Αγορά σπιτιού με 13 χρόνια δουλειάς και χωρίς έξοδα – Όνειρο θερινής νυκτός η απόκτηση κατοικίας

61

Οταν μέσα σε 15 μέρες βγαίνουν δύο τράπεζες και μας λένε ότι για τη μεγάλη πλειονότητα των νοικοκυριών τα ενοίκια έγιναν απλησίαστα, προσθέτουν δε ότι για να αγοράσει κάποιος σπίτι στην Ελλάδα πρέπει να δουλεύει 13 χρόνια, να εισπράττει τον μέσο μισθό και να τον ζουν άλλοι για να μη χαλάει ούτε σέντσι, συνάγεται ότι το πρόβλημα της ακριβής στέγης άναψε κόκκινο. Ή… εναλλακτικά ότι υπάρχει και κάτι εκ του πονηρού.

Με αφορμή λοιπόν τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που έδειξαν ότι το 2023 τα ελληνικά νοικοκυριά κατέβαλαν για στέγαση το 35,2% του εισοδήματός τους, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ των 27, έναντι 19,7% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, καθιστώντας τη χώρα αρνητική πρωταθλήτρια της ΕΕ στην ακριβή στέγη, Alpha Bank και Eurobank δημοσίευσαν το τελευταίο 15νθήμερο μελέτες για την προσιτότητα της στέγης στην Ελλάδα.

Η μελέτη της Alpha Bank περιέλαβε τα ευρήματα μιας έρευνας του ινστιτούτου QED σε δείγμα 2.109 νοικοκυριών και μεταξύ άλλων διαπίστωνε:

Το 70% των ελληνικών νοικοκυριών ιδιοκατοικεί, αλλά είναι οι μεγαλύτερες ηλικίες που έχουν αυξημένη ιδιοκατοίκηση. Αντίθετα, τα νεαρά ζευγάρια που συζούν και οι νεότερες γενιές παντρεμένων ζουν σε σημαντικό ποσοστό στο νοίκι.

Το 54% των ελληνικών νοικοκυριών θεωρεί ανέφικτη την αγορά κατοικίας σήμερα και το 39% τη θεωρεί δύσκολα εφικτή. Πιο απαισιόδοξοι από όλους είναι οι παντρεμένοι που ζουν στο νοίκι, με 7 στους 10 να τη θεωρούν απολύτως ανέφικτη.

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στην ενοικίαση, καθώς το 68% των νοικοκυριών βρίσκει τις τιμές των ενοικίων απολύτως απρόσιτες συγκριτικά με τα επίπεδα μισθών.

Από την κατηγορία των ενοικιαστών το 52% δαπανά περισσότερο από το 30% του διαθέσιμου εισοδήματός του μόνο για ενοίκιο και το 80% άνω του 30% για ενοίκιο και λοιπά κόστη που συνδέονται με τη στέγαση (λογαριασμοί, θέρμανση). Τεράστια είναι η πίεση ωστόσο για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα ως 1.450 ευρώ για τα οποία το ενοίκιο φτάνει το 60% του εισοδήματός τους. Οι μισοί ενοικιαστές ή το 53% είχαν αύξηση στο ενοίκιά τους τα τελευταία δύο χρόνια, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυξήσεων να καταγράφεται στα νησιά και στην Αττική όπου ανθεί το Αirbnb.

Από τα νοικοκυριά που ιδιοκατοικούν και πληρώνουν στεγαστικό δάνειο, το 42% δαπανά πάνω από το 30% του εισοδήματός του για δόσεις στεγαστικού δανείου και το 74% πάνω από το 30% του εισοδήματος για δόσεις και άλλα κόστη που συνδέονται με τη στέγαση. Το 44% κλήθηκε να πληρώσει αυξημένες δόσεις στεγαστικού δανείου τα τελευταία δύο χρόνια.

Οι νέοι εξακολουθούν να μένουν στο οικογενειακό σπίτι μέχρι προχωρημένη ηλικία και φεύγουν για να συγκατοικήσουν με σύντροφο, ενώ η μέση ηλικία αποχώρησης είναι γύρω στα 35 χρόνια.

Η απαισιοδοξία των νοικοκυριών σε ό,τι αφορά τη στέγαση είναι απόρροια της οικονομικής τους κατάστασης, καθώς 5 στα 10 νοικοκυριά ή το 54% δήλωσαν ότι απλώς καταφέρνουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα διαβίωσης και δεν είναι σε θέση να αποταμιεύουν, ενώ το 11% δήλωσε ότι δεν καταφέρνει ούτε να πληρώσει τα βασικά καθημερινά έξοδα.

Απλησίαστες οι τιμές

Αντίστοιχα ήταν τα ευρήματα και στη μελέτη της Eurobank, όπου ξεχώρισαν τα εξής βασικά σημεία:

  • Η αγορά κατοικίας έχει γίνει απρόσιτη για τους περισσότερους Ελληνες επειδή οι τιμές στα ακίνητα έχουν αυξηθεί πολύ ταχύτερα από τα εισοδήματα.
  • Ο δείκτης για την προσιτότητα της αγοράς κατοικίας που προκύπτει από μια σύγκριση των τιμών των κατοικιών με τα εισοδήματα των νοικοκυριών έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 20% σε σχέση με το 2019 και προσεγγίζει πλέον τα επίπεδα πριν από τη μεγάλη κρίση – όταν γινόταν λόγος για «φούσκα» ακινήτων.
  • Το 2007 η μέση τιμή μιας κατοικίας στην Ελλάδα ήταν 14,3 φορές το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα. Τα χρόνια της κρίσης οι τιμές των κατοικιών, λόγω και του ΕΝΦΙΑ, μειώθηκαν αναλογικά περισσότερο από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος υποχωρώντας έως και 44%, έτσι ο λόγος αυτός βελτιώθηκε στο 11,4 το 2019. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Eurobank (από το 2022), ο λόγος αυτός έχει αυξηθεί στο 12,5, δηλαδή ένα ελληνικό νοικοκυριό χρειάζεται πλέον τα εισοδήματα σχεδόν 13 ετών για να αγοράσει ένα σπίτι.

Σε αντιδιαστολή ωστόσο με ό,τι συνέβη κατά τη δεκαετία του 2000, όταν οι τιμές των κατοικιών είχαν φουσκώσει από την άνοδο των στεγαστικών δανείων που έδιναν οι ελληνικές τράπεζες, στην τετραετία 2020-24 το φούσκωμα των τιμών τροφοδοτήθηκε αποκλειστικά από το εξωτερικό, είτε μέσω του Αirbnb είτε μέσω των αγορών από ξένους πολίτες μέσω των προγραμμάτων Golden Visa ή και χωρίς αυτά. Η πιστωτική επέκταση σε ό,τι αφορά τη στεγαστική πίστη παραμένει από το 2010 μέχρι σήμερα αρνητική.

Oλα αυτά εμποδίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά να αγοράσουν κατοικίες, καταλήγουν οι αναλυτές της Eurobank, ιδίως επειδή το μεγάλο πληθωριστικό κύμα του 2022-23 αύξησε σημαντικά το κόστος διαβίωσης, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα είναι χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα και η αποταμίευση των νοικοκυριών βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος, κλείνοντας το 2024 στα -5,2 δισ. ευρώ.

Είναι ακόμη χειρότερα

Αν λάβουμε όμως υπόψη ότι τα στοιχεία της Eurobank σταματούν το 2022 και η αύξηση των τιμών στις κατοικίες έχει συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια (κατά 13,9% το 2023 και 8,7% το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος) ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξάνεται με πιο αργό ρυθμό (κατά 8,1% το 2023 και κατά 5,6%, το 2024), εύκολα προκύπτει ότι ο δείκτης για την προσιτότητα της αγοράς κατοικίας έχει επιδεινωθεί περαιτέρω μέχρι σήμερα.

Πόσο; Σύμφωνα με μια εκτίμηση που διατύπωσε την περασμένη εβδομάδα στο Red Business Forum ο Γιάννης Ξυλάς, διευθύνων σύμβουλος Geoaxis, που καταρτίζει το Παρατηρητήριο Αξιών των τιμών των κατοικιών, «σήμερα απαιτούνται 19 χρόνια εισοδημάτων (με μηνιαίο μισθό 1.300 ευρώ) για την απόκτηση μιας κατοικίας 300.000 ευρώ».

«Το 40% των Ελλήνων ηλικίας 30-40 ετών μένουν στο ενοίκιο, και η σημερινή γενιά ενοικιαστών, που είναι η γενιά 25-40 ετών, θα δυσκολευτεί πολύ να αποκτήσει δική της στέγη, ίσως κάποιοι να μην το καταφέρουν και ποτέ – εξέλιξη που συνεπάγεται ανισότητα πλούτου, αδυναμία κοινωνικής ανέλιξης και γενικότερα κοινωνική, ενδεχομένως και πολιτική αναταραχή» κατέληξε.

Οι συστάσεις

Για να τονωθεί λοιπόν η προσφορά διατυπώνεται μια σειρά από συστάσεις: από την ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας έως τον περαιτέρω περιορισμό των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Μεταξύ των προτάσεων μία που ξεχωρίζει –γιατί είναι η μόνη που θα δούμε να υλοποιείται άμεσα– είναι η «αποτελεσματική συνεργασία κυβέρνησης – τραπεζικού συστήματος» για να αυξηθεί η προσφορά, φράση που περιγράφει τη με νομοθετική διάταξη εξαίρεση των ακινήτων που εντάσσονται στο πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» από τις χρονοβόρες και ακριβές γραφειοκρατικές διαδικασίες του Πιστοποιητικού Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Ακινήτου, το οποίο μάλιστα οι αναλυτές της Eurobank περιγράφουν ως μείζον εμπόδιο στην αύξηση της προσφοράς.

Με αφορμή την αδυναμία των ελληνικών νοικοκυριών να αγοράσουν σπίτια, οι τράπεζες επαναφέρουν το αίτημα που είχαν διατυπώσει από πέρυσι τα funds για τη δυνατότητα να πουλούν τα κατασχεμένα ακίνητα που αγοράζουν μέσω διασυνδεμένων από τους πλειστηριασμούς «ως έχουν», δηλαδή χωρίς την ηλεκτρονική ταυτότητα κτιρίου αντί μιας έκπτωσης που θα δίνουν στον αγοραστή για να το κάνει αυτός.

Την προετοιμασία της διάταξης αυτής είχε ανακοινώσει μάλιστα δημοσίως ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Οικονομικών Ομηρος Τσάπαλος από τον περασμένο Δεκέμβριο και –σύμφωνα με νεότερες διαρροές από το υπουργείο Οικονομικών– θα έρθει μέσα στον Μάιο, θεσπίζοντας ότι ειδικώς στο πλαίσιο του προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ» οι μεταβιβάσεις ακινήτων θα γίνονται χωρίς ηλεκτρονική ταυτότητα κτιρίου, δικαιολογώντας τη συγκεκριμένη –αντισυνταγματική – εξαίρεση στο όνομα της ανάγκης να αυξηθεί η προσφορά κατοικιών.

Ετσι ελπίζει να λύσει το πρόβλημά της η κυβέρνηση, που δεν θέλει να γίνει αντιληπτό ότι το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» εξελίσσεται σε φιάσκο και ότι τα νούμερα που δίνουν κάθε τόσο οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Παπαθανάσης σχετικά με την πρόοδο του προγράμματος (37.500 υποβληθείσες αιτήσεις, 4.664 εγκεκριμένες αιτήσεις) είναι στον αέρα αφού οι υποψήφιοι δανειολήπτες «δεν κλείνουν» σπίτια.

Ετσι θα έχουν μεγάλα οφέλη οι τράπεζες, οι οποίες από το περασμένο φθινόπωρο μαζεύουν σπίτια μέσω πλειστηριασμών και από τις αρχές της χρονιάς έφτιαξαν ή αγόρασαν συμμετοχές σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες πώλησης ακινήτων περιμένοντας πώς και πώς να τρέξει το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» ώστε να αποκομίσουν κέρδη με διπλό τρόπο: και πουλώντας τα κατασχεμένα σπίτια σε υψηλότερες τιμές και αυξάνοντας τα στεγαστικά δάνεια προς μια νέα γενιά δανειοληπτών επωφελούμενες από την επιδότηση επιτοκίου.

Πανάκριβα σπίτια-χρέπια

Δεν θα έχουν βέβαια όφελος οι υποψήφιοι δανειολήπτες-αγοραστές που «δεν βρίσκουν» σπίτια όχι γιατί δεν υπάρχουν στην αγορά ή γιατί «δεν κλείνει» η αγοραπωλησία λόγω ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου, αλλά γιατί, όπως εξηγούν μεσιτικοί κύκλοι, η εφαρμογή του προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ» έχει προκαλέσει περαιτέρω «στρεβλώσεις», ανεβάζοντας τις τιμές άλλο ένα 20-30% πάνω από τις αρχές του έτους, με τον κόσμο να διστάζει να χρεωθεί μια ζωή για ένα πανάκριβο σπίτι-χρέπι.

Με τα λόγια του Θέμη Μπάκα, προέδρου του πανελλαδικού δικτύου E-Real Estates, «το πρόγραμμα αυξάνει τη ζήτηση σε μια αγορά με περιορισμένη προσφορά, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση των τιμών πώλησης. Ετσι, τα οφέλη για τον δανειολήπτη μακροπρόθεσμα μπορεί να είναι μικρά ή και σχεδόν μηδενικά».

ΠΗΓΗ Documento

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας