Του ΠΑΣΧΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ*
Πρώτος ο Μπόρις Τζόνσον έδωσε το μήνυμα: Δήλωσε ότι δεν θα διεκδικήσει την προεδρία των Συντηρητικών μετά την ήττα του Κάμερον στο βρετανικό δημοψήφισμα. Στις 4/7 ακολούθησε ο Νάιτζελ Φάρατζπαραιτούμενος απρόσμενα από την προεδρία τουUKIP. Ο Κένεντι μετά τον Κόλπο των Χοίρων, διασκευάζοντας την αρχαία ρήση του Τάκιτου, είχε πει το περίφημο «η νίκη έχει εκατοντάδες πατέρες, ενώ η ήττα είναι ορφανή». Στην περίπτωση του Brexit ισχύει όμως το ανάποδο: Η νίκη έμεινε ορφανή, ουδείς τη διεκδικεί, οι δε πολιτικοί της πατέρες σπεύδουν ο ένας μετά τον άλλο να αποσυρθούν. Και το ερώτημα είναι απλό: Γιατί συμβαίνει αυτή η ανωμαλία της ιστορίας και το σοφό ρητό του Τάκιτου στην περίπτωση του βρετανικού δημοψηφίσματος, δεν επαληθεύεται;
Μία απλοϊκή εξήγηση είναι ο τίτλος του σημειώματος: Οι πατέρες της νίκης, παίρνουν σοβαρά το αποτέλεσμά της, δεν τολμούν να το αντιστρέψουν, δεν μπορούν να κάνουν το ΟΧΙ ΝΑΙ, ούτε το Brexit Bremain. Δεν είναι δηλαδή σαν τον Τσίπρα. Η ομοιότητά τους με τον Τσίπρα σταματά στο ότι πάλεψαν για κάτι που δεν το πίστευαν, πέτυχαν κάτι που τους υπερβαίνει, κατάλαβαν ότι το βρετανικόBrexit όπως και το ελληνικό ΟΧΙ εγκυμονούσε κινδύνους για την καθεστηκυία τάξη. Για αυτό και τόσο το ΟΧΙ όσο και το Brexit πρέπει να ακυρωθεί. Οι διαφορές ξεκινούν από αυτό το σημείο και έπειτα. Και ο Φάρατζ και ο Τζόνσον αν και συντηρητικοί, (ακρο)δεξιοί, αστοί πολιτικοί δεν νιώθουν άνετα για να πρωταγωνιστήσουν στη μεγάλη ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας. Προτιμούν την παραίτηση από τηναποστασία.
Οι διαφορές συνεχίζονται: Και ο Κόρμπιν και ο Κάμερον, αν και ηττημένοι, δεν τολμούν να ζητήσουν ευθαρσώς την ακύρωση του αποτελέσματος όπως τη ζήτησαν πέρυσι τέτοιες μέρες οι εγχώριοι ηττημένοιΣαμαράς, Μεϊμαράκης, Στ. Θεοδωράκης, Γεννηματά και όλη η σάρα και η μάρα της Κοινής Λογικής και των Μένουμε Ευρώπη. Σέβονται, (ή έστω κάνουν ότι σέβονται) μια δημοκρατική διαδικασία όπως τοδημοψήφισμα. Δεν απειλούν ότι «η αστική τάξη θα αντιδράσει όπως αυτή γνωρίζει». Δεν ντύνονται νικητές, ενώ είναι ηττημένοι. Δεν παριστάνουν τους τιμητές του λαού, αφότου μειοψήφησαν. Ίσως είναι κι αυτή μια ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό μιας αποικίας χρέους και μιαςαστικής δημοκρατίας. Καπιταλισμός εδώ, καπιταλισμός και εκεί, αλλά υπάρχουν μερικές μικρές – ή όχι και τόσο μικρές – διαφορές.
Η άρνηση τόσο του Τζόνσον όσο και του Φάρατζ να αναλάβουν τις ευθύνες της νίκης του Brexit, υπογραμμίζει βέβαια την έλλειψη ενός Αλέξη Τσίπρα από το νησί, αλλά αναδεικνύει δύο βαθύτερα δεδομένα στα οποία πρέπει να επιμείνουμε.
Το πρώτο είναι ότι η νίκη του Brexit δεν είναι τόσο ανώδυνη, ακίνδυνη και αδιάφορη για το ταξικό συσχετισμό δύναμης, όσο βάλθηκαν να υποστηρίζουν οι αριστεροί ισαποστάκηδες ούτε βέβαιαεπιβλαβής, όπως μας είπαν οι συριζαίοι ιεροκήρυκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια τέτοια νίκη δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη στα αντιδραστικά και νεοφιλελεύθερα πλαίσια που θέτουν όσοι ηγεμόνευσαν στο στρατόπεδο του Brexit. Όσο δηλαδή δύσκολο ήταν για τον Α. Τσίπρα να αποδεχτεί και να διαχειριστεί το ΟΧΙ στα πλαίσια για τα οποία ο ίδιος διαβεβαίωνε (παραμονή στο ευρώ, νέα δίκαιη συμφωνία, υποχώρηση δανειστών), άλλο τόσο δύσκολο είναι να διαχειριστούν οι συντηρητικοί και ακροδεξιοί πατέρες του Brexit την έξοδο από την ΕΕ, στα πλαίσια για τα οποία οι ίδιοι διαβεβαιώνουν (ανεξαρτησία, βελτίωση οικονομικών, βάθεμα δημοκρατίας). Αυτό από μόνο του, αποτελείπανηγυρική διάψευση κάθε θεωρίας που κήρυσσε την αδιαφορία ή το σκεπτικισμό μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Ούτε το ελληνικό ΟΧΙ ούτε το βρετανικό Brexit σήμαινεεπανάσταση. Η διαχείρισή τους όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αμφισβητείται το αστικό πλαίσιο. Αυτό, ακόμη κι αν δεν το κατανοούν οι εγχώριοι αριστεροί ισαποστάκηδες, το καταλαβαίνουν πολύ καλά όσοι κυριάρχησαν στο στρατόπεδο του Brexit κι ας είναι τέρμα δεξιοί. Το Brexit ή θα γίνει Bremain με κάποια σοκαριστική αποστασία, ή θα παραμείνει Brexit ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου με κίνδυνο και για τα καλύτερα και για τα χειρότερα. Για να γίνει το πρώτο, χρειάζεται ένας Τσίπρας. Για να γίνει το δεύτερο, δεν αρκούν οι Φάρατζ και Τζόνσον.
Το δεύτερο δεδομένο των παραιτήσεων Τζόνσον – Φάρατζ, είναι ότι η επιλογή του βρετανικού κατεστημένου γίνεται όλο και πιο καθαρή και δεν είναι άλλη από το Bremain. Παρά τις διαβεβαιώσεις του ΚΚΕ και των λοιπών επαναστατικών δυνάμεων ότι η μάχη ανάμεσα στο Brexit και το Bremain ήταν καυγάς ανάμεσα σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα της αστικής τάξης, τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Είναι τόσο καθαρή η επιλογή του βρετανικού κατεστημένου, που αναγκάζει τους πατέρες της νίκης ναπαραιτούνται ή να αποσύρονται. Άλλωστε οι Φάρατζ και Τζόνσον δε διακήρυξαν ποτέ κάποια σύγκρουση με το κατεστημένο, αποτελούν ούτως ή άλλως τμήμα του. Έτσι η περίεργη πολιτική ανωμαλία να παραιτούνται όσοι θριάμβευσαν και να παραμένουν όσοι ηττήθηκαν, έχει ουσιαστική ερμηνεία. Οι ηγεμονεύσαντες του Brexit δεν μπορούν να φέρουν τα καθήκοντα του Brexit εις πέρας. Όχι μόνο επειδή δεν είναι Τσίπρες, αλλά επειδή όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στη Βρετανία,το κατεστημένο έδειξε τα όριά του. Και οι πολιτικοί σχηματισμοί και ηγέτες που δεν μπορούν να φέρουν τα καθήκοντα μιας νίκης εις πέρας, είτε κάνουν στροφή 180 μοιρών, είτε παραιτούνται.
Το τι θα γίνει τελικά στη Μ. Βρετανία κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει. Οι βασικοί εκφραστές του Brexit λιποτακτούν, αν και δεν είναι απίθανο πολιτικοί τύποι σαν τον Φάρατζ να επανέλθουν ανακαλώντας την παραίτησή τους (ο συγκεκριμένος άλλωστε το έχει ξανακάνει). Την ίδια ώρα, πληθαίνουν οι φωνές για επανεξέταση της σχέσης Μ. Βρεττανίας – ΕΕ, ενώ σε αντίθεση με την Ελλάδα υπάρχει όντως τμήμα της αστικής τάξης, (μειοψηφικό, αλλά υπάρχει), που επιθυμεί την έξοδο. Τα ενδεχόμενα είναι όλα ανοικτά, από το προχώρημα του διαζυγίου, μέχρι μια ακόμη επαλήθευση της γνωστής δημοκρατικής παράδοσης της ΕΕ, να μην παίρνει υπόψη τη λαϊκή ετυμηγορία όταν αυτή είναι δυσάρεστη.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη νίκη του Brexit έμεινε ορφανή. Οι στρατηγοί των νικητών φαίνεται να μην μπορούν να διαχειριστούν το αποτέλεσμα. Αναζητούνται λοιπόν νέοι στρατηγοί. Με την έννοια των πολιτικών και όχι των προσώπων. Και με τη δυνατότητα να στοχαστούν, να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν τα καθήκοντα που μια τέτοια νίκη πυροδοτεί ως δυνατότητες –και όχι βεβαιότητες- για το μέλλον.