Ανησυχητική εξακολουθεί να παραμένει η πορεία του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κάτι που μοιραία στέλνει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, κάτι που έχει αρνητικές συνέπειες, οι οποίες αφορούν εμμέσως και την καθημερινότητα.
Πριν από όλα αφορούν και τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν κρούσει «καμπανάκι» για την αρνητική αυτή εξέλιξη, η οποία επηρεάζει και την ελληνική οικονομία.
Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών είναι ένα σημαντικό μακροοικονομικό μέγεθος που μετρά την σχετική θέση μια χώρας αναφοράς σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο αντανακλώντας τις παραγωγικές δυνατότητες και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αναφοράς.
Ουσιαστικά το ελλειμματικό ισοζύγιο δείχνει ότι η χώρα μας… οφείλει χρήματα σε άλλες οικονομίες. Ούτε λίγο ούτε πολύ η Ελλάδα επενδύει και καταναλώνει περισσότερα από όσα έχει λάβει από ιδίους πόρους κάτι που συνεπάγεται ότι αναγκάζεται να χρησιμοποιεί πόρους και από άλλες οικονομίες προκειμένου να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της.
Εποχές κρίσης για το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Υπενθυμίζεται άλλωστε πως το διάστημα 2002-2008 το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών επιδεινώθηκε σημαντικά με αποκορύφωμα την διετία 2007-2008 που το έλλειμμα ξεπέρασε το -15% ως ποσοστό του ΑΕΠ φθάνοντας τα 36 δισ. ευρώ. Το 2010 η Ελλάδα τέθηκε σε καθεστώς μνημονίων.
Από την πανδημία και μετά, ήτοι την περίοδο 2020 – 2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση στο έλλειμμα (για διαφορετικούς λόγους από την προ μνημονίων περίοδο) για το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, αφού το εμπορικό έλλειμμα παρουσίασε σημαντική χειροτέρευση επί 3 χρόνια φτάνοντας τα 20 δισ. ευρώ το 2022.
Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έδειξαν ότι στα 8,8 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το α’ εξάμηνο του έτους,
Το 2023, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 7,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2022 και διαμορφώθηκε σε 14,1 δισ. ευρώ, παραμένοντας σε υψηλό επίπεδο, κάτι το οποίο ισχύει και φέτος.
Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έδειξαν ότι στα 8,8 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το α’ εξάμηνο του έτους, αυξημένο κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, και αυτό παρά το πλεόνασμα του Ιουνίου που σημειώθηκε λόγω τουρισμού.
Συνέπειες για το ΑΕΠ και αλλαγή εκτιμήσεων
Μεγαλύτερη από ό,τι αναμενόταν φαίνεται ότι θα είναι φέτος η απώλεια του ΑΕΠ από το εμπορικό έλλειμμα, αφού το πρώτο εξάμηνο του χρόνου έκλεισε με εμπορικό έλλειμμα αυξημένο κατά 10,5%, ενώ ο στόχος για αύξηση των εξαγωγών κατά 5,7% φαντάζει ανέφικτος.
Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 25,3 δισ. ευρώ, έναντι 26,12 δισ. ευρώ που είχαν φτάσει οι εξαγωγές το ίδιο διάστημα του 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,2%.
Χωρίς να υπολογίζονται τα πετρελαιοειδή στην εξίσωση, οι εξαγωγές παρουσίασαν μείωση κατά 758,4 εκατ. ευρώ, δηλαδή 4,1% σε σύγκριση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου το 2023.
Οι αρχικές εκτιμήσεις του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ότι οι εξαγωγές αναμενόταν να ανακάμψουν το δεύτερο εξάμηνο του 2024, φαίνεται ότι πλέον αλλάζουν, καθώς η ανάκαμψη της Ευρώπης που απορροφά περίπου το 60% των ελληνικών εξαγωγών, δεν είναι ορατή. Ίσως και το αντίθετο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και άνοδος των εισαγωγών.
Ο τουρισμός
Αυτό σημαίνει ότι «δεν είναι αρκετή η εσωτερική παραγωγή για να θρέψουμε και τους ξένους τουρίστες που έρχονται» και να καλυφθεί η κατανάλωση, είχε εξηγήσει πρόσφατα ο ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ναπολέων Μαραβέγιας.
Ως λύση, ο ίδιος προέκρινε την αύξηση των επενδύσεων καθώς η Ελλάδα απέχει πάρα πολύ από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κατά περίπου 10 μονάδες.
Τον κώδωνα κινδύνου έκρουσε πριν από λίγο διάστημα και ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, ο οποίος στην τριμηνιαία έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, έκανε λόγο για ιδιαίτερα αρνητική έκπληξη των εξαγωγών της χώρας από την ΕΛΣΤΑΤ.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, οι ρυθμοί ανάπτυξης για φέτος με την πορεία που έχουν λάβει εξαγωγές, δεν μπορούν να στηρίξουν μια αύξηση του ΑΕΠ πάνω από το 2%, παρά μόνον με μεγάλη αύξηση των επενδύσεων.