73 χρόνια πριν, Κυριακή 30 Μάρτη 1952 στις 4:12 τα ξημερώματα, το μετεμφυλιακό κράτος εκτελούσε τον αγωνιστή Νίκο Μπελογιάννη και τους συντρόφους του
«…η λάμψη του λαδιού από τα λυχνάρια που φωτίζει στη Μαδρίτη του βραδινού Μαγιού τα ευγενικά πρόσωπα του λαού που εκτελούνται από τον αρπακτικό ξένο στον πίνακα του Γκόγια είναι τη νύχτα ο ίδιος σπόρος τρόμου που σπέρνεται με μια χούφτα προβολείς στο ανοιχτό στήθος της Ελλάδας από κυβερνήσεις που στάζουν φόβο και μίσος. Ένα μεγάλο λευκό περιστέρι ραντίζει με την οργή του πένθους του τη γη…»
Παρίσι, 30 Μαρτίου 1952»
Αυτά έγραψε ο Πάμπλο Πικάσο στις 30 Μαρτίου 1952 μόλις έμαθε ότι είχε εκτελεστεί ο Νίκος Μπελογιάννης μαζί με τους συντρόφους του τον Νίκο Καλούμενο, τον Δημήτρη Μπάτση και τον Ηλία Αργυριάδη.
Η 30η Μαρτίου 1952 ήταν Κυριακή. Μια μέρα που σχεδόν ποτέ δεν γίνονταν εκτελέσεις. Τις Κυριακές ούτε οι Γερμανοί δεν εκτελούσαν. Όμως, ήταν πολλοί αυτοί που αγωνιούσαν να γίνει η εκτέλεση. Με την ατιμωτική κατηγορία της κατασκοπείας. Γι’ αυτό και ο Βασιλιάς Παύλος δεν έδωσε χάρη (άλλη μια υπενθύμιση του τι σήμαινε στην Ελλάδα «βασιλική οικογένεια).
«Πάμε για καθαρό αέρα;» ρώτησε ο Μπελογιάννης τον υπαρχιφύλακα που πήγε να πάρει αυτόν και τους συντρόφους του από τις φυλακές της Καλλιθέας που κρατούνταν, για να πάρει την απάντηση ότι όντως τους πάνε για εκτέλεση.
«Να ζήσεις. Για το παιδί και την εκδίκηση», είπε φεύγοντας στη σύντροφο και μητέρα του γιου τους Έλλη Παππά.
4.12 τα χαράματα έγινε η εκτέλεση…
Παρότι ήξεραν πολύ καλά ότι ο Μπελογιάννης δεν ήταν κατάσκοπος, ότι οι ασύρματοι που βρέθηκαν ήταν για την επικοινωνία με την καθοδήγηση στην πολιτική προσφυγιά, ότι ο ίδιος κυρίως προσπαθούσε να βοηθήσει να αποκτήσει μαζική παρουσία η Αριστερά.
Και έτσι επέμειναν να τον στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, έναν άνθρωπο βασανισμένο και φυλακισμένο από τη δικτατορία του Μεταξά, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, πολιτικό επίτροπο σε μεραρχία του Δημοκρατικού Στρατού, έναν άνθρωπο με μεγάλο ηθικό σθένος και διανοητικές ικανότητες, που μπόρεσε ακόμη και μέσα στις αντίξοες συνθήκες της κράτησης να γράψει το «Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Ίσως γιατί δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν ούτε τους αγώνες, ούτε την ιδεολογία, ούτε το σθένος. Τους τρόμαζε η ανεξάντλητη δύναμη που δίνει η πίστη σε υψηλά ιδανικά, στο όραμα για μια κοινωνία δίκαιη και ελεύθερη.
Και για να λέμε την αλήθεια ποτέ δεν τον συγχώρησε η παράταξη των «νικητών του Εμφυλίου», αυτή που αυτάρεσκα πιστεύει ότι είναι «με τη σωστή πλευρά της ιστορίας».
Το θυμήθηκε πριν από μερικά χρόνια και ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν μίλησε για τον Μπελογιάννη, δείχνοντας ότι στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιες διαχωριστικές γραμμές που δεν είναι «κομματικές», αλλά βαθιά αξιακές και υπαρξιακές. Θυμίζω την ανατριχιαστική δήλωση του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας. «Έχει ακουστεί εδώ, γιατί υπάρχουν και άλλες παρατάξεις σε αυτή τη χώρα, δεν υπάρχει μόνο η Αριστερά σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν και άλλες παρατάξεις, έχει ακουστεί εδώ ότι ο Μπελογιάννης αγωνίστηκε για τη δημοκρατία. Διαφωνώ. Ο θάνατος του Μπελογιάννη ήταν σκληρότατος. Η θανατική ποινή είναι μια σκληρότατη πράξη. Αλλά δεν μπορεί εν ονόματι μιας σκληρότατης πράξης που μπορεί κανείς να την κρίνει, αν ήταν άδικη ή δίκαιη, να θεωρούμε ότι η επιδίωξη επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας συνιστά πράξη υπέρ της δημοκρατίας».
Όμως, την απάντηση είχε προλάβει να τη δώσει ο ίδιος ο Μπελογιάννης, στην απολογία της δεύτερη δίκης του, αγέρωχος μπροστά στους στρατοδίκες:
«Εμείς πιστεύουμε στην πιο σωστή θεωρία που διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μυαλά της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας είναι να γίνει η θεωρία αυτή πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο! Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα. Δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω».