Την Τετάρτη (25/10) το βράδυ, στο κέντρο του Κιέβου, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του 45χρονου Ίγορ Μοσιιτσούκ, βουλευτή του ακροδεξιού Ριζοσπαστικού Κόμματος, επικεφαλής του οποίου είναι ο Ολέγ Λιασκό, μία από τις πιο σκανδαλώδεις φιγούρες του ουκρανικού πολιτικού σκηνικού.
Η έκρηξη μιας παγιδευμένης μοτοσικλέτας έξω από τα γραφεία του τηλεοπτικού καναλιού Espresso, από το οποίο εξερχόταν ο Ουκρανός βουλευτής, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ατόμων και τον τραυματισμό άλλων τριών. Νεκροί είναι ο 31χρονος σωματοφύλακας του Μοσιιτσούκ και ένας 36χρονος περαστικός, ενώ ο ίδιος ο βουλευτής τραυματίστηκε αρκετά σοβαρά στα άκρα και στην κοιλιακή χώρα, εγχειρίστηκε για την αφαίρεση των θραυσμάτων από το σώμα του και νοσηλεύεται πλέον εκτός κινδύνου.
Η συγκεκριμένη επίθεση προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς τα αίτια και την στόχευσή της, καθώς ενδιαφερόμενοι να δουν τον συγκεκριμένο βουλευτή νεκρό ή, έστω, πολιτικά ανενεργό, υπάρχουν πολλοί, πλην εντελώς ετερόκλητοι μεταξύ τους. Θα ήταν σκόπιμο, κατά την άποψη του γράφοντος, να γίνει μια μικρή αναφορά στο πολιτικό παρελθόν του Μοσιιτσούκ και σε αυτά που έχει κατά καιρούς πει και πράξει ο ίδιος, ώστε ο αναγνώστης να διαπιστώσει, ότι ο «παθών» όχι μόνο δεν είναι κανενός είδους «αγγελούδι», αλλά μία από τις πιο ενεργές πολιτικές φιγούρες του ουκρανικού εθνικισμού και νεοναζισμού.
Ο Μοσιιτσούκ ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1994, όταν έγινε μέλος της UNA–UNSO (Ουκρανική Εθνοσυνέλευση – Ουκρανική Εθνική Αυτοάμυνα), μιας από τις πρώτες εθνικιστικές-νεοναζιστικές οργανώσεις στην «ανεξάρτητη» Ουκρανία και, σίγουρα, για αρκετά χρόνια, της πιο μαζικής από αυτές. Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1990 από το Γιούρι Σουχέβιτς, γιο του Ρομάν Σουχέβιτς, ενός εκ των τριών ιστορικών ηγετών του εθνικιστικού-φιλοναζιστικού κινήματος της Ουκρανίας από την δεκαετία του ’20 και μετά, ιδρυτή της OUN (Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών), δωσίλογου και άμεσου συνεργάτη των Γερμανών ναζί.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1998, ο Μοσιιτσούκ έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Ουκρανίας, το οποίο όμως αργότερα μετονομάστηκε σε «Πανουκρανική Ένωση”Ελευθερία” (Svoboda)» και, κατά την άποψη του Μοσιιτσούκ, «μαλάκωσε» την σκληρή νεοναζιστική γραμμή του, γι’ αυτό και ο ίδιος αποχώρησε από εκεί. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010 ο Μοσιιτσούκ έγινε μέλος του κόμματος «Ουκρανός Πατριώτης – Εθνικοσοσιαλιστική Συνέλευση» (NSA) και έναν χρόνο αργότερα κατάφερε να αναδειχθεί σε εκπρόσωπο Τύπου του.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ντονμπάς, ο Μοσιιτσούκ έγινε αναπληρωτής εκπρόσωπος Τύπου του νεοναζιστικού τάγματος θανάτου «Αζόβ», απ’ όπου αποχώρησε λίγο καιρό αργότερα, το καλοκαίρι του 2014, λόγω διαφωνιών με τους χρηματοδότες του συγκεκριμένου τάγματος. Την εποχή εκείνη ο Μοσιιτσούκ ήταν ήδη μέλος της πιο ακραίας και κτηνώδους, ως προς τις πρακτικές, νεοναζιστικής οργάνωσης της Ουκρανίας, του διαβόητου «Δεξιού Τομέα». Λίγο καιρό αργότερα προσχωρεί στο Ριζοσπαστικό Κόμμα του Λιασκό, απ’ όπου εκλέγεται βουλευτής της Ανώτατης Ράντας (Βουλής) της Ουκρανίας στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2014.
Στις πρακτικές του συγκεκριμένου πολιτικού καταγράφονται τόσο «ακτιβιστικές» ενέργειες, όπως επιθέσεις σε γραφεία πολιτικών ή άλλων δημοσίων προσώπων της χώρας του, όσο και εμπρηστικές δηλώσεις, όπως οι απειλές σε βάρος των κατοίκων της Κριμαίας πριν ακόμη η συγκεκριμένη περιοχή πραγματοποιήσει το δημοψήφισμα αποχώρησής της από την Ουκρανία και της προσχώρησής της στη Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά και οι δηλώσεις «ηρωοποίησης» των 6 τζιχαντιστών του ISIS, που πραγματοποίησαν επίθεση σε στρατιωτική μονάδα στο Γκρόζνι της Τσετσενίας και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 6 Ρώσων εθνοφρουρών. Το τελευταίο ήταν που εξόργισε τον Πρόεδρο της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροβ, ο οποίος έδωσε εντολή στον Γενικό Εισαγγελέα της περιοχής για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του Μοσιιτσούκ και άλλων δύο Ουκρανών βουλευτών, που είχαν κάνει παρόμοιες δηλώσεις. Στο γεγονός αυτό είχε αναφερθεί ο γράφων σε άρθρο του στην Iskra στις 27/3 (δείτε εδώ).
Με δεδομένη, λοιπόν, την συγκεκριμένη πολιτική δράση και το ιδεολογικό φορτίο του συγκεκριμένου πολιτικού, το πιο εύκολο που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει (και μάλιστα υπάρχουν και οι «καλοθελητές» που οδηγούν τη σκέψη των περισσοτέρων «αβίαστα» προς αυτήν την κατεύθυνση) είναι ότι θα επιθυμούσαν πολύ να τον δουν νεκρό ή, έστω, πολιτικά ανενεργό η Ρωσία, η Δημοκρατία της Τσετσενίας (που ανήκει οργανικά στην Ρωσική Ομοσπονδία), οι αυτοανακηρυγμένες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονμπάς, γενικά όσες πλευρές επηρεάζονται στον ένα ή άλλο βαθμό αρνητικά από την δράση του εν λόγω «κυρίου». Αυτή ακριβώς η εκδοχή ήταν που «βόλεψε» εξαρχής τόσο τις Αρχές του επίσημου ουκρανικού κράτους, όσο και τον ίδιο τον Μοσιιτσούκ, που από το «κρεβάτι του πόνου» (πώς, άραγε;) έσπευδε να χρίσει ως «υπεύθυνους» για την απόπειρα εναντίον του τη Μόσχα και το Γκρόζνι. «Εντυπωσιακά», δε, ήταν, αν μη τι άλλο, τα αντανακλαστικά του συμβούλου του Υπουργού Εσωτερικών της Ουκρανίας και, επίσης γνώριμης ακροδεξιάς φιγούρας της χώρας, Αντόν Γκεράσενκο, που πέντε (5), μόλις, λεπτά μετά την γνωστοποίηση της επίθεσης στον Μοσιιτσούκ έσπευσε να αποδώσει την ευθύνη στο… «χέρι του Κρεμλίνου»!…
Μόνο που τα πράγματα στο εσωτερικό της χώρας είναι πολύ πιο σύνθετα, όπως και τα στρατόπεδα συμφερόντων είναι πολύ περισσότερα από δύο. Εδώ και μερικό καιρό στην Ουκρανία έχουν διακριθεί τουλάχιστον τρία ισχυρά, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, πολιτικο-οικονομικά κέντρα: το πρώτο, με επικεφαλής τον νυν Πρόεδρο Πετρό Ποροσένκο, είναι αυτό που κυβερνά τα τελευταία τρία, περίπου, χρόνια και ελέγχει – ή, για την ακρίβεια, προσπαθεί να ελέγξει – τον κρατικό μηχανισμό και, κυρίως, τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, το κοινοβούλιο (άρα και το νομοθετικό έργο) και τον διοικητικό τομέα του Δημοσίου. Μαζί του είναι ταγμένοι πολιτικοί που συνδέουν τα συμφέροντα και την πολιτική και οικονομική τους ύπαρξη με την πρόσδεση της χώρας στο άρμα της Δύσης, τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ και την σύνδεσή της με τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικότερες μορφές όλων, ο πρώην πρωθυπουργός Αρσένι Γιατσενιούκ, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Ουκρανίας και πρώην Πρόεδρος της Βουλής Ολεξάντρ Τουρτσίνοβ κ.ά.
Το δεύτερο κέντρο, είναι αυτό του οποίου επικεφαλής ή, για την ακρίβεια, «μπροστινός» εμφανίζεται ο πρώην Περιφερειάρχης Οδησσού (διορισμένος από τον ίδιο τον Ποροσένκο και καθαιρεμένος επίσης από τον ίδιο!) και πρώην Πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι, ένας άνθρωπος με σκοτεινό παρελθόν και εξίσου σκοτεινή πολιτική δράση. Διωγμένος από την φυσική πατρίδα του (Γεωργία), όπου αντιμετωπίζει κατηγορίες για εσχάτη προδοσία, αλλά και από την επίκτητη πατρίδα του (Ουκρανία), εξαιτίας της κόντρας του με τον ίδιο τον Ποροσένκο και τον υπουργό Εσωτερικών Αρσέν Αβάκοβ, τυπικά άπατρις, αφού έχει στερηθεί τόσο την γεωργιανή, όσο και την ουκρανική υπηκοότητα, ο Σαακασβίλι ουσιαστικά εκπροσωπεί τη μερίδα εκείνων των Ουκρανών ολιγαρχών, που είτε ήταν συνδεδεμένοι με τον εκδιωχθέντα εκλεγμένο Πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, είτε έχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσωπική, οικονομική κοκ αντιπαράθεση με τον Ποροσένκο. Βασικοί «παίκτες» εδώ είναι οι ολιγάρχες Ίγκορ Κολομόισκι (πρώην χρηματοδότης νεοναζιστικών ταγμάτων θανάτου στο Ντονμπάς), Ντμιτρό Φίρτας και Ρινάτ Αχμέτοβ, όπως και άλλοι, μικρότερου βεληνεκούς, ενώ σε πολιτικό επίπεδο το βάρος προσπαθεί να σηκώσει (χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται ότι μπορεί να το κάνει) η διαβόητη πρώην πρωθυπουργός Γιούλια Τιμοσένκο. Κοντά σε αυτόν τον πόλο βρίσκεται και το κόμμα «Samopomich» («Αυτοβοήθεια), που εδρεύει στο Λβιβ της δυτικής Ουκρανίας και όχι στο Κίεβο και είναι απευθείας χρηματοδοτούμενο από αμερικανικές ΜΚΟ που κρύβονται πίσω από την επιγραφή της «ουκρανικής ομογένειας» των ΗΠΑ. Χωρίς πολιτικά να εκπροσωπεί κάτι διαφορετικό από το νεοφιλελεύθερο μπλοκ του Ποροσένκο, το συγκεκριμένο κέντρο εξουσίας δίνει βάρος στον πολιτικό του λόγο κυρίως στην «διαφθορά» και στην εκστρατεία εξάλειψής της, της οποίας, δήθεν, έχει σκοπό να ηγηθεί και να την φέρει σε πέρας. Επίσης, κατά περίπτωση παίζει περισσότερο το χαρτί του σκληρού εθνικισμού, με σκοπό την προσέλκυση οπαδών και από τον ακροδεξιό χώρο. Γι’ αυτόν τον σκοπό δημιουργεί μια σειρά από πολιτικούς «ακτιβισμούς», κυρίως στο κέντρο του Κιέβου και έξω από τα διοικητικά κτήρια της πόλης (έδρα κυβέρνησης, κοινοβούλιο κτλ), με διαμαρτυρίες κατά του καθεστώτος Ποροσένκο που, όμως, εξαντλούνται σε μια κενή ουσιαστικού περιεχομένου αντιπαράθεση και δεν αμφισβητούν, κυρίως, το καθεστώς εξάρτησης από την Δύση που επιβλήθηκε στη χώρα με την επικράτηση του πραξικοπήματος στις 22/2/2014.
Το τρίτο κέντρο εξουσίας, που ακολουθεί εντελώς δικό του «μπαϊράκι», είναι αυτό των δυνάμεων της ακροδεξιάς σε όλο της το φάσμα, από τον ουκρανικό εθνικισμό έως και τον ωμό νεοναζισμό. Βασικές δυνάμεις που συγκροτούν αυτόν τον πόλο, είναι το κόμμα «Σβομπόντα» («Ελευθερία) – πρώην Εθνικοσοσιαλιστικό, ο διαβόητος «Δεξιός Τομέας» και το Ριζοσπαστικό Κόμμα του Ολέγ Λιασκό. Βεβαίως, στο εσωτερικό αυτού του στρατοπέδου υπάρχουν πολλές εσωτερικές έριδες και αντιπαραθέσεις, αφού το κοινό που τους υποστηρίζει είναι συγκεκριμένο, τα όρια απήχησης του ακροδεξιού λόγου περιορισμένα και ο καβγάς, ουσιαστικά, γίνεται για την ηγεμονία στο εσωτερικό του χώρου. Αυτό, βεβαίως, δεν εμποδίζει τις ακροδεξιές δυνάμεις της Ουκρανίας να προβαίνουν σε πράξεις τρομοκράτησης πολιτών και δημοσίων λειτουργών και να συμπεριφέρονται συνολικά σαν «κράτος εν κράτει», σαν ένα «παράκεντρο εξουσίας», το οποίο όλοι οφείλουν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους και να το ρωτούν, πριν λάβουν οποιανδήποτε σοβαρή πολιτική ή διοικητική απόφαση (αλλιώς, τους περιμένει… «κάποιο ατύχημα»!).
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνει κανείς ότι η επίθεση στον Ίγορ Μοσιιτσούκ βολεύει, στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερους και, πιθανότατα, όχι αυτούς που θα νόμιζε κανείς εκ πρώτης όψεως. Μιλάμε για ένα κράτος παρακμασμένο, στα όρια της οικονομικής καταστροφής, με τον παραγωγικό του ιστό συρρικνωμένο και παραδομένο, στο μεγαλύτερο μέρος του, στο ξένο κεφάλαιο. Για μια ηγεσία της χώρας που ζητιανεύει, ουσιαστικά, την οικονομική και πολιτική στήριξη της Δύσης, πουλώντας της εκδούλευση ως το πλέον προκεχωρημένο φυλάκιο εναντίον της «κακιάς» Ρωσίας και με έναν πόλεμο στο πλευρό της (Ντονμπάς) που προκάλεσε η ίδια. Μιλάμε, τέλος, για ένα πολιτικό και νομικό πλαίσιο που θυμίζει δικτατορικό καθεστώς τύπου Φράνκο ή Μπατίστα που, εκτός των άλλων, έχει προβεί στην αποκατάσταση και αναγωγή σε εθνικούς ήρωες των δωσιλόγων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – Μπαντέρα, Κονοβάλετς, Σουχέβιτς κλπ. Υπό αυτές τις συνθήκες, ενέργειες όπως η επίθεση στον Μοσιιτσούκ θυμίζουν περισσότερο ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε μαφιόζικες φαμίλιες, παρά πράξεις με πολιτικό (έστω και τρομοκρατικό) περιεχόμενο.
Η εχθρότητα που υπάρχει ανάμεσα στα τρία αυτά βασικά κέντρα εξουσίας είναι τόσο μεγάλη, που πλέον έχει λάβει χαρακτήρα βίαιων συγκρούσεων ανάμεσα σε οργανωμένα μπλοκ οπαδών τους, ή σε χτυπήματα «μαφιόζικου» τύπου, όπως το συμβάν με το οποίο ασχολούμαστε στο παρόν άρθρο. Συνεπώς (και πάντα με την επιφύλαξη να δούμε τι θα δείξει η προανάκριση που έχουν διατάξει οι ουκρανικές Αρχές), είναι πολύ πιο πιθανό να έχουμε μία υπόθεση «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» ή απόπειρας «παραδειγματικής τιμωρίας» κάποιων επιφανών στελεχών της μίας ή της άλλης πλευράς από κάποια από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, ως προειδοποίηση του τι μπορεί να επακολουθήσει, εάν η πλευρά του/των παθόντα/-ων, κατά το κοινώς λεγόμενο, συνεχίσει να «κουνιέται».
Σε όλο αυτό το σκηνικό, ο ουκρανικός λαός παραμένει στο μεγαλύτερό του μέρος απαθής, αν όχι αδιάφορος και, εν πολλοίς, φοβισμένος, εξαιτίας της ωμής και απρόκλητης βίας που του ασκείται σε καθημερινή βάση, είτε από την… εμποτισμένη από τις «δυτικές αξίες» νεοφιλελεύθερη, ημιφασιστική και εθελόδουλη πολιτική ηγεσία Ποροσένκο, είτε από τους «νταήδες» όλων των αποχρώσεων της ακροδεξιάς. Στη διαμόρφωση αυτού του σκηνικού, διόλου ασήμαντο ρόλο έχει παίξει και η πλήρης απαγόρευση της πολιτικής δράσης των κομμάτων και των οργανώσεων της Αριστεράς, με απόφαση, τυπικά, του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, ουσιαστικά όμως καθ’ υπαγόρευση της πολιτικής ηγεσίας της Ουκρανίας και των ξένων πατρώνων της, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ. Εντούτοις, έστω και δειλά-δειλά, τους τελευταίους μήνες αρχίζουν να ξανακάνουν την εμφάνισή τους εργατικές κινητοποιήσεις σε διάφορες επιχειρήσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, με αιτήματα, σε πρώτη φάση, καθαρά εργασιακού χαρακτήρα. Ακόμη και αν τέτοιου είδους κινητοποιήσεις δεν έχουν, ακόμη, βαθύ πολιτικό υπόβαθρο, ακόμη και αν το κίνητρο είναι, προς το παρόν, η καθαρή ανάγκη για επιβίωση, είναι θετικό ότι κάτι έχει αρχίσει, επιτέλους, να κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση και, ενδεχομένως σε δεύτερη φάση, αυτές οι σποραδικές εργατικές κινητοποιήσεις ν’ αρχίσουν να μετουσιώνονται σε ένα οργανωμένο και με ξεκάθαρο πλαίσιο διεκδικήσεων εργατικό κίνημα. Το εάν αυτό θα συμβεί τελικά ή όχι, είναι κάτι που ο γράφων θα συνεχίσει να παρακολουθεί και θα επανέλθει σε άλλο άρθρο.
Το τελικό συμπέρασμα από την υπόθεση Μοσιιτσούκ, είναι ότι το χτύπημα αυτό μπορεί να οφείλεται σε οποιονδήποτε από τους πιθανούς ενδιαφερόμενους (ο γράφων αποκλείει, πάντως, την εκδοχή της «χειρός του Κρεμλίνου» ή, έστω, «του Γκρόζνι» ή «του Ντονμπάς», για λόγους που γίνονται ευνόητοι από τα συμφραζόμενα του κειμένου), το σίγουρο όμως είναι, ότι οι αποδέκτες του χτυπήματος, εμμέσως πλην σαφώς, ήταν πολύ περισσότεροι από το πρόσωπο του σεσημασμένου αυτού νεοναζί. Η συνέχεια… επί της οθόνης!…
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής της ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού (νυν Νότιο Περιφερειακό Πανεπιστήμιο της Ρωσίας), μέλος του Τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής της ΛΑ.Ε.
Βασίλη, πολύ καλό!
Μπορεί μάλιστα κανείς να συνδυάσει αυτή την απόπειρα στην Ουκρανία με μια επίσης ΠΟΛΥ πρόσφατη στη Ρωσία. Εδώ προχθεσινό link από Saker — http://thesaker.is/bloody-monday-grandnephew-of-gulag-organizer-stabbed-the-echo-of-moscow-editor/ . Επισημαίνω ότι υποψήφιο θύμα ήταν η Tanya (Tatyana) Fengelgauer, συντάκτης του ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΕΝΟΥ ”Echo of Moscow”. Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ο παρά τρίχα δολοφόνος -που συνελήφθη ζωντασνός- Boris Grits, είναι Ισραηλινός πολίτης (?!) Κάποια καλά παιδιά έχουν φαίνεται οδηγίες να ανακατέψουν τη μαρμίτα…
Αχά! 🙂
Έρικ
ΥΣ Μη δώσεις ιδιαίτερη σημασία στην (μακριούτσικη) εισαγωγή που μιλάει για τα “κονέ” κάποιων Ρώσων επαναστατών με Ιαπωνία και άλλων με Αμερική. (Ο Saker έχει που και που λίγες “τσαρικές” εκλάμψεις – αλλά παραμένει πάντα πολύ αξιόπιστος)