Απ’ το βαπόρι στα γραμμόφωνα και την καρδιά μας

2365

Νταλκαδιάζομαι ανείπωτα ν’ ακούω «Το βουνό» του Λουκά Νταράλα με τη φωνή της. Ο λυγμός της τού βάζει φουρνέλο, το ισοπεδώνει απ’ το πρώτο κουπλέ, μετατρέποντάς το σε αμμοχάλικο, καθώς το μέταλλο και η έκτασή της το θεμελιώνει ξανά, υψώνοντάς το στους Ολύμπους και τους Παρνασσούς του πολιτισμού. Πρόκειται για τη θεά που, με το θαύμα του ταλέντου της, διαμορφώνει το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Στο ρεμπέτικο πάλκο, προπολεμικά, δεν χωράει γυναίκα σε αντίθεση με τις «μπίρες», όπου κυριαρχούν οι πολίτικοι και σμυρναίικοι ρυθμοί.
Ιερά τέρατα της περιόδου, η Ρόζα, η Ρίτα και κάμποσες ακόμα μεγαλειώδεις μορφές. Η λογοκρισία του Μεταξά δεν αντικαθιστά απλώς τους τεκέδες, τους λουλάδες και τα χασίσια στους στίχους με κοσμικά κέντρα και φιάλες πλήρεις εξίσου βλαβερών, αλλά καθ’ όλα νόμιμων, ουσιών. Προκαλεί ανυπολόγιστη καταστροφή εξαφανίζοντας, όχι ευτυχώς διά παντός, τους μικρασιάτικους, ανατολίτικους τρόπους από το πεντάγραμμο. Ο θάνατος από την πείνα και τα αμφιβόλου ποιότητος προϊόντα της μαύρης αγοράς εμβληματικών συνθετών του είδους, όπως ο Παπάζογλου, ο Τούντας, ο Σκαρβέλης ή ο Γιοβάν Τσαούς, συνδράμει το αποτρόπαιο έργο της.
Νομοτελειακά μετά τον Πόλεμο επιβάλλονται δυτικότροπα μοτίβα. Ο κόσμος ζητά να ξεσκάσει και οι ορχήστρες φαντάζουν παράφωνες δίχως γυναικεία παρουσία. Υπάρχουν πολλές στον λαιμό των οποίων φωλιάζουν αηδόνια. Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου αποδεικνύεται όμως υπερβολικά σεμνή, η Μπέλλου παράταιρα δωρική για την εποχή κι η Σαλονικιά Εβραιοπούλα Στέλλα Χασκήλ, που μεσουρανεί, δεν αρκεί. Ωσπου την ανακαλύπτει ο Τσιτσάνης και τα πάντα ανατρέπονται άρδην. Ιδού τι λέει ο ίδιος: «Η Νίνου –διότι περί της Μαρίκας πρόκειται– στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Οταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω ότι δεν θα γεννηθεί άλλη. Οταν τραγουδούσε, κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο στα τραπέζια. Ηταν φοβερή, γεννημένη για το πάλκο».
Ούτε Μαρίκα ούτε Νίνου λέγεται ωστόσο. Στη σύντομη και πολυτάραχη ζωή της αλλάζει διάφορα ονοματεπώνυμα. Πρωτοβλέπει το φως στα 1922 μεσοπέλαγα, στο πλοίο «Ευαγγελίστρια» που μεταφέρει την αρμένικης καταγωγής οικογένειά της από τη Σμύρνη στον Πειραιά. Μελανιασμένη και καχεκτική την πετούν σε σκοτεινή γωνιά του αμπαριού, θαρρώντας πως θα πεθάνει. Το μελωδικό κλάμα της, μολαταύτα, πιστοποιεί ότι επιζεί. Τη βαφτίζει ο καπετάνιος με το όνομα του βαποριού: Ευαγγελία. Αταμιάν είναι το πατρικό της επίθετο. Μεγαλώνει στην Κοκκινιά. Μαθαίνει μαντολίνο στο σχολείο και ψέλνει στους εσπερινούς. Μικροπαντρεύεται τον Χάικ Μεσροπιάν, που κάνει αργότερα πέντε παιδιά με άλλη στη Σοβιετική Αρμενία.
Υπομένει τα βάσανα με τον γιο τους Οβανές. Ερωτεύεται περί τα μέσα του ’40 και στεφανώνεται τον ακροβάτη Νίκο Νικολαΐδη ή Νίνο. Ευαγγελία Νικολαΐδου λοιπόν. Μαρίκα την αποκαλεί η αρτίστα πεθερά της για να ’χει ο θίασος κάτι από την αίγλη της Κοτοπούλη. Συγκροτούν το «Ντούο Νίνο» και δίνουν παραστάσεις σε πόλεις και χωριά, κατά τη διάρκεια των οποίων λέει και κάνα τραγουδάκι. Στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας την ακούει ο Πέτρος Κυριακός και τη συστήνει στον Χιώτη. Γραμμοφωνεί μαζί του θαυμάσια άσματα, όπως και με τους Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστο, Μητσάκη, Καλδάρα. Εμφανίζεται στη «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας πλάι στον Στελλάκη Περπινιάδη που της μαθαίνει τα μυστικά της δουλειάς και τη στέλνει στον Τσιτσάνη. Περνά στην αθανασία τέτοιες μέρες στα 1957, μόλις 35 χρονών.
*Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας