Αγώνας ή αφανισμός

1778
αγώνας

Σχόλιο με αφορμή το κινηματογραφικό έργο, «Ο νεαρός Μαρξ/Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς», του Ραούλ Πεκ.

Σκηνή από την ται­νία:
Ένας ερ­γά­της: «Μα πάντα θα υπάρ­χουν αφε­ντι­κά κι ερ­γά­τες»
Καρλ Μαρξ: «Τί­πο­τα δεν υπάρ­χει για πάντα»
Ο Καρλ Μαρξ ήταν ο άν­θρω­πος που πί­στε­ψε όσο κα­νείς άλλος σ’ αυτό το «Τί­πο­τα δεν υπάρ­χει για πάντα». Δια­τυ­πω­μέ­νο αλ­λιώς «Ό,τι υπάρ­χει, αξί­ζει να κα­τα­στρα­φεί», όπως συ­νό­ψι­σε ο Με­φι­στο­φε­λής στον «Φά­ουστ» του Γκαί­τε και λά­τρευε να υπο­γραμ­μί­ζει ο Μαρξ. Και έθεσε σκοπό στη ζωή του να το απο­δεί­ξει. Το φά­ντα­σμα που πλα­νιό­ταν πάνω απ’ την Ευ­ρώ­πη απέ­κτη­σε όνομα προ­κα­λώ­ντας τρόμο στις αστι­κές τά­ξεις: Κομ­μου­νι­σμός. Κι απ’ ό,τι φαί­νε­ται και από τις κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές κρι­τι­κές, συ­νε­χί­ζει να φέρ­νει σε αμη­χα­νία τους γρα­φιά­δες της ακόμα και σή­με­ρα. Ένα από τα με­γα­λύ­τε­ρα ψέ­μα­τα που θα μπο­ρού­σαν να ει­πω­θούν, άλ­λω­στε, είναι ότι η κρι­τι­κή είναι αντι­κει­με­νι­κή. Ή αθώα. Ή τα­ξι­κά αμε­ρό­λη­πτη.
Έχουν γυ­ρι­στεί ται­νί­ες σχε­δόν για κάθε πτυχή της αν­θρώ­πι­νης ζωής. Για μικρά προ­σω­πι­κά δρά­μα­τα. Για κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, πο­λέ­μους, κρί­σεις. Έχουν ανα­τα­μεί με την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή κά­με­ρα: σί­ριαλ κί­λερς, δι­κτά­το­ρες, παι­διά, άν­θρω­ποι της δι­πλα­νής πόρ­τας, άντρες και γυ­ναί­κες που άφη­σαν τα καλ­λι­τε­χνι­κά, επι­στη­μο­νι­κά ή πο­λι­τι­κά ίχνη τους πάνω σ’ αυτόν τον πλα­νή­τη. Με­τριού­νται όμως στα δά­χτυ­λα (και πε­ρισ­σεύ­ουν μά­λι­στα και κά­ποια) οι ται­νί­ες  που ανα­φέ­ρο­νται στους δια­μορ­φω­τές μιας θε­ω­ρί­ας που άλ­λα­ξε ρι­ζι­κά τα μυαλά και τις συ­νει­δή­σεις. Και πα­τώ­ντας πάνω σ’ αυτή τη θε­ω­ρία, μια χού­φτα επα­να­στά­τες στη Ρωσία κό­ντε­ψαν να αλ­λά­ξουν σχήμα στον κόσμο. Αλλά η αφή­γη­ση της Οκτω­βρια­νής είναι μια άλλη ιστο­ρία.
Εδώ βρι­σκό­μα­στε ακόμα στη δε­κα­ε­τία του 1840 σε Αγ­γλία, Γαλ­λία και Βέλ­γιο. Πα­ρα­κο­λου­θού­με δύο νέους αν­θρώ­πους να ακο­νί­ζουν τα μυαλά και τα επι­χει­ρή­μα­τά τους, έχο­ντας εκεί­νη την ξε­χω­ρι­στά γοη­τευ­τι­κή αναί­δεια και το θρά­σος να τε­ντω­θούν στις μύτες των πα­που­τσιών τους και να κοι­τά­ξουν πέρα και πάνω από την εποχή τους. Είναι ο Μαρξ και ο Έν­γκελς που τολ­μούν και αντι­πα­ρα­τί­θε­νται στα άλλα ιερά τέ­ρα­τα του και­ρού, τον Μπα­κού­νιν και τον Πρου­ντόν. Ο τε­λευ­ταί­ος για το έργο του «Η Φι­λο­σο­φία της Αθλιό­τη­τας» ει­σπράτ­τει -ως πλη­ρω­μέ­νη απά­ντη­ση από το δαι­μό­νιο δί­δυ­μο- το βι­βλίο με τον εμπνευ­σμέ­νο τίτλο: «Η Αθλιό­τη­τα της Φι­λο­σο­φί­ας». Βλέ­που­με τι τους οδη­γεί να γρά­ψουν την «Κρι­τι­κή της Κρι­τι­κής Κρι­τι­κής» (σε έμπνευ­ση της Τζέ­νης Μαρξ!), που εκ­δό­θη­κε αρ­γό­τε­ρα με τον τίτλο «Αγία Οι­κο­γέ­νεια». Τα βά­ζουν με τον Μπρού­νο Μπά­ου­ερ, τον Μαξ Στίρ­νερ και τους άλ­λους νε­ο­χε­γκε­λια­νούς για την αφη­ρη­μέ­νη κρι­τι­κή τους στη θρη­σκεία. Η ται­νία ανοί­γει εμ­βλη­μα­τι­κά ως σπου­δή πάνω στο πολύ συ­γκε­κρι­μέ­νο. «Αρ­κε­τά πια με την αφη­ρη­μέ­νη γε­νί­κευ­ση. Τι έχετε να πείτε, λοι­πόν, για τη βα­ναυ­σό­τη­τα με την οποία κα­τε­στά­λη­σαν οι φτω­χοί αγρό­τες στη Γερ­μα­νία, που το μόνο τους έγκλη­μα ήταν να μα­ζεύ­ουν τα πε­σμέ­να ξύλα στο δάσος για να τα που­λή­σουν;». Είναι ευ­ρη­μα­τι­κή η επι­λο­γή του σκη­νο­θέ­τη να ξε­τυ­λί­ξει την αφή­γη­σή του από το ση­μείο αυτό, από το άρ­θρο-το­μή για τη σκέψη και το έργο του Μαρξ. Είναι η αρχή από το κου­βά­ρι, που μέσα από κλι­μα­κώ­σεις -και κυ­ρί­ως μέσα από τη συ­νερ­γα­σία του με τον Έν­γκελς-, προ­ε­τοι­μά­ζει σχε­δόν τέσ­σε­ρα χρό­νια μετά, το «Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο». Λίγες μόνο εβδο­μά­δες πριν ξε­σπά­σει το ντό­μι­νο των επα­να­στά­σε­ων του 1848 στην Ευ­ρώ­πη. Και αυτό, παρά την «πρό­βλε­ψη» του Πρου­ντόν πως ο και­ρός των επα­να­στά­σε­ων έχει πα­ρέλ­θει ορι­στι­κά.
Οι Μαρξ και Έν­γκελς δια χει­ρός Ραούλ Πεκ
Για πε­ρισ­σό­τε­ρο από ενά­μι­σι αιώνα ο Καρλ Μαρξ και ο Φρή­ντριχ Έν­γκελς είχαν το­πο­θε­τη­θεί από τη στα­λι­νι­κή γρα­φειο­κρα­τία σε ένα ανα­παυ­τι­κό βάθρο, όπου λα­τρεύ­ο­νταν σαν αλάν­θα­στοι θεοί. Απο­κομ­μέ­νοι από οτι­δή­πο­τε αν­θρώ­πι­νο. Η ται­νία του Ραούλ Πεκ, του σκη­νο­θέ­τη από την Αϊτή με την ξε­κά­θα­ρα πο­λι­τι­κή ματιά (Lumumba, I Am Not Your Negro), θα μπο­ρού­σε να στα­θεί ως μια από­πει­ρα να τους βγά­λει μέσα από τις σκο­νι­σμέ­νες κορ­νί­ζες τους και να τους πα­ρου­σιά­σει όπως πραγ­μα­τι­κά ήταν. Άν­θρω­ποι που είχαν δυο μάτια για να βλέ­πουν όλα τα φρι­κτά που συ­νέ­βαι­ναν γύρω τους και έτα­ξαν τον εαυτό τους στον αγώνα να τα αλ­λά­ξουν. Άν­θρω­ποι που με­θού­σαν, γε­λού­σαν, έπαι­ζαν σκάκι κι ερω­τεύ­ο­νταν. Άντρες που είχαν επι­λέ­ξει να συ­ντρο­φεύ­ουν δύο θαυ­μα­στά δυ­να­τές γυ­ναί­κες: μια αρι­στο­κρά­τισ­σα από τη Γερ­μα­νία (Τζένη Μαρξ – την υπο­δύ­ε­ται εκ­πλη­κτι­κά η Vicky Krieps σε έναν αβα­ντα­δό­ρι­κο ρόλο) που πρό­δω­σε την κα­τα­γω­γή και την τάξη της κι έκανε δική της υπό­θε­ση το όραμα του συ­ντρό­φου της, Μαρξ. Και μια Ιρ­λαν­δή ερ­γά­τρια, τη Μαίρη Μπερνς, που πή­γαι­νε κό­ντρα σε κάθε κομ­φορ­μι­σμό της επο­χής, αρ­νού­με­νη επί­μο­να να χρη­σι­μο­ποιεί τα λεφτά του Έν­γκελς ή να κάνει παι­διά μαζί του. Ο λόγος: Αυτή η επι­πλέ­ον δέ­σμευ­ση πί­στευε πως θα στε­κό­ταν εμπό­διο στον αγώνα της για την αλ­λα­γή του κό­σμου.
Κι­νη­μα­το­γρα­φού­νται λα­μπρές στιγ­μές έμπνευ­σης και δη­μιουρ­γί­ας. Κι­νη­μα­το­γρα­φού­νται όμως και οι άλλες, οι πιο σκο­τει­νές στιγ­μές. Ο νε­α­ρός Έν­γκελς τα­πει­νώ­νε­ται από τον πα­τέ­ρα του και φεύ­γει χτυ­πώ­ντας την πόρτα πίσω του. Ο νε­α­ρός Μαρξ δεν στέ­κε­ται πάντα το ίδιο δυ­να­τός και ετοι­μά­ζε­ται να εγκα­τα­λεί­ψει την προ­σπά­θεια συγ­γρα­φής του Μα­νι­φέ­στου. Πριν καν ξε­κι­νή­σει. «Η υλική ζωή είναι υλι­στι­κά σκλη­ρή» γρά­φει σε κά­ποιο ση­μείο ο Καρλ στην αλ­λη­λο­γρα­φία προς τον φίλο του. Δεν έχει πλη­ρω­θεί ακόμα για τα άρθρα που έστελ­νε στις εφη­με­ρί­δες και δεν έχει μία δε­κά­ρα στην τσέπη (έχει όμως μια ωραιό­τα­τη και­νού­ρια ιδέα, την οποία θέλει να κάνει βι­βλίο!).
Υπάρ­χουν πολλά ονό­μα­τα, εν­δε­χο­μέ­νως άγνω­στα στο με­γα­λύ­τε­ρο μέρος από το κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό κοινό, ανα­φο­ρές σε φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες, βι­βλία, ιδε­ο­λο­γι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις. Για κά­ποιους, αυτά είναι «φλυα­ρί­ες» και «στεί­ρος ακα­δη­μαϊ­σμός». Ναι, λοι­πόν. Ήταν «φλύ­α­ρος» και «ακα­δη­μαϊ­κός» ο τρό­πος που ζούσε τη ζωή του ο Μαρξ. Οι μέρες του ήταν γε­μά­τες με συ­να­ντή­σεις με πο­λι­τι­κούς συ­ντρό­φους και αντι­πά­λους. Οι νύ­χτες του γε­μά­τες με δια­βά­σμα­τα και γρα­ψί­μα­τα. Και με το φό­βη­τρο της απέ­λα­σης να πα­ρα­μο­νεύ­ει έξω από την πόρτα του φτω­χι­κού δω­μα­τί­ου του. Ξανά και ξανά.
Ήρωας δεν είναι αυτός που σκέ­φτε­ται ή λέει κάτι. Ήρωας και ηρω­ί­δα είναι αυτός/ή που κάνει κάτι. Που δρα. Είναι αυτός και αυτή που οι πρά­ξεις τους μι­λούν πιο πολύ από τα λόγια τους. Τι συ­νο­ψί­ζει, λοι­πόν, σε μια μικρή σκηνή ο σκη­νο­θέ­της για να μας δώσει ένα πορ­τρέ­το του ήρωά του; Έχο­ντας απε­λα­θεί από το Πα­ρί­σι, Καρλ και Τζένη ζουν πάμ­φτω­χοι, με τους δο­σα­τζή­δες να τους κυ­νη­γούν για να ει­σπρά­ξουν τα χρω­στού­με­να. Με τα χρή­μα­τα που τους στέλ­νει ο Έν­γκελς για να μπο­ρέ­σουν να κρα­τη­θούν στη ζωή, ο Μαρξ επι­στρέ­φει σπίτι με ένα τε­ρά­στιο καρ­βέ­λι ψωμί. Και ένα μπου­κέ­το λου­λού­δια για τη Τζένη. Πι­θα­νό­τα­τα αυτή η σκηνή δε συ­νέ­βη ποτέ. Πι­θα­νό­τα­τα είναι εύ­ρη­μα του Πεκ. Αλλά είναι το εύ­ρη­μα εκεί­νο που κάνει τον Μαρξ βαθιά αν­θρώ­πι­νο, μα­κριά από τις θο­ρυ­βώ­δεις συ­νε­λεύ­σεις και τις στιγ­μές συγ­γρα­φι­κού οί­στρου. Μι­λή­στε μας λίγο ακόμα για ακα­δη­μαϊ­σμό, κύ­ριοι κρι­τι­κοί.
Αν ξε­χω­ρί­ζει σε κάτι η ται­νία αυτή, δεν είναι μόνο ότι έχει πο­λι­τι­κό θέμα και στό­χευ­ση. Έχει και ξε­κά­θα­ρο σκη­νο­θε­τι­κό στίγ­μα. Κα­νείς και καμιά από τους κρι­τι­κούς δεν έκα­ναν τον κόπο να ανα­ρω­τη­θούν σε πόσες «ακα­δη­μαϊ­κές» ται­νί­ες αυτού του εί­δους βλέ­πουν να παίρ­νει το λόγο ένας μαύ­ρος αντι­πρό­σω­πος (ο σκη­νο­θέ­της είναι μαύ­ρος). Ή εκεί που θα πε­ρί­με­νες να ακού­σεις ένα βα­ρύ­γδου­πο σχό­λιο με­τα­ξύ δύο αντρών την ώρα που κα­τε­βαί­νουν τα σκα­λιά, αυτοί πε­ριο­ρί­ζο­νται σε ένα –μάλ­λον ασή­μα­ντο- σχό­λιο για το Πορτ Ο’ Πρενς (ο σκη­νο­θέ­της κα­τά­γε­ται από την Αϊτή). Όλο αυτό ας το ονο­μά­σου­με κω­δι­κά: «σκη­νο­θε­τι­κή υπο­γρα­φή».
Αντι­πα­ρά­θε­ση δύο κό­σμων
Το αλα­ζο­νι­κό αφε­ντι­κό Έν­γκελς (ο πα­τέ­ρας) από τη μια και οι ερ­γά­τριες στο κλω­στή­ριο του Λον­δί­νου στή­νουν από την αρχή το σκη­νι­κό όπου οι δύο στρα­τοί έχουν πα­ρα­τα­χθεί για μάχη. Και μέσα σ’ αυτό, το βλέμ­μα ενο­χής του νε­α­ρού Φρή­ντριχ Έν­γκελς για τις συν­θή­κες ερ­γα­σί­ας των γυ­ναι­κών, τα πρό­σω­πα των ανή­λι­κων κο­ρι­τσιών μπρο­στά στις μη­χα­νές, το μο­να­χι­κό ξέ­σπα­σμα μιας νε­α­ρής Ιρ­λαν­δής ερ­γά­τριας, η βου­βα­μά­ρα και τα κα­τε­βα­σμέ­να κε­φά­λια που το ακο­λου­θούν. Η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι δεν αρκεί μια κί­νη­ση ατο­μι­κού θάρ­ρους και προ­σω­πι­κού ηρω­ι­σμού.
Η σκηνή της συ­νά­ντη­σης των αντι­προ­σώ­πων της Λί­γκας των Δί­καιων από όλο τον κόσμο στέ­κε­ται σαν η επι­το­μή της διά­λυ­σης των αυ­τα­πα­τών για τους ερ­γα­ζό­με­νους. Από τη μια, οι φωνές για επι­κρά­τη­ση των αι­τη­μά­των των κα­τα­πιε­σμέ­νων «με την αδελ­φο­σύ­νη, την κα­λο­σύ­νη, την αγα­θό­τη­τα». Κι από την άλλη, ένας χει­μαρ­ρώ­δης Έν­γκελς, που όταν κα­τα­φέρ­νει –μέσα σε σκλη­ρές αντι­πα­ρα­θέ­σεις- να πάρει τον λόγο, θα τον συ­μπυ­κνώ­σει στο μεστό: «αγώ­νας ή αφα­νι­σμός». Τα δά­κρυα των ερ­γα­ζο­μέ­νων δεν αρ­κούν, γιατί δεν πρό­κει­ται να τους εξα­σφα­λί­σουν την εξου­σία. Είναι μια κοινή πα­ρα­δο­χή αυτό. Τα δά­κρυα δεν σε πη­γαί­νουν και πολύ μα­κριά. Από την πλευ­ρά της, η αστι­κή τάξη δεν πρό­κει­ται να χύσει ούτε μισό από δαύτα για τα δεινά αυτών που κα­τα­πιέ­ζει.
«Όλοι οι άν­θρω­ποι εί­μα­στε αδέρ­φια», έγρα­φε το πανό του Συν­δέ­σμου των Δί­καιων. Αλή­θεια, τώρα; Τι κοινό μπο­ρεί να έχει μια ερ­γά­τρια που χάνει τα δά­χτυ­λά της σε μια υφα­ντουρ­γία με αυτόν που βγά­ζει κέρ­δος από τα κομ­μέ­να της δά­χτυ­λα; Τι κοινό μπο­ρούν να έχουν οι ερ­γα­ζό­με­νοι που -χω­μέ­νοι μέσα στα ερ­γο­στά­σια- έχουν ξε­χά­σει πώς είναι το φως του ήλιου; Τι κοινό μπο­ρούν να έχουν με τα παι­διά των γα­ντο­φο­ρε­μέ­νων αστών τα πι­τσι­ρί­κια των αν­θρώ­πων της ερ­γα­τι­κής τάξης που -μό­λις αρ­χί­ζουν να περ­πα­τούν- τρι­γυρ­νούν στους δρό­μους, νη­στι­κά και βρώ­μι­κα, ζη­τια­νεύ­ο­ντας λίγες πε­ντα­ρο­δε­κά­ρες;
Η σκηνή μέσα από την οποία ο Σύν­δε­σμος των Δι­καί­ων με­το­νο­μά­ζε­ται σε Κομ­μου­νι­στι­κή Λίγκα και οδη­γού­μα­στε από το «Όλοι οι άν­θρω­ποι εί­μα­στε αδέρ­φια» στο «Προ­λε­τά­ριοι όλων των χωρών ενω­θεί­τε» γραμ­μέ­νο πάνω στην κόκ­κι­νη ση­μαία, είναι κάτι πα­ρα­πά­νω από μια εμπνευ­σμέ­νη ομι­λία του Έν­γκελς. Είναι η εκ­δί­κη­ση της πραγ­μα­τι­κής ζωής. Είναι η εκ­δί­κη­ση που παίρ­νει η αθλιό­τη­τα της πραγ­μα­τι­κής ζωής απέ­να­ντι στις ονει­ρο­φα­ντα­σί­ες όσων επέ­με­ναν στην απο­κή­ρυ­ξη «της βίας και του αί­μα­τος» και στη με­τα­φυ­σι­κή επι­κρά­τη­ση «του καλού» στον κόσμο. Σε έναν κόσμο βα­θύ­τα­τα και ανει­ρή­νευ­τα χω­ρι­σμέ­νο σε τά­ξεις. Πρέ­πει να είσαι από πέτρα για να μη νιώ­σεις εκεί­νη τη στιγ­μή τον λαιμό σου γε­μά­το κό­μπους, κό­μπους, κό­μπους. Ή να είσαι ταγ­μέ­νος στο άλλο στρα­τό­πε­δο. Αν δεν ανα­τρι­χιά­ζεις με το «νίκη ή αφα­νι­σμός», δεν σου φταί­ει ο ακα­δη­μαϊ­σμός.
Πόσος ακα­δη­μαϊ­σμός χω­ρά­ει, άλ­λω­στε, σε μια ται­νία που κλεί­νει με τους ήχους του «Like Rolling Stone» και τη φωνή του Μπομπ Ντί­λαν; Φόρος τιμής στον Μαρξ, σε έναν άν­θρω­πο που πε­ρι­πλα­νιό­ταν σ’ όλο τον κόσμο «with no direction home» και μόνη του πα­τρί­δα ήταν τα βι­βλία, τα χαρ­τιά και οι σκέ­ψεις του. Μια «πέτρα που κύ­λη­σε» από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1840 και πα­ρέ­συ­ρε στο πέ­ρα­σμά της όλο τον τότε γνω­στό κόσμο. Μέχρι σή­με­ρα.
Εξαι­ρε­τι­κή μου­σι­κή επι­λο­γή για κλεί­σι­μο, κύριε Πεκ.
Πηγή: rproject.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας