Το «ηθικό πλεονέκτημα» έναντι των αντιπάλων του, του «παλιού» πολιτικού συστήματος, προβάλλεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως πυρηνικό όπλο στην φαρέτρα του. Ας ρίξουμε , λοιπόν, μια γρήγορη ματιά στην (πολιτική) ηθική του.
Παρακολουθώντας τις ομιλίες/ τοποθετήσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και των λοιπών κυβερνητικών αξιωματούχων διαπιστώνει κανείς την τεράστια απόσταση που έχει διανύσει ο ΣΥΡΙΖΑ από θέσεις που διατύπωνε την εποχή που ήταν αντιπολίτευση. Πρόκειται για μια απόσταση η οποία είναι δύσκολο καλυφθεί παρά τα προπετάσματα που δημιουργούν οι καταγγελίες για το εύρος των σκανδάλων του «προηγούμενου διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος» στα οποία – βάσιμα και δικαίως– επιδίδεται συστηματικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως, το μείζων, δεν είναι «τι έκαναν οι προηγούμενοι» αλλά η τρέχουσα κυβερνητική πρακτική. Το τι πως και αν έκαναν οι προηγούμενοι (θα) έχει αξία ως κατάληξη μιας ποινικής διαδικασίας η οποία θα βρει και θα τιμωρήσει τους ενόχους. Η τρέχουσα αξία της διερεύνησης των καταγγελιών για τον αν δυο προηγούμενοι πρωθυπουργοί και οκτώ υπουργοί τα έπαιρναν είναι προφανής για την κυβέρνηση: είναι το προπέτασμα κάλυψης των κυβερνητικών πρακτικών οι οποίες ωστόσο είναι αδύνατο να κρυφτούν γιατί η ορολογία που χρησιμοποιεί και η περιγραφή των στόχων που θέτει η κυβερνητική ρητορική αποκαλύπτει παραστατικά τη (δια)φθορά (σε ιδεολογικό επίπεδο) της αυτοπροσδιοριζόμενης Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ο τρόπος που ο Αλέξης Τσίπρας μιλά για την ανάγκη «μεταρρυθμίσεων», για την ανάγκη «αποκατάστασης κλίματος επενδυτικής εμπιστοσύνης», για την «ορθολογική αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου», για την αναγκαιότητα της «περιστολής της δημόσιας δαπάνης», αποκαλύπτει την διάβρωση της Αριστερής Ριζοσπαστικής ορολογίας η οποία του ήταν χρήσιμη όταν ήταν στην αντιπολίτευση, από τον κυρίαρχο παγκοσμίως νεοφιλελεύθερο λόγο. Προφανώς η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιορίζεται μόνο στη χρήση της ορολογίας. Οι λέξεις και ο τρόπος που χρησιμοποιούνται από τον πρωθυπουργό είναι το επιφαινόμενο της διάβρωσης/ εξαφάνισης της Αριστερής Ριζοσπαστικής ατζέντας του πρόσφατου παρελθόντος από το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πολιτικό αφήγημα.
Δεν είναι ωστόσο ο Αλέξης Τσίπρας μοναδική περίπτωση και ο πρώτος διδάξας τακτικών εγκατάλειψης προεκλογικών θέσεων/ δεσμεύσεων και της ορολογίας που αυτές συνεπάγονται. Κατά κανόνα, παγκοσμίως, η τάση δείχνει ότι η αντιπολίτευση είναι καταδικασμένη να καταπιεί τα λόγια της όταν καταφέρει να κερδίσει την εξουσία και να προσαρμοστεί, μέχρι αφομοιώσεως, στο κυρίαρχο αφήγημα και τους σιδηρούς του κανόνες.
- Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 είναι ένα καλό ιστορικό παράδειγμα αφομοίωσης ενός ριζοσπαστικού λόγου αμφισβήτησης μέσα στο ευρω-ατλαντικό πλαίσιο το οποίο μάχονταν μέχρι να κερδίσει την εξουσία.
- Καλό παράδειγμα είναι επίσης η περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας του Αντώνη Σαμαρά που η αμφισβήτηση της ορθότητας του μνημονίου και των όσων αυτό προέβλεπε τερματίστηκε αυτόματα με την ανάληψη της εξουσίας.
- Γενικότερα, μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία των Εργατικών του Μπλερ στη Βρετανία και των Σοσιαλδημοκρατών του Σρέντερ στη Γερμανία αποκαλύπτουν όχι μόνο τις δυνατότητες ενός καταγγελτικού αντιπολιτευτικού λόγου ως αξιόπιστου οχήματος προς την εξουσία, αλλά και τις συνέπειες (τελικά την ήττα και την πολιτική περιθωριοποίηση) που εμφανίζονται από την επιλογή να μην γίνει αυτός ο λόγος πράξη.
Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστικά αποκαλυπτικό λόγω της ταχύτητας με την οποία πραγματοποιήθηκε η αφομοίωση του Αριστερού Ριζοσπαστικού αντιπολιτευτικού του λόγου από τον «ρεαλισμό» της κυβερνητικής του πρακτικής.
Πριν κερδίσει (ή για να κερδίσει) τις εκλογές η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περιστρέφονταν γύρω από:
- Το «ανέντιμο» παιχνίδι των δανειστών
- Τη θηλιά του χρέους
- Το εγχώριο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα
Ένα εξάμηνο μετά τη νίκη στις εκλογές, από τον Αύγουστο του 2015 το ανέντιμο παιχνίδι των δανειστών έγινε για τον ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωση της συμφωνίας μαζί τους η οποία μάλιστα κατά έναν περίεργο αλλά όχι ανεξήγητο τρόπο, οδηγεί τη χώρα στην έξοδο από την κρίση.
Η υλοποίηση των συμφωνηθέντων του ΣΥΡΙΖΑ με τους πρώην «ανέντιμους» δανειστές προχωρά κατά γράμμα ικανοποιώντας όλους εκείνους τους όρους που (οι δανειστές) είχαν θέσει με το πρώτο μνημόνιο αξιοποιώντας ως μοχλό το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τάχιστα άφησε πίσω του τις δεσμεύσεις για:
- Ακύρωση των μνημονίων
- Τερματισμό των ιδιωτικοποιήσεων και ανάκτηση ξεπουλημένων δημόσιων «τιμαλφών»
- Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη
Η υλοποίηση των συμφωνηθέντων του ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές προϋποθέτει κατ αρχήν ότι η μεταξύ τους συμφωνία είναι πια «καθαρή» από την προηγούμενη ανεντιμότητα , πράγμα που επικοινωνιακά τουλάχιστον είναι δύσκολο να υποστηριχθεί καθώς τα αιτήματα των «έντιμων» πια φίλων μας είναι πάγια και αναλλοίωτα:
- ασφυκτικός πολιτικός/ οικονομικός έλεγχος (μνημόνιο)
- ξεπούλημα δημόσια περιουσίας (λιμάνια, ορυκτά, νερά, ρεύμα κλπ)
- μεταβίβαση της ιδιωτικής περιουσίας (πλειστηριασμοί)
Η προφανής εγκατάλειψη των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ (με τις οποίες κέρδισε την εξουσία) για χάρη του ρεαλισμού (παραμονής στην εξουσία) περιγράφει κατά μια έννοια την ανοχή των κυβερνώντων στη (δια)φθορά των αντιλήψεων και πάνω απ όλα των αρχών που υποτίθεται ότι πρεσβεύουν.
Ο ελάχιστος (σε σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα εξουσίας, ΝΔ- ΠΑΣΟΚ) χρόνος που βρίσκεται στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ διασφαλίζει προς το παρόν το λεγόμενο ηθικό του πλεονέκτημα. Πρόθυμος, όπως αποδεικνύεται, να φθαρεί (να πληρώσει το πολιτικό κόστος) για χάρη της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πρώην ανέντιμων δανειστών ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη διαβεί το κατώφλι που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στη διαφθορά (ο σκοπός- παραμονή στην εξουσία- αγιάζει τα μέσα) από την άσκηση της εξουσίας την οποία ο λαός του εκχώρησε.
Η αξιοποίηση των συμπτωμάτων της βαθιάς χρόνιας διαφθοράς του «παλιού» πολιτικού συστήματος αποτελεί για τον ΣΥΡΙΖΑ μια εύκολη και ενδεδειγμένη λύση καθώς είναι πια ο μόνος «εχθρός/ αντίπαλος» απέναντι στον οποίο μπορεί να συσπειρώσει τις δυνάμεις του. Οι δανειστές και η σχέση μαζί τους δεν χαρακτηρίζεται πια από «ανέντιμη επιβολή όρων αλλά από «αμοιβαία συνεργασία για κοινό όφελος» και το πάλαι ποτέ «επαχθές χρέος» δεν χρειάζεται διαγραφή, καθώς μπορεί να καλυφθεί από τα κολοσσιαία πρωτογενή πλεονάσματα (από περικοπές και ξεπούλημα) παρά μόνο ίσως κάποια μικρο-διευθέτηση για χάρη πολιτικών εντυπώσεων.
Αν θα καταφέρει να πιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις επιδόσεις διαφθοράς των προηγούμενων αυτό προφανώς δεν εξαρτάται από τις αντιστάσεις που συνεπάγονται οι αρχές του καθώς όπως είδαμε αστραπιαία εγκαταλείφθηκαν. Το βάθος και το εύρος της διαφθοράς του ΣΥΡΙΖΑ θα εξαρτηθεί από τον χρόνο που έχει στη διάθεσή του να απολαύσει τις «παροχές» που συνεπάγεται η άσκηση της εξουσίας καθώς και από τις δυνατότητες διάχυσης αυτών των «ευεργετημάτων» προς τα κάτω. Τα δείγματα πάντως, ως προς αυτό το τελευταίο είναι ελπιδοφόρα τουλάχιστον για όσους (αρκετούς) επανδρώνουν «αξιοκρατικά» το σύστημα εξουσίας που επιχειρεί να δημιουργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ προς αντικατάσταση του παλαιού και διεφθαρμένου…
*Πηγή: topontiki.gr