Η «Γαληνοτάτη», (Serenissima Repubblica di Venezia) όπως ονομαζόταν η Δημοκρατία της Βενετίας για περίπου 1.000 χρόνια, αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη απειλή στην ιστορία της. Δεν πρόκειται για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, αλλά για τους….τουρίστες.
Περισσότεροι από 30 εκατομμύρια τουρίστες, οι περισσότεροι Κινέζοι, Ινδοί και Αμερικανοί αποφέρουν έσοδα περίπου 500 εκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο η πόλη σταδιακά καταστέφεται. Όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel», οι παλαιοί κάτοικοι εγκαταλείπουν την πόλη. Αναγκάζονται να γίνουν εσωτερικοί μετανάστες, είτε σε άλλες πόλεις της Ιταλίας, είτε της Ε.Ε., για να αποφύγουν μια αβίωτη για μόνιμη κατοικία πόλη.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, εκατοντάδες οικίες έχουν αγοραστεί από μεσιτικές εταιρίες και χρησιμοποιούνται για να στεγάσουν τους τουρίστες που επισκέπτονται την πόλη για μόλις 24 ώρες. «Κρουαζιερόπλοια μήκους 300 μέτρων μετέφεραν έως και 1,6 εκ τουρίστες»
«Basta! Ως εδώ!»
Οι Βενετοί που έχουν αποφασίσει να παραμείνουν στην πόλη τους διαμαρτύρονται με κάθε τρόπου για τον «υπερ-τουρισμό» που καταστρέφει, όχι απλώς τον χαρακτήρα της πόλης τους, αλλά και την καθημερινότητά τους. Οι δημοτικές αρχές της Βενετίας απευθύνθηκαν στην Unesco, ζητώντας βοήθεια (!) για να καταπολεμήσουν την πλημμύρα των τουριστών!
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο Μεταφορών στην Ρώμη αποφάσισε να απαγορεύσει τον κατάπλου κρουαζιερόπλοιων άνω των 55.000 τόνων (!), προκαλώντας οργή σε εφοπλιστές και επιχειρηματίες που ασχολούνται με τον τουρισμό.
Το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό
H αύξηση του πλούτου σε χώρες με δισεκατομμύρια κατοίκους, σε συνδυασμό με την μείωση του τουρισμού σε παλαιότερους προορισμούς, λόγω του φόβου της τρομοκρατίας (Ινδονησία, Τουρκία, Αίγυπτο) και κυρίως η γιγάντια αύξηση του ”low cost” τουρισμού, έχουν φέρει δημοτικές αρχές και κατοίκους, σε πολλές πόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα όριά τους. Βαρκελώνη, Ρώμη, Άμστερνταμ, αλλά και η Σαντορίνη, αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα προβλήματα, από το νέο αυτό φαινόμενο του «υπέρ-τουρισμού», ο οποίος, μάλιστα, αφήνει ελάχιστο χρήμα στις τοπικές κοινωνίες, ενώ υπερπλουτίζουν οι πολυεθννικές των τουριστικών υπηρεσιών.