ιστορία βίας (ΣΜ: ο πληθυσμός των Κούρδων της Τουρκίας δεν έχει υπολογιστεί ποτέ με ακρίβεια, προφανώς για λόγους σκοπιμότητας, ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις Κούρδων επιστημόνων και κουρδικών οργανώσεων, μπορεί να ξεπερνά τα 20 εκατομμύρια). Για δεκαετίες, η Τουρκία απαγόρευε στους Κούρδους να μιλούν τη δική τους γλώσσα, να φορούν παραδοσιακές ενδυμασίες , να χρησιμοποιούν κουρδικά ονόματα, να διδάσκονται την κουρδική γλώσσα στα σχολεία ή ακόμα και να παίζουν κουρδική μουσική. Οι Κούρδοι συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν για οποιαδήποτε έκφραση της πολιτιστικής ταυτότητάς τους ή της αντίθεσής τους στην τουρκική ιδεολογία του «μία χώρα, ένα έθνος, μία γλώσσα, μία θρησκεία», η οποία ξεκίνησε στις αρχές του εικοστού αιώνα, βρήκε την πλήρη έκφρασή της στον Κεμαλισμό και συνέχισε να είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και κάτω από την αυταρχική κυριαρχία του Προέδρου Erdoğan και του ισλαμικού κόμματός του.
Όπως και άλλα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα της δεκαετίας του 1970, το ΡΚΚ ιδρύθηκε αρχικά για να πετύχει την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Προσπάθησε να ενώσει τους Κούρδους, των οποίων η πατρίδα των πέντε χιλιετιών, μια γη γνωστή ως Κουρδιστάν, είχε αυθαίρετα χωριστεί μεταξύ Τουρκίας, Ιράν, Ιράκ και Συρίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, φαινόταν συχνά ότι αυτές οι τέσσερις χώρες ανταγωνίζονταν για το ποια θα κατάφερνε να προκαλέσει περισσότερη δυστυχία στον κουρδικό πληθυσμό της. Η σπασμωδική βία που μοιάζει με πογκρόμ, στην οποία έχουν υποβάλλει αυτά τα «νέα» έθνη-κράτη τους Κούρδους, περιλαμβάνει χημικά αέρια, βομβαρδισμούς, αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις, οικολογική καταστροφή και αφανισμό ολόκληρων χωριών. Από το 1984, όταν το PKK ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα, περίπου 40.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Κούρδοι. Όλα αυτά τα χρόνια του αγώνα, ο Ocalan υπήρξε ο ιδεολογικός και οργανωτικός ηγέτης του PKK.
Το 1999, ο Ocalan συνελήφθη στην Κένυα μετά την υποχρεωτική έξοδό του από τη Συρία, όπου είχε ζήσει για είκοσι χρόνια. Αφού μεταφέρθηκε στο απομακρυσμένο τουρκικό νησί Imrali (Καλόλιμνος), στην εσωτερική Θάλασσα του Μαρμαρά, ο Ocalan δικάστηκε και καταδικάστηκε για προδοσία. Η θανατική ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, επειδή η Τουρκία εκείνη την εποχή προσπαθούσε να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αντιτίθεται στην θανατική ποινή. Από τότε, ο Ocalan απομονώθηκε σε ένα κελί φυλακής στο συγκεκριμένο νησί, φρουρούμενος από εκατοντάδες φρουρούς, μαζί με λίγους, άλλους κρατούμενους (ΣΜ: ο Ocalan ήταν ο μοναδικός κρατούμενος στο Ιμραλί μέχρι το 2009. Έκτοτε, και κατόπιν πιέσεων από την Επιτροπή ενάντια στα βασανιστήρια, μεταφέρθηκαν στη φυλακή μερικοί ακόμη πολιτικοί κρατούμενοι). Παρά την απομόνωσή του – δεν τον έχει δει κανείς από τον Απρίλιο του 2016 και δεν έχει πρόσβαση στους δικηγόρους του από το 2011 – ο Ocalan παραμένει το καθοδηγητικό φως του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος στην Τουρκία και τη Συρία και για τους πολλούς υποστηρικτές του στη κουρδική διασπορά.
Όταν ο διαμεσολαβητής του Ocalan, ένας Γερμανός μεταφραστής, ο Reimar Heider, έγραψε στον πατέρα μου το 2004, τον ενημέρωσε ότι ο Κούρδος ηγέτης διάβαζε τις μεταφράσεις των βιβλίων του πατέρα μου στην τουρκική γλώσσα και θεωρούσε τον εαυτό του «καλό μαθητή» του. Πράγματι, ο Heider συνέχισε:
«Έχει επανοικοδομήσει την πολιτική του στρατηγική πάνω στο το όραμα μιας δημοκρατικής οικολογικής κοινωνίας και ανέπτυξε ένα μοντέλο για την οικοδόμηση της κοινωνίας των πολιτών στο Κουρδιστάν και τη Μέση Ανατολή… Πρότεινε τα βιβλία του Bookchin στους δημάρχους των κουρδικών πόλεων και προέτρεψε τους πάντες να τα διαβάσουν.»
Φάνηκε ότι μετά τη σύλληψή του, ο Ocalan απέκτησε πρόσβαση σε εκατοντάδες βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των τουρκικών μεταφράσεων πολλών ιστορικών και φιλοσοφικών κειμένων από τη Δύση. Του δόθηκε πρόσβαση σε αυτά τα βιβλία, καθώς προσπάθησε να επεξεργαστεί μια νομική στρατηγική για την υπεράσπισή του κατά τη διάρκεια της δίκης του για εσχάτη προδοσία και των επακόλουθων εφέσεων: στόχος του ήταν να εξηγήσει τις ενέργειές του ως επαναστάτης εξετάζοντας την τουρκο-κουρδική σύγκρουση τον εικοστό αιώνα μέσω μιας περιεκτικής ανάλυσης της ανάπτυξης του εθνικού κράτους, αρχίζοντας από την αρχαία Μεσοποταμία. Ο Ocalan άρχισε να γράφει αυτό που θα γινόταν μια πολύτομη ιστορική μελέτη, στην οποία προσπάθησε να προτείνει μια δημοκρατική λύση στο κουρδικό ζήτημα που θα απελευθέρωνε όχι μόνο τον κουρδικό λαό αλλά και θα επέτρεπε τη δημιουργία μιας αρμονικής σχέσης μεταξύ των Τούρκων και των Κούρδων και όλων των λαών της Μέσης Ανατολής.
Κατά τη διάρκεια αυτού του έργου, ο Ocalan επηρεάστηκε από διάφορους στοχαστές, όπως οι Ferdinand Braudel, Immanuel Wallerstein, Maria Mies και Michel Foucault. Επιπλέον, ο Ocalan άκουσε και καλλιέργησε τις απόψεις μιας γενιάς Κουρδισσών υπό την ηγεσία της Sakine Cansiz, συνιδρύτριας του PKK και θρυλικής φιγούρας, που επέζησε χρόνια αδιανόητων βασανιστηρίων στις τουρκικές φυλακές τη δεκαετία του 1980 και ενθαρρύνθηκε από τον Ocalan να γράψει τα απομνημονεύματά της. (η Cansiz δολοφονήθηκε από έναν Τούρκο πράκτορα στο Παρίσι το 2013, μαζί με δύο άλλες Κούρδισσες ακτιβίστριες). Η Cansiz επηρέασε εκατοντάδες Κούρδισσες στις φυλακές και στα στρατόπεδα εκπαίδευσης του PKK, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατα συλληφθείσας συν-δημάρχου της τουρκικής πόλης Ντιγιαρμπακίρ (Αμέντ), της Gültan Kişanak,η οποία είχε επίσης βασανιστεί στη φυλακή στη δεκαετία του 1980. Εντυπωσιασμένος από την αυτοθυσία και την ανεξαρτησία των γυναικών αυτών, ο Ocalan είχε ήδη ξεκινήσει τη δεκαετία του 1990 μια δραματική μετάβαση στο PKK από μια μαχητική πατριαρχική οργάνωση, που στρέφεται στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας στο πλαίσιο μαρξιστικών-λενινιστικών γραμμών, σε μια οργάνωση που τόνισε τις φεμινιστικές αξίες και επιδίωξε μια μορφή σοσιαλισμού πολύ διαφορετική από εκείνη που συνδέεται με την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, πολλά από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της πολιτικής φιλοσοφίας που ο Ocalan άρχισε να υιοθετεί τη δεκαετία του 2000 είναι βαθιά ριζωμένα στην ιδέα του πατέρα μου για την κοινωνική οικολογία και την πολιτική του πρακτική: «ελευθεριακή ομοσπονδία » ή «κοινοτισμός».
Ο πατέρας μου είδε τα οικολογικά προβλήματα ως εγγενώς κοινωνικά προβλήματα – της ιεραρχίας και της κυριαρχίας – τα οποία έπρεπε να επιλυθούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η περιβαλλοντική κρίση. “Ίσως το πιο συναρπαστικό πραγματικό γεγονός το οποίο οι ριζοσπάστες στην εποχή μας δεν αντιμετώπισαν επαρκώς”, γράφει, “είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός σήμερα έχει γίνει μια κοινωνία και όχι μόνο ένα οικονομικό σύστημα.” Η κοινωνική αλλαγή, επιμένει, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την εξαιτίας του καπιταλισμού λεηλασία του ανθρώπινου πνεύματος και του περιβάλλοντος καταργώντας τις ιεραρχικές ανθρώπινες σχέσεις και αποκεντρώνοντας την κοινωνία, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν δημοκρατικές μορφές οργάνωσης της λαϊκής βάσης. Αυτή η κοινωνική θεωρία του Bookchin, που απορροφάται και ενισχύεται από τον Ocalan με το όνομα «δημοκρατικός συνομοσπονδισμός», κατευθύνει τώρα εκατομμύρια Κούρδων στην προσπάθειά τους να οικοδομήσουν μια μη ιεραρχική κοινωνία και μια δημοκρατία που βασίζεται σε τοπικά συμβούλια.
Καθώς ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας εισέρχεται στην όγδοη χρονιά του, οι περισσότεροι Δυτικοί είναι εξοικειωμένοι με τις εικόνες αντρών και γυναικών που κρατούν καλάσνικοβ και ανήκουν στις μονάδες προστασίας του κουρδικού λαού, οι οποίες είναι γνωστές αντίστοιχα ως YPG, το οποίο αποτελείται κυρίως από άντρες, και YPJ, που αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες. Αυτοί οι πολιτοφύλακες πολέμησαν και θυσιάστηκαν κατά χιλιάδες στα πεδία μάχης της Συρίας ως ηγετικές μονάδες των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), της πολυεθνικής δύναμης που υποστήριξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην εκστρατεία εναντίον του ISIS. Λιγότερο συχνά γίνεται λόγος για αυτό για το οποίο αγωνίζονται: η ευκαιρία να επιτευχθεί όχι μόνο η πολιτική αυτοδιάθεση αλλά και μια νέα μορφή άμεσης δημοκρατίας, στην οποία κάθε μέλος της κοινότητας έχει ισότιμη άποψη στις λαϊκές συνελεύσεις που ασχολούνται με τα ζητήματα των γειτονιών τους και τις πόλεις -δηλαδή, τη δημοκρατία χωρίς κεντρικό κράτος.
Λόγω της καταστολής στην Τουρκία, αυτές οι ιδέες έχουν φθάσει στην πληρέστερη μορφή τους στο ιστορικά Κουρδικό βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας. Το 2012, τα συριακά κυβερνητικά στρατεύματα του προέδρου Bashar al-Assad αποσύρθηκαν από την περιοχή για να επικεντρωθούν στην καταπολέμηση των ανταρτών σε άλλα σημεία. Οι Κούρδοι της Συρίας παρακολουθούσαν τους αδελφούς τους να εφαρμόζουν μερικές από τις ιδέες του Ocalan σε πόλεις και κωμοπόλεις όπως το Ντιγιαρμπακίρ (Αμέντ), στην άλλη πλευρά των συνόρων στη νοτιοανατολική Τουρκία, και ετοιμάζονταν για την ευκαιρία τους. Άρχισαν να εφαρμόζουν τις ίδιες ιδέες σε τρία “καντόνια” στη Συρία, το Cizre, το Kobani και το Afrin, τα οποία φιλοξενούν περίπου 4,6 εκατομμύρια ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 2 εκατομμυρίων Κούρδων της Συρίας, καθώς και μικρότερους πληθυσμούς Αράβων, Ασσυρίων, Τουρκομάνων και άλλων εθνικών μειονοτήτων. Σε αυτά τα καντόνια, οι πολυεθνικές συνελεύσεις έχουν επιρροή και η επικρατούσα ηθική δίνει έμφαση στην ίση κατανομή της εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών, σε μια μη ιεραρχική, μη σεχταριστική και σαφώς οικολογική άποψη και μια συνεταιριστική οικονομία βασισμένη στις αντικαπιταλιστικές αρχές. Ο λαός αυτών των καντονιών έχει κάνει αυτές τις μεταρρυθμίσεις αντιμετωπίζοντας, παράλληλα, μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τον διπλασιασμό του πληθυσμού λόγω των προσφύγων από άλλες περιοχές της Συρίας και το εμπάργκο στα τρόφιμα και τις προμήθειες, από την Τουρκία και το Βόρειο Κουρδιστάν έως την Ανατολή και το ιρακινό Κουρδιστάν, όπου ο Κούρδος ηγέτης , Masoud Barzani, για περισσότερο από μία δεκαετία, διοικεί ένα καπιταλιστικό κρατίδιο που εξαρτάται εμπορικά από την Τουρκία.
Το 2014, τα τρία καντόνια ανακήρυξαν την αυτονομία τους ως Δημοκρατική Ομοσπονδία της Βόρειας Συρίας, η οποία έγινε κοινώς γνωστή ως Rojava, η κουρδική λέξη για τη “Δύση” (η Συρία είναι η δυτικότερη περιοχή του ευρύτερου Κουρδιστάν). Παρόλο που εξακολουθεί να είναι γνωστή ανεπίσημα ως Rojava, οι Κούρδοι έπαψαν να χρησιμοποιούν επισήμως το όνομα το 2016, σε αναγνώριση της πολυεθνικής φύσης της περιοχής και της δέσμευσής τους για ελευθερία για όλους και όχι μόνο για τον κουρδικό λαό. Η Δημοκρατική Ομοσπονδία βασίζεται σε ένα έγγραφο που ονομάζεται «Καταστατικός Χάρτης του Κοινωνικού Συμβολαίου», του οποίου η εισαγωγή δηλώνει την επιθυμία να οικοδομηθεί ”μια κοινωνία απαλλαγμένη από τον αυταρχισμό, τον μιλιταρισμό, τον συγκεντρωτισμό και την παρέμβαση της θρησκευτικής αρχής στις δημόσιες υποθέσεις”. Αναγνωρίζει επίσης την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και φιλοδοξεί να διατηρήσει την εσωτερική και διεθνή ειρήνη -μια επίσημη παραίτηση εκ μέρους των Κούρδων της Συρίας από την ιδέα ενός ξεχωριστού κράτους για τον λαό τους: αντ’αυτού, προσβλέπουν σε ένα ομόσπονδο σύστημα αυτοδιοικούμενων δήμων.
Στα ενενήντα έξι άρθρα που ακολουθούν, το Συμβόλαιο εγγυάται σε όλες τις εθνοτικές κοινότητες το δικαίωμα να διδάσκουν και να διδάσκονται στις γλώσσες τους, καταργεί τη θανατική ποινή και επικυρώνει την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και παρόμοιες συμβάσεις. Απαιτεί από τους δημόσιους οργανισμούς να εργαστούν για την πλήρη εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου και απαιτεί από το νόμο να επιβάλλει το ότι οι γυναίκες θα αποτελούν το 40% τουλάχιστον κάθε εκλογικού σώματος και ότι αυτές και οι εθνοτικές μειονότητες θα υπηρετούν ως συμπρόεδροι σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο προωθεί επίσης μια φιλοσοφία οικολογικής διαχείρισης που καθοδηγεί όλες τις αποφάσεις σχετικά με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, την οικονομία και τη γεωργία και διοικεί όλες τις βιομηχανίες, όπου είναι δυνατόν, σύμφωνα με συλλογικές αρχές. Το έγγραφο εγγυάται ακόμα πολιτικά δικαιώματα στους εφήβους.
Μεταξύ των πολλών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Δημοκρατική Ομοσπονδία είναι ότι το πείραμά της βρίσκεται σε μια ζώνη πολέμου. Η πόλη Kobani και η γύρω περιοχή υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ εναντίον του ISIS, ενώ το YPG και το YPJ νίκησαν εκεί την τζιχαντιστική πολιτοφυλακή μετά από μια εξάμηνη μάχη το 2014. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προμηθεύουν με στρατιωτική βοήθεια την SDF αλλά δεν παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια, και η ανασυγκρότηση του Kobani, καθώς και πολλών άλλων τμημάτων της Ομοσπονδίας που καταστράφηκαν από τον πόλεμο, ήταν πολύ αργή. Ενώ οι ουτοπικές πτυχές της Rojava έχουν προσελκύσει μερικές εκατοντάδες διεθνείς πολιτικούς εθελοντές που ασχολούνται με ζητήματα περιβαλλοντικών αποβλήτων και φύτευσης 50.000 φυτών σε μια προσπάθεια να καταστήσουν πάλι πράσινη τη Rojava, η περιοχή υποφέρει από έλλειψη νερού λόγω της Τουρκίας, η οποία δημιούργησε τεράστια φράγματα, που σκόπιμα επιβράδυναν τη ροή των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη και τους μετέτρεψαν σε ρυάκια, και πλημμύρησαν ιστορικούς οικισμούς στην τουρκική πλευρά των συνόρων.
Ενάντια στο υπόβαθρο μιας ολόκληρης κοινωνίας που κινητοποιήθηκε για την πολεμική προσπάθεια, υπήρξαν αμφισβητούμενες καταγγελίες για παιδιά στρατιώτες, εκτοπισμένους Άραβες χωρικούς και άλλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις περιοχές που ελέγχονταν από τους Κούρδους. Εσωτερικά, αντιμετωπίζεται η πρόκληση να μην υπάρξει η ιδεολογική ακαμψία που συχνά χαρακτηρίζει τα κινήματα με έναν χαρισματικό ηγέτη, όταν οι ελίτ διεκδικούν το μανδύα του ηγέτη σε βάρος των απόψεων που αποκλίνουν. Το σημαντικότερο όλων είναι να δούμε αν η Τουρκία, η οποία έχει δηλώσει την επιθυμία της να διαγράψει το έργο που γίνεται στη Rojava, θα υποχρεωθεί να υπακούσει ή θα της δοθεί το πράσινο φως από τον συνδυασμό των τριών παγκόσμιων δυνάμεων -Ρωσίας, Ιράν και ΗΠΑ- στην προσπάθειά της να ασκήσει έλεγχο στη Συρία. Ωστόσο, η πρόθεση του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι σαφής: να οικοδομήθει μια βασισμένη στη βάση, δημοκρατική, αποκεντρωμένη κοινωνία, στηριγμένη σε αρχές , όπως αυτές του πατέρα μου και του ίδιου του Abdullah Ocalan.
Γεννημένος στο Μπρονξ το 1921, o Murray Bookchin δέχτηκε επιρροές από την γιαγιά του Zeitel, μια Εβραιορωσίδα επαναστάτρια, που μετανάστευσε στις ΗΠΑ μετά την Επανάσταση του 1905. Με τον παρακάτω τρόπο, μου περιέγραψε αργότερα ο πατέρας μου τους αγώνες της γιαγιάς του και των συντρόφων της:
«Κάτω από αυτές τις κόκκινες σημαίες, ονειρεύονταν την ανθρώπινη χειραφέτηση, είχαν το ιδεώδες μιας αταξικής κοινωνίας, απαλλαγμένης από εκμετάλλευση, και αυτό ήταν ο μύθος, το όραμα και η ελπίδα τους. Επίσης, ζώντας σε αυτόν τον προβιομηχανικό κόσμο, όπου οι οικογένειες ήταν βασικά εκτεταμένες οικογένειες, με αμοιβαία αίσθηση εμπιστοσύνης, είχαν μια έντονη κοινωνική ζωή χαρακτηριζόμενη από αμοιβαία βοήθεια, που με τη σειρά της χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή πολιτισμική ευαισθησία και από ένα ριζοσπαστικό πολιτιστικό όραμα.»
Οι Bookchins είχαν δικούς τους αγώνες. Η μητέρα του πατέρα μου εγκαταλείφθηκε από τον σύζυγό της, όταν ο Murray ήταν ακόμη μικρό παιδί˙ μετά το θάνατο της γιαγιάς του, όταν ο ίδιος ήταν εννιά χρόνων, η οικογένεια βρισκόταν συχνά σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. Την ίδια εποχή, το 1930, έγινε μέλος των Νέων Πρωτοπόρων της Αμερικής, μιας κομμουνιστικής οργάνωσης νεολαίας. Στα δεκατρία του, «έμπλεξε» στην Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας . Ακόμη και τα νεότερα μέλη του κόμματος “αντιμετωπίζονταν σαν να είναι ενήλικες”, θυμόταν. Έπρεπε να έχουν διαβάσει το κομμουνιστικό μανιφέστο και πολλά άλλα κείμενα, στέλνονταν στους δρόμους για να πουλήσουν την εφημερίδα του κόμματος, υποστήριζαν τις εργατικές προσπάθειες. Η Μεγάλη Ύφεση ενίσχυσε την ταξική συνείδηση του πατέρα μου και τη δέσμευσή του για κοινωνική αλλαγή -περισσότερες από μία φορές, αυτός και η μητέρα του εκδιώχθηκαν από διαμερίσματα στο Μπρονξ. Ως νεαρός ριζοσπάστης, καλλιέργησε τις ικανότητές του στο χωνευτήρι του Crotona Park. Ο πατέρας μου, αργότερα, θυμόταν την εποχή της δεκαετίας του 1930 ως “βαθιά ταραχώδη περίοδο”:
«Είναι πολύ δύσκολο να σας δώσω κάποια ιδέα για το βαθμό στον οποίο σχεδόν κάθε μέρα αισθανόταν κάποιος κάτι καινούργιο, ότι κάτι πολιτικά συναρπαστικό και κατά κάποιο τρόπο επικίνδυνο συνέβαινε. Για παράδειγμα, είχαμε συνεχείς συναντήσεις στις γωνίες του δρόμου και πήγαινα από τη μια συνάντηση με τους φίλους μου σε μια άλλη συνεχώς. Και τελικά άρχισα πραγματικά να μιλάω με αυτά που θα αποκαλούσατε χωνιά ή πρόχειρες ντουντούκες σήμερα. Εν τω μεταξύ, προσπάθησα να κερδίσω τη ζωή μου με την πώληση εφημερίδων και τη μεταφορά παγωτού στην πλάτη μου στο πάρκο Crotona, μέσα σε ένα τεράστιο είδος μονωμένου κουτιού – κυνηγημένος από την αστυνομία, παρεμπιπτόντως, επειδή ήταν παράνομο εκείνη την εποχή να πουλάμε παγωτό – αυτό ήταν το προνόμιο κυρίως μικρών περιπτέρων συνέπεια παραχωρήσεων που έδινε το πάρκο σε κάποιους πολίτες. Έτσι, ακόμη και από την ηλικία των δεκατριών και δεκατεσσάρων, ως εργάτης, άρχισα να κερδίζω το δικό μου ψωμοτύρι.»
Παρά το γεγονός ότι διδάχτηκε αυστηρά τα καλύτερα σημεία της μαρξιστικής θεωρίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν ήταν ποτέ δεσμευμένος από ορθοδοξίες, εγκαταλείποντας το Κομμουνιστικό Κόμμα μετά την υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν, στράφηκε πρώτα στον Τροτσκισμό και στη συνέχεια έγινε αναρχικός -και παρέμεινε για περίπου τέσσερις δεκαετίες, μεταξύ της δεκαετίας του 1960 και της δεκαετίας του ’90. Τελικά, απέκλεισε τον όρο αυτό επίσης, υποστηρίζοντας ότι ο αναρχισμός μετατράπηκε υπερβολικά εύκολα σε μια πολιτική που επικεντρώθηκε στην προσωπική άσκηση της ελευθερίας εις βάρος της σκληρής δουλειάς που απαιτείται για την οικοδόμηση πολιτικών θεσμών ικανών να επιτύχουν μόνιμη κοινωνική αλλαγή.
Ο πατέρας μου δεν παρακολούθησε ποτέ κολέγιο και, ως αυτοδίδακτος, ίσως ποτέ δεν ένιωθε περιορισμένος από κάποια συγκεκριμένη σχολή πνευματικής διερεύνησης. Η μελέτη του κυλούσε ευρέως και βαθιά, από θέματα όπως η βιολογία και η φυσική στη φυσική ιστορία και τη φιλοσοφία. Η εμπειρία του στη βιομηχανική εργασία -πήγαινε στο Bayonne του New Jersey, για να χύσει χάλυβα σε ένα ζεστό χυτήριο- απλά επιβεβαίωσε τη συμπάθειά του για το σοσιαλιστικό όραμα. Αργότερα, όμως, η θητεία του ως συνδικαλιστικός διοργανωτής των Ενωμένων Ηλεκτρολόγων Εργατών τον έπεισε ότι το αμερικανικό προλεταριάτο, απασχολημένο όπως ήταν με ζητήματα καθημερινής επιβίωσης και αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις, ήταν απίθανο να είναι ο επαναστατικός φορέας που είχε προβλέψει ο Μαρξ. Άρχισε να θέτει υπό αμφισβήτηση και άλλες αρχές του μαρξισμού, συμπεριλαμβανομένης της έμφασης που δίνει στην κεντρική κρατική εξουσία και την επιμονή του για την “αμείλικτη αδιαλλαξία των κοινωνικών νόμων”.
Ήταν επίσης σαφές σε αυτόν από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη βρισκόταν σε έντονη αντίθεση με τον φυσικό κόσμο. Η ρύπανση του αέρα και των υδάτων, η ακτινοβολία, το πρόβλημα των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα και ο αντίκτυπος στις πόλεις της επεκτατικής πολεοδόμησης, έκαναν τον πατέρα μου να αναζητήσει μια επαναξιολόγηση των επιπτώσεων του καπιταλισμού, η οποία θα λάμβανε υπόψη τις περιβαλλοντικές και όχι μόνο τις οικονομικές ανησυχίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Bookchin θεωρούσε την οικολογική καταστροφή σύμπτωμα των βαθιά εδραιωμένων κοινωνικών προβλημάτων, ιδέες που επεξεργάστηκε σε ένα πρωτοποριακό δοκίμιο το 1964 με τίτλο “Οικολογία και Επαναστατική Σκέψη”, το οποίο καθιέρωσε την οικολογία ως πολιτική έννοια και έβαλε το περιβάλλον στο κέντρο κάθε σχεδίου κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο οποίος πίστευε ότι ήταν οι ανεπάρκειες και οι ελλείψεις της φύσης που οδήγησαν στην υποταγή του ανθρώπου, ο Bookchin υποστήριξε ότι η έννοια της υπερ-εκμετάλλευσης της φύσης ακολούθησε και προήλθε από την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και ότι μόνο με την εξάλειψη των κοινωνικών ιεραρχιών – του φύλου, της φυλής, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ηλικίας και της κοινωνικής θέσης – θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να επιλύουμε την περιβαλλοντική κρίση. Υποστήριξε, ενάντια στον Μαρξ, ότι η αληθινή ελευθερία δεν θα πραγματοποιηθεί απλώς με την εξάλειψη της κοινωνίας των τάξεων αλλά με την εξάλειψη όλων των μορφών κυριαρχίας. «Δυστυχώς», θα παρατηρούσε αργότερα, «ο μαρξισμός σχεδόν σιώπησε όλες τις προηγούμενες επαναστατικές φωνές για περισσότερο από έναν αιώνα και κράτησε την ίδια την ιστορία στην παγωμένη λαβή μιας αξιοσημείωτα αστικής θεωρίας της ανάπτυξης, βασισμένης στην κυριαρχία επί της φύσης και τη συγκέντρωση της εξουσίας».
Ο πατέρας μου άρχισε πρώτα να επεξεργάζεται αυτές τις ιδέες σε μια σειρά άρθρων στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με τίτλους όπως ο «Αναρχισμός μετά την Ανεπάρκεια», «Προς μια Απελευθερωτική Τεχνολογία» και «Ακούστε Μαρξιστές!» – δοκίμια που οδήγησαν μια νέα γενιά αντιπολεμικών ακτιβιστών προς μια βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικών παθογενειών για τις οποίες ένιωθαν ότι ήταν αναγκαία μια νέα κοινωνική προσέγγιση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συζήτησε με πολλές σημαντικές προσωπικότητες της αριστεράς, από τους Eldridge Cleaver και Daniel Cohn-Bendit στους Herbert Marcuse και Guy Debord και επηρέασε κάποιους. Πίεσε τους Γάλλους επαναστάτες των γεγονότων του Μαΐου του 1968 να μην υποκύψουν στις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος να ελέγξει το φοιτητικό κίνημα, ώθησε ηγέτες των Μαύρων Πανθήρων όπως οι Cleaver και Huey Newton να εγκαταλείψουν την προσήλωσή τους στο Μαοϊκό δόγμα του ότι οι επαναστάσεις πραγματοποιούνται από πειθαρχημένα στελέχη που καθοδηγούνται από μια κεντρική ηγεσία και συναντήθηκε με τον Μαρκούζε, τον οποίο παρότρυνε να αποκτήσει μια βαθύτερη οικολογική ευαισθησία.
Με την πάροδο των ετών, μερικές από τις θεωρίες του Bookchin σχετικά με τις ομάδες συγγένειας, τις λαϊκές συνελεύσεις, τον οικο-φεμινισμό, τη λαϊκή δημοκρατία και την ανάγκη εξάλειψης της ιεραρχίας, υιοθετήθηκαν από τους ακτιβιστές της αντιπυρηνικής εκστρατείας, τους ακτιβιστές κατά της παγκοσμιοποίησης και τελικά και από το κίνημα Occupy. Αυτές οι ομάδες ενσωμάτωσαν τις ιδέες του πατέρα μου – ίσως συχνά μη γνωρίζοντας την προέλευσή τους – γιατί προσέφεραν τρόπους δράσης και οργάνωσης που προετοίμαζαν την κοινωνική αλλαγή που επεδίωκαν. Τη δεκαετία του 1980 λοιπόν, το έργο του επηρεάζει τα Πράσινα κινήματα στην Ευρώπη. Σήμερα, ένα κίνημα “κοινοτισμού” βασισμένο στις ιδέες του κερδίζει δυναμική σε πόλεις σε όλο τον κόσμο. Πριν από τη Rojava, όμως, το όνομα του Murray Bookchin σπάνια αναφερόταν στα κύρια ΜΜΕ.
Ο πατέρας μου μετακόμισε από το Lower East Side της Νέας Υόρκης στο Βερμόντ το 1971. Ήταν πενήντα ετών. Αυτός και η Beatrice, η μητέρα μου, είχαν χωρίσει μετά από δώδεκα χρόνια γάμου, αλλά συνέχισε να ζει μαζί της για πολλά χρόνια και αυτή παρέμεινε πολιτικός του σύντροφος και άνθρωπος εμπιστοσύνης για το υπόλοιπο της ζωής του. Στο Βερμόντ, έγινε ενεργός στο αντιπυρηνικό κίνημα, ενώ αυτή ηγήθηκε της αντιπολίτευσης στις προσπάθειες του τότε δημάρχου του Μπέρλινγκτον, Μπέρνι Σάντερς, να προωθήσει τεράστια εμπορική ανάπτυξη στην προκυμαία του Μπέρλινγκτον. Μαζί, οι γονείς μου ξεκίνησαν το Burlington Greens, ένα από τα πρώτα κοινοτικά κινήματα στις ΗΠΑ. Και στο σπίτι τους στο Μπέρλινγκτον έγραψε το magnum opus του, το “Η Οικολογία της Ελευθερίας”, που δημοσιεύτηκε το 1982 και μεταφράστηκε στα Τουρκικά δώδεκα χρόνια αργότερα.
Σε αυτό, ο πατέρας μου παρακολούθησε την εμφάνιση της ιεραρχίας από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, εξετάζοντας την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αυτό που ονομάζει “κληρονομιά της κυριαρχίας” και στην “κληρονομιά της ελευθερίας” στην ανθρώπινη ιστορία. Παράλληλα με την τάση του ανθρώπινου πολιτισμού να γίνει περισσότερο κοινωνικά στρωματοποιημένος, που δημιούργησε τεράστιες ανισότητες και έδωσε αδικαιολόγητη εξουσία στα έθνη-κράτη, υπήρχε μια πλούσια παράδοση ελευθερίας, από την πρώτη της εμφάνιση ως λέξη στη Σουμεριακή σφηνοειδή γραφή, έως τη χρήση της από φιλόσοφους όπως ο Αυγουστίνος και η εμφάνισή της στην αντι-κρατική, ριζοσπαστική σκέψη στοχαστών όπως ο Charles Fourier. Αυτή η κληρονομιά της ελευθερίας παρέχει ένα παράλληλο όραμα για τη δυνητική ανάπτυξη της ανθρωπότητας, που αμφισβητεί την αποδεκτή σοφία του Μαρξ ότι το κράτος και ο καπιταλισμός ήταν “ιστορικά απαραίτητα” για την πρόοδο της κοινωνίας προς τον σοσιαλισμό. Δεν ήταν μόνο περιττά, υποστήριξε ο πατέρας μου, αλλά η κλασική μαρξιστική πίστη στον “προοδευτικό” ιστορικό ρόλο του καπιταλισμού είχε εμποδίσει το σχηματισμό μιας αληθινά ελευθεριακής αριστεράς.
Ο Ocalan διάβασε την Οικολογία της Ελευθερίας και συμφώνησε με την ανάλυσή του. Στο δικό του βιβλίο «Για την υπεράσπιση ενός λαού», που κυκλοφόρησε στη γερμανική γλώσσα το 2010 (επίκειται η αγγλική μετάφραση), ο Ocalan έγραψε:
«Η ανάπτυξη της εξουσίας και της ιεραρχίας πριν την εμφάνιση της ταξικής κοινωνίας αποτελεί σημαντική καμπή στην ιστορία. Κανένας νόμος της φύσης δεν απαιτεί από τις φυσικές κοινωνίες να εξελιχθούν σε ιεραρχικές, κρατικές κοινωνίες. Το πολύ-πολύ θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια τάση. Η μαρξιστική πεποίθηση ότι η κοινωνία των τάξεων είναι αναπόφευκτη είναι ένα μεγάλο λάθος.»
Παρουσιάζοντας τα παραδείγματα της ισοπολιτείας και της αμοιβαίας βοήθειας που χαρακτήριζαν τις πρώιμες κοινωνίες, ο πατέρας μου υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός δεν ήταν το αναπόφευκτο τελικό προϊόν του ανθρώπινου πολιτισμού. Υπέδειξε ότι η ανάκαμψη των παρορμήσεων προς τη συνεργασία, την αμοιβαία βοήθεια και την οικολογική βιωσιμότητα θα μπορούσε να επιτευχθεί σε μια σύγχρονη κοινωνία με την οικοδόμηση μια ηθικής, οικολογικής οικονομίας που θα βασίζεται στις ανθρώπινες ανάγκες, την προώθηση τεχνολογιών που μπορούν να αποκεντρώσουν πόρους, όπως η ηλιακή και αιολική ενέργεια, και την οικοδόμηση δημοκρατικών συνελεύσεων λαϊκής βάσης που θα ενδυναμώνουν τους ανθρώπους σε τοπικό επίπεδο.
Η έμφαση του πατέρα μου στην ιεραρχία έγινε κύριο χαρακτηριστικό της προσπάθειας του Ocalan να επαναπροσδιορίσει το κουρδικό ζήτημα. Στο βιβλίο του ”Οι Ρίζες Του Πολιτισμού” (ΣΜ: αγγλικός τίτλος The Roots of Civilisation (Prison Writings #1) -το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), τον πρώτο δημοσιευμένο τόμο των γραπτών του Ocalan από τη φυλακή, ασχολήθηκε με την ιστορία των πρώιμων κοινωνιών και τη μετάβαση στον καπιταλισμό. Όπως και ο Bookchin, ανέδειξε το σχηματισμό πρώιμων κοινωνιών στη Μεσοποταμία, το λίκνο του πολιτισμού και τη γενέτειρα της τέχνης, της γραπτής γλώσσας και τη γεωργίας. Μας υπενθύμισε ότι οι ισχυροί δεσμοί συγγένειας, που παραμένουν ένα χαρακτηριστικό της κουρδικής οικογενειακής ζωής-οι παραδοσιακές σχέσεις των εκτεταμένων οικογενειών και ο λαϊκός πολιτισμός- μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μια νέα ηθική της κοινωνίας που συγχωνεύει τις καλύτερες πτυχές των αξιών του Διαφωτισμού με την κοινοτική και οικολογική ευαισθησία.
Ο Ocalan πηγαίνει πέρα από τον Bookchin στη σημασία που αποδίδει στην πατριαρχία. Ο πατέρας μου είχε εξετάσει το πώς οι ιεραρχίες προέκυψαν από την ανάγκη των ηλικιωμένων στην κοινωνία να διατηρήσουν την εξουσία τους καθώς γερνούσαν, θεσμοθετώντας την κοινωνική τους θέση στη μορφή σαμάνων και αργότερα ιερέων – μια διαδικασία που περιλάμβανε την κυριαρχία των αντρών πάνω στις γυναίκες. Ο Ocalan, όμως, βλέπει την πατριαρχία ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου πολιτισμού. «Η ιστορία 5000 ετών πολιτισμού είναι ουσιαστικά η ιστορία της υποδούλωσης της γυναίκας», έγραψε σε ένα φυλλάδιο με τίτλο «Απελευθερώνοντας τη ζωή: Επανάσταση της γυναίκας» (που δημοσιεύτηκε στα αγγλικά το 2013). «Το εύρος της υποδούλωσης της γυναίκας και η εκ προθέσεως κάλυψη αυτού του γεγονότος συνδέεται στενά με την άνοδο μέσα στην κοινωνία της ιεραρχικής και της κρατικής εξουσίας». Η αναίρεση αυτών των εδραιωμένων θεσμικών και ψυχολογικών σχέσεων εξουσίας θα απαιτήσει, σύμφωνα με τον Ocalan, ένα νέο όραμα για την κοινωνία -και μια βαθιά προσωπική αυτοκριτική από την πλευρά των ανδρών.
Το ενδιαφέρον του Ocalan για την απελευθέρωση των γυναικών προηγήθηκε της φυλάκισής του στο Imrali και δεν ήταν ποτέ απλώς ένα θεωρητικό θέμα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, Κούρδισσες, τόσο από τη Συρία όσο και από την Τουρκία, όπου υπέστησαν ιδιαίτερα σκληρή καταστολή στα χέρια του τουρκικού κράτους, προσχώρησαν στο ΡΚΚ σε μεγάλους αριθμούς. Αφήνοντας τα χωριά και τις πόλεις τους για να ταξιδέψουν στα στρατόπεδα εκπαίδευσης του PKK στην κοιλάδα Bekaa του Λιβάνου και τα βουνά Qandil του Ιράκ, οι γυναίκες αυτές βοήθησαν να αυξηθούν οι αγωνιστές του PKK σε 15.000 το 1994, ενώ οι γυναίκες αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο της δύναμης του. Λόγω της σημασίας που έδινε το PKK στη μελέτη και την εκπαίδευση, αυτές οι γυναίκες, παράλληλα με την εκπαίδευσή τους στο αντάρτικο, διάβαζαν επίσης φεμινιστικά και άλλα ριζοσπαστικά κείμενα. Ο Ocalan, ο οποίος είχε ήδη επανεξετάσει το πρόβλημα της “κυρίαρχης ανδρικής” προσωπικότητας στο PKK, υποστήριξε τα αιτήματά τους για ίσα δικαιώματα, μια ξεχωριστή οργάνωση πολιτοφυλακής και τα δικά τους θεσμικά όργανα. Όπως εξηγεί η Meredith Tax στο πρόσφατο βιβλίο της: “Ο Απρόβλεπτος Δρόμος, Οι Γυναίκες Πολεμούν το Ισλαμικό Κράτος”, η δημιουργία αποκλειστικά γυναικείων μονάδων στο ΡΚΚ ήταν ζωτικής σημασίας για να «δοθεί στις γυναίκες η εμπιστοσύνη και η ηγετική εμπειρία για να κάνουν το άλμα σε ένα πλήρως χωριστό γυναικείο στρατό».
Όπως ο Bookchin χρόνια νωρίτερα, ο Ocalan είχε επίσης απογοητευθεί από τον κρατικό σοσιαλισμό. «Μην κοιτάτε τη Σοβιετική Ένωση ως Θεό του σοσιαλισμού και τον τελευταίο Θεό σε αυτό», είχε πει σε μια συνέντευξη το 1991. «Το όνειρο μιας σοσιαλιστικής ουτοπίας δεν είναι μόνο μαρξιστικό-λενινιστικό. Είναι τόσο παλιό όσο και η ανθρωπότητα». Όλο και περισσότερο πεπεισμένος ότι το ίδιο το κράτος ήταν το πρόβλημα, άρχισε να επαναπροσδιορίζει το στόχο του κινήματος όχι ως Κουρδικό έθνος, αλλά ως αυτόνομη δημοκρατική οντότητα σε μια ομοσπονδία που θα παρείχε παρόμοια αυτονομία σε όλες της άμεσα εμπλεκόμενες ομάδες – ένα είδος πολιτικού συστήματος πολύ διαφορετικού από αυτό που υπάρχει τώρα στη Μέση Ανατολή ή σχεδόν οπουδήποτε.
«Το έθνος-κράτος μας μετατρέπει σε υπανθρώπους», έγραψε ο Bookchin στο δοκίμιο του 1985 “Επανεξετάζοντας την Ηθική, τη Φύση και την Κοινωνία”. «Μας ξεπερνά, μας εξαπατά, μας κλέβει την πραγματική ουσία μας, μας εξευτελίζει, μας ταπεινώνει – μας σκοτώνει στις ιμπεριαλιστικές περιπέτειες… Είμαστε τα θύματα του εθνικού κράτους, όχι τα συστατικά του – όχι μόνο σωματικά και ψυχολογικά, αλλά και ιδεολογικά». Ο Ocalan τελικά ασπάστηκε αυτή την άποψη. Το 2005 εξέδωσε μια «Διακήρυξη» σύμφωνα με την οποία «η πολιτική ρίζα της λύσης του δημοκρατικού έθνους είναι ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός της κοινωνίας των πολιτών, που δεν είναι κράτος». Αντίθετα, πρέπει να βασίζεται στην «κοινοτική μονάδα», μια οικολογική, κοινωνική και οικονομική κατασκευή που δεν «στοχεύει να αποκομίσει κέρδος» αλλά να εξυπηρετήσει τις συλλογικά καθορισμένες ανάγκες των ανθρώπων που ζουν εκεί. Το έγγραφο χρησίμευσε ως όραμα που ο ίδιος ελπίζει ότι θα αγκαλιαστεί από όλο το Κουρδιστάν -συμπεριλαμβανομένων των 6 εκατομμυρίων Κούρδων στο Ιράν και άλλων τόσων περίπου αριθμό στο Ιράκ.
Εδώ, ο Ocalan επανέλαβε το πρόγραμμα του πατέρα μου στο έργο του “Αστικοποίηση χωρίς Πόλεις”, το οποίο ο Ocalan διάβασε στη φυλακή και συνέστησε στους δημάρχους του Μπακούρ (ΣΜ: Bakur στα κουρδικά σημαίνει ‘βόρειος’ και έτσι αποκαλείται από του Κούρδους το βόρειο, τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν) στη νοτιοανατολική Τουρκία. Στο βιβλίο αυτό, ο πατέρας μου παρακολούθησε την ιστορία της αστικής μεγαλούπολης, από την Αθήνα στην Κομμούνα των Παρισίων και πέρα από αυτήν, σε μια προσπάθεια να “επαναπροσδιορίσει την πόλη, να την απεικονίσει όχι ως απειλή για το περιβάλλον αλλά ως μια μοναδική ανθρώπινη, ηθική, και οικολογική κοινότητα”, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τόπος μιας νέας πολιτικής δημοκρατίας της συνάθροισης -μια τέχνη στην οποία κάθε πολίτης έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι η κοινότητα αναθέτει το πεπρωμένο της στην ηθική του ακεραιότητα και ορθολογικότητά του. «Η πόλη», έγραψε, πρέπει να «θεωρηθεί ως ένα νέο είδος ηθικής σύναξης, μια ανθρώπινης κλίμακας προσωπική ενδυνάμωση, ένα συμμετοχικό, ακόμα και οικολογικό σύστημα λήψης αποφάσεων και μια ξεχωριστή πηγή πολιτικού πολιτισμού». Υποστήριξε ότι με την άσκηση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής σε επίπεδο δήμου, οι άνθρωποι μπορούν, στην πραγματικότητα, να δημιουργήσουν μια νέα δημοκρατική κοινωνία μέσα στο κέλυφος της παλιάς, επαναποκτώντας τον έλεγχο από το κεντρικό κράτος.
Αυτές οι “κοινοτιστικές” ιδέες τέθηκαν σε εφαρμογή στις πόλεις της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας της Βόρειας Συρίας. Ένα περίπλοκο σύστημα δημοκρατικών συμβουλίων ξεκινά από το επίπεδο των “κοινοτήτων” (οικισμοί μεταξύ τριάντα και τετρακοσίων οικογενειών). Η κοινότητα στέλνει αντιπροσώπους στο συμβούλιο της γειτονιάς ή του χωριού, το οποίο με τη σειρά του στέλνει αντιπροσώπους στην περιφέρεια (ή την πόλη) και τελικά στις συνελεύσεις που αφορούν ολόκληρη την περιοχή. Οι πολίτες συμμετέχουν σε επιτροπές για την υγεία, το περιβάλλον, την άμυνα, τα γυναικεία θέματα, την οικονομία, την πολιτική, τη δικαιοσύνη και την ιδεολογία. Ο καθένας δικαιούται να μιλήσει. Και σύμφωνα με τις ιδέες του Ocalan σε θέματα που σχετίζονται με τις γυναίκες, τα συμβούλια των γυναικών έχουν την εξουσία να παρακάμπτουν τις αποφάσεις των άλλων συμβουλίων όταν το θέμα αφορά ειδικά τα συμφέροντα των γυναικών.
Παρόλο που το ΡΚΚ παραμένει η ηγετική αντιπολιτευτική δύναμη για τους περισσότερους Κούρδους που αντιτίθενται στις πολιτικές του Τούρκου προέδρου Erdoğan, υπήρξαν διαφορές στο κίνημα, κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν ο Ocalan άρχισε να εφαρμόζει στα σοβαρά την δημοκρατική συνομοσπονδία. Ωστόσο, αποτελεί μαρτυρία του χαρακτήρα της ηγεσίας του το γεγονός ότι, αν και έχει υπομείνει σχεδόν δύο δεκαετίες φυλάκισης, η μεγάλη πλειοψηφία του κουρδικού λαού ακολούθησε το μονοπάτι που αυτός διαμόρφωσε. Παρ’όλα αυτά, το PKK παραμένει στη μαύρη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων σύμφωνα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης επιμένουν ανεξήγητα να αποκαλούν τον Ocalan Μαρξιστή και το PKK “Μαρξιστικό-Λενινιστικό”, περισσότερο από μια δεκαετία μετά την επίσημη αποκήρυξη της ιδεολογίας και στην πράξη και σε χιλιάδες σελίδες των κειμένων του Ocalan.
Μέχρι τις εκλογές στην Τουρκία τον Ιούνιο του 2015, το ΡΚΚ είχε κηρύξει μονομερή κατάπαυση του πυρός και η απόδειξη για την δέσμευσή του στη δημοκρατία της βάσης ήταν η πλήρη άνθηση της στις κουρδικές πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου οι γυναίκες εργάζονταν ως συν-δήμαρχοι και υπηρετούσαν σε όλους τους τομείς της διοίκησης της πόλης. Στις εκλογές, το φιλοκουρδικό κόμμα HDP κέρδισε το 13% των ψήφων, και έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο της Τουρκίας. Ακολούθως, ο Erdoğan σταμάτησε τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει μεταξύ του κράτους και του Ocalan το 2013 και άρχισε μια επίμονη επίθεση στην κουρδική περιοχή. Η στρατιωτική εκστρατεία και η αντίσταση του PKK είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων, με χιλιάδες περισσότερους φυλακισμένους – μεταξύ τους, τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, τον χαρισματικό ηγέτη του HDP που διεκδικεί τώρα την προεδρία μέσα από τη φυλακή, στις εκλογές που κήρυξε ο Erdoğan για τις 24 Ιουνίου (ΣΜ: το άρθρο δημοσιεύτηκε λίγο πριν τις πρόσφατες εκλογές στην Τουρκία).
Στις 24 Μαΐου, το Διαρκές Δικαστήριο των Λαών με έδρα τη Ρώμη, το οποίο ιδρύθηκε το 1979 για να συνεχίσει το έργο του δικαστηρίου Russell (το οποίο είχε διερευνήσει εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ), έκρινε ότι το ΡΚΚ δεν ήταν τρομοκρατική οργάνωση, αλλά μια από τις μαχόμενες πλευρές σε μια “μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση” και έκρινε προσωπικά υπεύθυνο τον Erdoğan για εγκλήματα πολέμου κατά του κουρδικού λαού, επειδή δεν συμμορφώθηκε με τις Συμβάσεις της Γενεύης για μια περίοδο δεκαοκτώ μηνών από τον Ιούνιο του 2015 έως τον Ιανουάριο του 2017. Σε απόφαση που ανακοινώθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, το δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η Τουρκία είναι ένοχη για μυστικές επιχειρήσεις, “στοχευμένες δολοφονίες, εξωδικαστικές εκτελέσεις, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις”, για την καταστροφή κουρδικών πόλεων και τον εκτοπισμό 300.000 πολιτών όπως επίσης και την “άρνηση στον κουρδικό λαό του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, επιβολής της τουρκικής ταυτότητας και καταστολή του δικαιώματος του κουρδικού λαού στη συμμετοχή του στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας”. Το δικαστήριο προέτρεψε την άμεση επανέναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τους Κούρδους στην Τουρκία και κάλεσε επίσης την Τουρκία να σταματήσει όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων στη Συρία.
Η επιμονή της Τουρκίας ότι και οι Κούρδοι της Συρίας είναι “τρομοκράτες” λόγω της ιδεολογικής τους σχέσης με τον Ocalan ανάγκασε τις ΗΠΑ να ισορροπήσουν σε μια λεπτή γραμμή -στηρίζοντας το YPG και YPJ ως μέρος των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων και αρνούμενοι τους δεσμούς τους με το PKK, ενώ συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι το ΡΚΚ στην Τουρκία είναι τρομοκρατική οργάνωση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ οι Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι στηρίζουν προφορικά τους Κούρδους ως “τους καλύτερους συνεργάτες μας στο έδαφος” στον αγώνα κατά του ISIS στη Συρία, το State Department έκανε τα στραβά μάτια στις αδυσώπητες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον Erdoğan, αντανακλώντας τη ρητορική του ότι το PKK πρέπει να καταστραφεί, μια ρητορική που σύμφωνα με τους Κούρδους ισοδυναμεί με την σιωπηρή έγκριση ενός πολέμου εναντίον όλων των Κούρδων. Αυτή η αμερικανική πολιτική, μαζί με την πλήρη σχεδόν σιωπή των Αμερικανών και Ευρωπαίων ηγετών για την επίθεση της τουρκικής κυβέρνησης κατά των Κούρδων πολιτών της μεταξύ 2015 και 2017, ενθάρρυνε τον Erdoğan να στείλει τις δυνάμεις του και τις πολιτοφυλακές του πρώην ελεύθερου Συριακού Στρατού -συμπεριλαμβανομένων τζιχαντιστών και πρώην μαχητών του ISIS- στο καντόνι του Afrin στη Συρία στις 20 Ιανουαρίου. Εκτιμάται ότι 170.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί από το Afrin, πολλοί είναι άστεγοι και κοιμούνται στην ύπαιθρο. Αυτό που κάποτε ήταν ένας παράδεισος ειρήνης και πολυπολιτισμικότητας, ένας τόπος όπου οι γυναίκες κατείχαν το 50% των δημόσιων υπηρεσιών, τώρα βρίσκεται υπό πολιορκία. Έχουν γίνει αναφορές για απαγωγές γυναικών και κοριτσιών, εκδίωξης Κούρδων από τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους και για μερική επιβολή του νόμου της Σαρία. Σε αυτό, η Τουρκία έχει λάβει σιωπηρή υποστήριξη από τις ΗΠΑ, οι οποίες αρνήθηκαν να εμποδίσουν τον Erdoğan και να στηρίξουν τους Κούρδους συμμάχους τους. Η προκληθείσα καταστροφή έχει αγνοηθεί επιδεικτικά από τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ο πατέρας μου πέθανε στις 30 Ιουλίου 2006, σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών, περίπου δύο χρόνια μετά την επικοινωνία με τους μεσάζοντες του Ocalan. Η αρθρίτιδα είχε καταστήσει αδύνατο για αυτόν να καθίσει μπροστά σε έναν υπολογιστή και να πληκτρολογήσει, οπότε η αλληλογραφία του με τον Ocalan τελείωσε μετά την ανταλλαγή μερικών γραμμάτων από κάθε πλευρά. Στην τελευταία επιστολή του, ο πατέρας μου έστειλε τις καλύτερες ευχές του στον Ocalan και έγραψε:
«Ελπίζω ότι ο κουρδικός λαός θα μπορέσει κάποια μέρα να δημιουργήσει μια ελεύθερη, ορθολογική κοινωνία που θα επιτρέψει για άλλη μια φορά να ακμάσει η λαμπρότητά του. Είναι πράγματι τυχεροί που έχουν έναν ηγέτη με τις ικανότητες του κ. Ocalan για να τους καθοδηγεί.»
Μετά τον θάνατο του Murray Bookchin, το PKK εξέδωσε μια ανακοίνωση δύο σελίδων που τον αποκαλούσε «έναν από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς επιστήμονες του εικοστού αιώνα». «Μας μύησε στη σκέψη της κοινωνικής οικολογίας και γι’αυτό θα τον θυμάται με ευγνωμοσύνη η ανθρωπότητα», έγραψαν οι συντάκτες της δήλωσης. «Αναλαμβάνουμε να κρατήσουμε τον Bookchin ζωντανό μέσα από τον αγώνα μας. Θα κάνουμε αυτή την υπόσχεση πράξη ως η πρώτη κοινωνία που καθιερώνει έναν απτό δημοκρατικό συνομοσπονδισμό».
Αν ο πατέρας μου ζούσε για να δει τις ιδέες του να γίνονται πράξη στην Ροζάβα και στη νοτιοανατολική Τουρκία, θα είχε βαθιά συγκινηθεί βλέποντας ότι το επαναστατικό του πνεύμα είχε ξαναγεννηθεί μέσα από μια γενιά του κουρδικού λαού. Θα είχε συγκινηθεί αφάνταστα, βλέποντας στη Rojava ένα ακόμη ιστορικό παράδειγμα της επιθυμίας για ελευθερία, που ο ίδιος αισθάνθηκε τόσο βαθιά και στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του.
15 Ιουνίου 2018
*Πηγή: nybooks.com