Ανήκει στην ίδια γενιά με εκείνη του Χένρι Κίσινγκερ, αλλά αντίθετα με τον μακαρίτη πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, εκείνος πλησιάζοντας τα 100 του χρόνια αντιλαμβάνεται ότι η χώρα του βρίσκεται σε έναν πολιτικό και ηθικό «κατήφορο», τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Ο Τζακ Μάτλοκ είναι ο τελευταίος πρέσβης των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ (1987-1991) και ένας από τους πιο έμπειρους και γνώστες των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, έχοντας ιδρώσει στις ακραίες στιγμές της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας τη δεκαετία του 1980. Ήταν από εκείνους τους εμπειρογνώμονες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που το 1997 είχαν προειδοποιήσει τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, με επιστολή τους, να μην επεκτείνει το NATO.
Βλέποντας όμως, σήμερα ο Μάτλοκ, τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά και την ευρύτερη παρακμή της χώρας του θυμήθηκε έναν περίφημο λόγο που είχε εκφωνήσει το 1982, στον οποίο ως πρέσβης εκθείαζε το αμερικανικό πολιτικό σύστημα και τις κατακτήσεις της χώρας του.
Με μεγάλη του όμως απογοήτευση, ο βετεράνος διπλωμάτης αντιλαμβάνεται ότι πλέον όσα έλεγε όχι μόνο δεν τα υπηρετεί η χώρα του, αλλά τα έχει καταστρατηγήσει, καταγράφοντάς τα σε ένα τολμηρό άρθρο του.
Από την εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα, μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία και από την ελευθερία της γνώμης μέχρι και την αιματηρή εξωτερική πολιτική της χώρας του ο Μάτλοκ βρίσκει μόνο κηλίδες.
Που πήγε η ελευθερία της έκφρασης;
Ο Μάτλοκ ειρωνεύεται τη χώρα του καθώς, ενώ «η κοινωνία μας μπορεί να είναι επιτυχής μόνο εάν όλοι έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα απόψεις» και «να οργανώνουν ομάδες για να προωθήσουν τις απόψεις τους» βλέπει ότι σήμερα αυτό δεν ισχύει όταν κάποιος γερουσιαστής ή φοιτητής Πανεπιστήμιο Κολούμπια εκφράζει την υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Παλαιστινίων να ζουν ελεύθερα στις προγονικές τους χώρες.
«Αυτό [όμως] δεν μοιάζει περισσότερο με την ολιγαρχία παρά με τη δημοκρατία;» αναρωτιέται ο γηραιός διπλωμάτης.
Ενώ όπως είχε δηλώσει περήφανα το 1982 ο Μάτλοκ κύριος στόχος της αμερικανικής εξωτερικήe πολιτικής είναι «ένας κόσμος στον οποίο η ανθρώπινη ποικιλομορφία θα προστατεύεται» και η «διαπραγμάτευση θα αντικαταστήσει τη βία ως μέσο επίλυσης διαφορών», ωστόσο επισημαίνει ότι αυτό δεν τηρήθηκε με την αμερικανική στάση σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Παλαιστίνη…ή στο Ιράν, τη Κούβα και τη Βενεζουέλα.
«Ενώ δεν κρύβουμε τον βαθύ θαυμασμό μας για εκείνους τους γενναίους λαούς που αναζητούν μόνο αυτό που οι Αμερικανοί θεωρούν ως εκ γενετής δικαίωμα τους» είχε πει κάποτε, σήμερα βλέπει ότι η χώρα του δεν το έκανε έπραξε αυτό στη περίπτωση των Παλαιστινίων.
Ούτε ένας ένας Αμερικανός στρατιώτης στον κόσμο
Με συγκίνηση θυμάται ότι το 1982 είχε δηλώσει ευγνώμων που «ζούμε σε ειρήνη με τον κόσμο και που ούτε ένας Αμερικανός στρατιώτης δεν έχει πολεμήσει πουθενά στον κόσμο» ενώ ανησυχούσε για τους εξοπλισμούς και την «τάση ορισμένων χωρών να τα χρησιμοποιούν αντί να επιλύουν τις διαφορές ειρηνικά».
Ενώ όμως παραδέχεται την ΕΣΣΔ που τη δεκαετία του 1980 είχε αποσυρθεί από το Αφγανιστάν μετά από διαπραγματεύσεις, η πατρίδα του στη συνέχεια, έκανε ακριβώς τα αντίθετα.
«Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ εισέβαλαν και παρέμειναν για 20 χρόνια χωρίς να μπορέσουν να δημιουργήσουν μια δημοκρατική κοινωνία. Μια επακόλουθη εισβολή στο Ιράκ, με ψευδείς λόγους, απομάκρυνε την ιρακινή κυβέρνηση και έδωσε ώθηση στο Ισλαμικό Κράτος. Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ, χωρίς κήρυξη πολέμου, εισέβαλαν στη Συρία και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατρέψουν την κυβέρνησή τους (την οποία αναγνωρίσαμε) και επίσης να καταπολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ» αναφέρει.
Τάζαμε ειρήνη και τώρα έχουν στρατό σε 80 κράτη
Μπορεί τη δεκαετία του 1980 να δήλωνε περήφανος που δεν υπάρχουν Αμερικανοί στρατιώτες στον κόσμο, αλλά σήμερα με μεγάλη του λύπη παρατηρεί ότι Αμερικανοί στρατιώτες σταθμεύουν τώρα σε περισσότερες από 80 χώρες.
«Ξοδεύουμε περισσότερα για όπλα από όλους τους άλλους προϋπολογισμούς για αλόγιστες δαπάνες, και τώρα η κυβέρνηση Μπάιντεν κάνει πόλεμο κατά της Ρωσίας, μιας πυρηνικής δύναμης».
Αν και τότε ο Μάτλοκ είχε προειδοποιήσει ότι το έργο εγκαθίδρυσης μιας παγκόσμιας ειρήνης δεν είναι εύκολο και δεν επιδέχεται απλοϊκών συνθημάτων, οι ΗΠΑ έκαναν ακριβώς το αντίθετο.
«Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ φαινόταν να παρακινούνται από ένα ψεύτικο και απλοϊκό δόγμα ότι ο κόσμος προοριζόταν να γίνει σαν τις ΗΠΑ και οι ΗΠΑ δικαιολογούνταν να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και στρατιωτική τους ισχύ για να μεταμορφώσουν τον υπόλοιπο κόσμο για να συμμορφωθεί με την εικόνα τους του εαυτού του (ήταν η θέση των νέο-συντηρητικών)».
Γεμίσαμε τον πλανήτη με όπλα
Ενώ το 1982 δήλωνε ότι είναι αισιόδοξος που η χώρα του είναι αποφασισμένη να αφιερώσει τις δυνάμεις και τους πόρους της για τη διατήρηση της ειρήνης στον κόσμο, σήμερα, ο ίδιος τα βάζει κάτω και βλέπει με πικρία ότι οι αριθμοί τον διέψευσαν.
«Οι ΗΠΑ στέλνουν 100 «υπερ-βόμβες» για ρίψη στη Γάζα. Τα BLU-109 «bunker busters», με βάρος 2.000 λίβρες το καθένα, διεισδύουν στα υπόγεια τσιμεντένια καταφύγια όπου κρύβονται άνθρωποι, ανέφερε η Wall Street Journal την 1η Δεκεμβρίου.
»Η Αμερική έχει στείλει 15.000 βόμβες και 57.000 βλήματα πυροβολικού στο Ισραήλ από τις 7 Οκτωβρίου, ενώ στη λίστα περιλαμβάνονται περισσότερες από 5.000 μη κατευθυνόμενες ή «χαζές» βόμβες Mk82, περισσότερες από 5.400 βόμβες κεφαλής Mk84 2.000 λιβρών, περίπου 1.000 βόμβες μικρής διαμέτρου GBU-39 και περίπου 3.000 JDAM, αναφέρει η εφημερίδα.
«Η είδηση έρχεται σε δραματική αντίθεση με τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν ότι η αποφυγή των απωλειών αμάχων αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τις ΗΠΑ» ανέφερε.
Ο Μάτλοκ επισημαίνει ότι οι επανειλημμένες εκκλήσεις από τις χώρες του κόσμου, μέσω του ΟΗΕ, για κατάπαυση του πυρός δεν έχουν υποστηριχθεί από τις ΗΠΑ και τα κράτη που τους ακολουθούν. Οι στρατιωτικές δαπάνες αποτελούν το κυρίαρχο μερίδιο των προαιρετικών δαπανών στις ΗΠΑ και το στρατιωτικό προσωπικό αποτελεί την πλειοψηφία του κυβερνητικού ανθρώπινου δυναμικού. Τα όπλα μεταφέρονται με αεροπλάνα φορτίου C-17 απευθείας από τις ΗΠΑ στο Τελ Αβίβ.
Τώρα εμείς λεγόμαστε δημοκρατία;
Στο εσωτερικό ο Μάτλοκ είναι εξίσου απογοητευμένος με το κράτος του.
Ενώ το 1982 έλεγε περήφανα ότι το θεμέλιο των αμερικανικών ιδανικών-μεταξύ άλλων είναι ότι οι πολίτες πρέπει να ελέγχουν την κυβέρνηση αντί να ελέγχονται από αυτήν, σήμερα αναρωτιέται αν μπορούν πραγματικά οι Αμερικανοί να υποστηρίζουν ότι «ελέγχουν την κυβέρνηση»
«Δύο φορές σε αυτόν τον αιώνα έχουμε εγκαταστήσει προέδρους που έλαβαν εκατομμύρια ψήφους λιγότερους από τον πρόεδρο που ψηφίσαμε. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ακυρώσει δικαιώματα που υποστηρίζονται από την αποφασιστική πλειοψηφία των πολιτών μας. Απαιτούνται πολύ περισσότερες ψήφοι για να εκλεγεί ένας γερουσιαστής σε μια πολυπληθή πολιτεία από ό,τι σε μια με λιγότερους πολίτες, έτσι ώστε η Γερουσία των ΗΠΑ να μπορεί να ελέγχεται από μια μειοψηφία των ψηφοφόρων της χώρας. Οι εταιρείες και τα άτομα είναι ουσιαστικά απεριόριστα στο ποσό που μπορούν να δαπανήσουν για να προωθήσουν ή να δυσφημήσουν υποψηφίους και να ασκήσουν πιέσεις στο Κογκρέσο για ευνοϊκή φορολογική και ρυθμιστική μεταχείριση. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ουσιαστικά, αποφάνθηκε ότι και οι εταιρείες είναι πολίτες!»
«Αυτό [όμως] δεν μοιάζει περισσότερο με την ολιγαρχία παρά με τη δημοκρατία;» αναρωτιέται ο γηραιός διπλωμάτης.
Μπορεί στην ιστορία τους οι ΗΠΑ να αντιμετώπισαν πολλές προκλήσεις, όπως λέει, αλλά μπορέσανε διατηρήσουνε το απόλυτο δικαίωμα των πολιτών να επιλέγουν τους ηγέτες τους και να καθορίζουν τις πολιτικές που επηρεάζουν τη ζωή τους. Και πάλι, όμως η χώρα βλέπει ότι τα θαλάσσωσε.
«Από πότε έχουμε δει μια ανοιχτή συζήτηση και προσαρμογή ανταγωνιστικών συμφερόντων στη δουλειά του Κογκρέσου; Πότε σε αυτόν τον αιώνα έγινε μια συζήτηση για την εξωτερική πολιτική; Γιατί το Κογκρέσο έχει επανειλημμένα εγκρίνει τη βία, που κανονικά είναι νόμιμη μόνο σε κατάσταση πολέμου, χωρίς να ψηφίσει κήρυξη πολέμου όπως απαιτεί το Σύνταγμα;» λέει με προβληματισμό ο Μάτλοκ.
Μετά από ένα τέτοιο άρθρο ο πικραμένος πρέσβης τελειώνει με ένα ερώτημα που μάλλον δεν θα πάρει απάντηση: «Θεέ μου, τι συνέβη στη χώρα μου;»