Ανατροπή των δεδομένων 50 ετών στη Μέση Ανατολή

1937
μέση ανατολή

Προοίμιο μιας γενικότερης ανάφλεξης, μιας νέας ειρηνευτικής προσπάθειας ή μήπως της διαιώνισης της υφιστάμενης στασιμότητας στην ισραηλινο-παλαστινιακή σύγκρουση; Τα ενδεχόμενα είναι όλα ανοικτά, μετά την ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ – πράγμα που δίσταζαν να πράξουν στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών.
Οι αντιδράσεις που θα εκδηλωθούν το αμέσως επόμενο διάστημα στην περιοχή θα κρίνουν ποιος θα είναι πραγματικά ο μεσοπρόθεσμος αντίκυπος των εξαγγελιών του Αμερικανού προέδρου. Δεδομένου του ισχυρού συμβολικού φορτίου που φέρει το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, πόλης ιερής και για τις τρεις αβρααμικές θρησκείες, η δημιουργία εκρηκτικών καταστάσεων δεν μπορεί να αποκλεισθεί: αρκεί κανείς να θυμηθεί ότι η αιματηρή “δεύτερη Ιντιφάντα” ξέσπασε το 2000 με αφορμή την επίσκεψη του Ισραηλινού ηγέτη Αριέλ Σαρόν στο Όρος του Ναού.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη πιθανότητα, που έχει να κάνει με ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο επί των ημερών Τραμπ μοτίβο: οι θεαματικές χειρονομίες που δείχνουν να φέρνουν τον ένοικο του Λευκού Οίκου αντιμέτωπο με όλο τον πλανήτη να μην αποτελούν επί της ουσίας παρά “μία από τα ίδια”.
Κολακεία και διαπραγμάτευση
Τι απέγινε με τις διακηρύξεις Τραμπ ότι το ΝΑΤΟ είναι “απαρχαιωμένο”; Τι συνέβη με τις πολεμικές απειλές προς τον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας οι οποίες έπεισαν πολλούς ότι επίκειται πυρηνικό ολοκαύτωμα; Τι σήμανε πρακτικά η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα; Πού προσέκρουσε η επιθυμία της Ουάσινγκτον να αναθεωρήσει τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο Τραμπ προβάλλει ένα πρόσωπο επιθετικό και αδιάφορο για τις ισχύουσες διεθνείς συναινέσεις, παράλληλα όμως με λιγότερο ηχηρά “ανοίγματα” που δεν κερδίζουν αμέσως την προσοχή.
Δεν πρόκειται μόνο για για την ανάγκη του Αμερικανού προέδρου να κολακέψει τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής του βάσης (και το εγώ του), αλλά για μία διαπραγματευτική τακτική, διαμορφωμένη κατά την επιχειρηματική του σταδιοδρομία, όπου οι “μπλόφες”, το άνοιγμα παράπλευρων μετώπων και η πίεση προς το πιο αδύναμο μέρος έχουν κεντρική θέση.
Διακομματική η πίεση
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πίεση για μεταφορά από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ, έχει μακρά ιστορία. Η σχετική απόφαση ελήφθη για πρώτη φορά το 1995 από τη Βουλή των Αντιπροσώπων με συντριπτική πλειοψηφία και με πρωτοβουλία των Δημοκρατικών, όπως ακριβώς και η απόφαση (με ψήφους 90-0) της Γερουσίας τον περασμένο Ιούνιο που την επικαιροποιούσε. Ξεχωριστή θέση σε όσους ζητούσαν τη μεταφορά της πρεσβείας έχει βέβαια ο Σέλντον Άντελσον, “βασιλιάς των καζίνο” του Λας Βέγκας, ο οποίος χρηματοδότησε με τουλάχιστον 80 εκατομμύρια δολάρια για την εκλογική προσπάθεια των Ρεπουμπλικανών το 2016 – και στηρίζει και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Βενιαμίν Νετανιάχου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ μπόρεσε να τους ικανοποιήσει όλους αυτούς (και ταυτοχρόνως να στρέψει την επικαιρότητα μακριά από τον κλοιό του Russiagate που δείχνει κλείνει γύρω του) χωρίς επί του πρακτέου να αλλάξει τίποτα! Και αυτό διότι ενώ “αναγνώρισε την πραγματικότητα” του ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα του Ισραήλ (άλλωστε εκεί βρίσκονται το ισραηλινό κοινοβούλιο και τα υπουργεία) ανέβαλε την απόφαση για τη μεταφορά της πρεσβείας, η οποία, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απαιτεί εργασίες μίας τριετίας.
Όχι “αδιαίρετη”
Παράλληλα, ο ένοικος του Λευκού Οίκου, θέλησε, τετραγωνίζοντας τον κύκλο, να συνδυάσει αυτό το μεγάλο συμβολικό δώρο προς τη μία πλευρά, με την (έστω και ισχνή) διαβεβαίωση προς την άλλη πλευρά ότι παραμένει δεσμευμένος σε μία “λύση δύο κρατών” για το μεσανατολικό. Σε αυτό το πλαίσιο ανέφερε ότι η απόφασή του δεν προδικάζει τα όρια της μελλοντικής ισραηλινής δικαιοδοσίας στην ιερή πόλη,ενώ πολύ χαρακτηριστικά απέφυγε (σε αντίθεση, λ.χ., με τα ψηφίσματα του αμερικανικού Κογκρέσου) να υιοθετήσει τη φρασεολογία περί “αδιαίρετης Ιερουσαλήμ”.
– Που παραπέμπει σε αναγνώριση της παράνομης προσάρτησης από το Ισραήλ της κατεχόμενης από το 1967 ανατολικής Ιερουσαλήμ.
Υπενθυμίζεται πάντως ότι σε παλαιότερες διαπραγματεύσεις είχε επιχειρηθεί να βαφτισθεί “ανατολική Ιερουσαλήμ” το παρακείμενο χωριό Άμπου Ντις ώστε να δοθεί ψευδής ικανοποίηση στις παλαιστινιακές διεκδικήσεις χωρίς πραγματική αναίρεση του ισραηλινού εποικισμού και της προσάρτησης.
Μουδιασμένες οι φιλοδυτικές αραβικές χώρες
Από την Αγία Έδρα στο βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και από τη Γαλλική Δημοκρατία μέχρι το Πακιστάν, το σύνολο των διεθνών δυνάμεων (με την ενδιαφέρουσα εξαίρεση της Ρωσίας που αντέδρασε απολύτως υποτονικά) στάθηκαν επικριτικά απέναντι στις εξαγγελίες Τραμπ. Ο λόγος για αυτό δεν είναι δύσκολο να εντοπισθεί: με το να παύουν να τηρούν ακόμη και τα προσχήματα του αμερόληπτου μεσολαβητή στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση και με το να αφαιρούν από τη διαπραγμάτευση ένα κεντρικό της θέμα, το μέλλον της Ιερουσαλήμ, οι ΗΠΑ απομακρύνουν για πολύ καιρό την πιθανότητα ουσιαστικών ειρηνευτικών συνομιλιών για μία “λύση δύο κρατών”. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος πιθανότατα πιστεύει διαφορετικά, καθώς έχει αναθέσει στον γαμπρό και σύμβολό του Τζέραντ Κούσνερ την εκπόνηση ενός ειρηνευτικού σχεδίου που θα κλείνει το παλαιστινιακό ζήτημα.
Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη
Είναι πολύ αμφίβολο αν το σχέδιο θα ευοδωθεί. Αντιθέτως, περισσότερο πιθανό είναι ένα νέο ξέσπασμα βίας, που θα απειλεί με κατάρρευση την Παλαιστινιακή Αρχή, Το κυριότερο: οι κινήσεις Τραμπ κάθε άλλο παρά διευκολύνουν τη Σαουδική Αραβία (που δεν έχει κλείσει τα εσωτερικά μέτωπά της), ενώ αποσταθεροποιούν ευθέως τη μετριοπαθή, φιλοδυτική Ιορδανία (χώρα με πληθυσμό κατά πλειοψηφία παλαιστινιακό, η οποία, διόλου τυχαία, έσπευσε να ζητήσει έκτακτη σύγκληση του Αραβικού Συνδέσμου και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας). Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική στάση εμφανίζει περισσότερο αξιόπιστες στα μάτια των λαών της περιοχής τις δυνάμεις του “άξονα της Αντίστασης” (Ιράν, Συρία, Χεζμπολλάχ), ενώ και ο Ταγίπ Ερντογάν, που προκαταβολικά αυτοδεσμεύτηκε με σκληρές δηλώσεις, αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των αντιδράσεων, καθώς η Κωνσταντινούπολη θα φιλοξενήσει σχετική συνεδρίαση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στις 13 Δεκεμβρίου. Η γειτονική χώρα εξελίσσεται σε κρίσιμο κόμβο στο ξεδίπλωμα των αντιαμερικανικών αντιδράσεων, εκμεταλλευόμενη, προκειμένου να εξασφαλίσει ρόλο ηγέτιδας του μουσουλμανικού κόσμου, τόσο το “μούδιασμα” των περισσότερο φιλικών προς τις ΗΠΑ πρωτευουσών, όπως το Ριάντ, όσο και την προσφάτως εμπεδωθείσα, με τις ευλογίες της Ρωσίας, φιλία της με το Ιράν, η οποία υπερβαίνει τις πολυσυζητημένες διαιρέσεις σουνιτών και σιιτών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας