Είχα δύο αφορμές αυτήν την εβδομάδα, που με οδήγησαν να γράψω για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Καταρχήν η δημοσίευση του προγράμματος του Διεθνούς Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην Αθήνα, που φαίνεται ότι θα υποβαθμίσει και θα υπερκεράσει το ανάλογο της Θεσσαλονίκης, αν κρίνουμε από τις ταινίες πρώτης προβολής προερχόμενες από τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, αλλά και από τις προσωπικότητες του κινηματογράφου που προσκαλεί, όπως η Βανέσα Ρεντγκρέηβ. Άλλωστε η μεταφορά του στην πρωτεύουσα φημολογείται εδώ και καιρό και πιθανόν να μεθοδεύεται. Αλλά θα είναι κρίμα, γιατί η συμπρωτεύουσα θα στερηθεί έναν θεσμό που αγαπά, είναι από τους ελάχιστους που έχει και μάλιστα σχεδόν αυτοχρηματοδοτείται
Η δεύτερη ήταν η κατάργηση της ακριβής, είναι αλήθεια, κάρτας του φεστιβάλ, που όμως δίνει στον κάτοχό της την δυνατότητα, εκτός της έκδοσης των εισιτηρίων που επιθυμεί, χωρίς να ταλαιπωρείται, το δικαίωμα να βλέπει όλη την χρονιά ταινίες με μηδενικό εισιτήριο. Οι σινεφίλ, που βλέπουν δύο ταινίες την εβδομάδα, μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει αυτό. Αυτή η περικοπή έγινε εν μια νυκτί και επειδή πολλά μέλη διαμαρτυρήθηκαν, η Διευθύντρια, κυρία Ζαλαντό, είχε την ευθυξία να καλέσει, έστω εκ των υστέρων, τους διαμαρτυρόμενους, για να δώσει εξηγήσεις.
Το θέμα ήταν ότι οι διανομείς ταινιών, κυρίως η “ Seven” και η «Αμα» , αντέδρασαν, γιατί με τις ετήσιες κάρτες δεν παίρνουν τα επιδιωκόμενα ποσοστά τους από τις ταινίες. Αλλά το Φεστιβάλ είναι ένας κοινωνικός θεσμός δημοσίου χαρακτήρα που δεν πρέπει να έχει τέτοιες κερδοσκοπικές δεσμεύσεις. Αντίθετα οφείλει να προσφέρει στο κοινό ποιότητα, πέραν των ιδιωτικών συμφερόντων. Έπειτα οι κάτοχοι καρτών προπληρώνουν την διεξαγωγή του ήδη από τον Σεπτέμβρη, για να έχουν το δικαίωμα να βλέπουν δωρεάν ταινίες. Και είναι αυτοί μάλιστα που μπορούν να γεμίσουν τις αίθουσες, γιατί με το κατέβασμα φιλμ (downloading) στο οποίο αρέσκονται οι νέοι ή με την συνδρομητική τηλεόραση, που οι μεγαλύτεροι επιλέγουν, θα μείνουν μισοάδειες οι τέσσερεις αίθουσες του Φεστιβάλ και τώρα, για να γίνει το χατίρι των διανομέων, σίγουρα οι δύο του προς πώληση λιμένος, θα κλείσουν.
Αντί δηλαδή να υπάρξει μία φιλολαϊκή πολιτική στον κινηματογράφο, με προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά προβλήματα του κόσμου και να δοθούν κάποια προνόμια σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, κυρίως με την μείωση του εισιτηρίου, αποκλείστηκαν και οι λάτρεις του ποιοτικού σινεμά. Ενώ σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού θα έπρεπε γενικά να είναι η πρόσβαση όλων στα πολιτιστικά δημιουργήματα, ειδικά όταν ο πληθυσμός είναι στα πρόθυρα κατάθλιψης, ώστε να ανυψωθεί το φρόνημά του, να ενισχυθούν οι ανθρωπιστικές αξίες του, να αναπτυχθούν οι καλλιτεχνικές επιλογές του με την κοινωνική ένταξη και συμμετοχή στο ποιοτικά «καλό». Στην Θεσσαλονίκη υπήρξε μία τέτοια ελπιδοφόρα προσπάθεια, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, με την δημιουργία Ταινιοθήκης που πρόβαλλε αφιερώματα στους μεγάλους δημιουργούς της Έβδομης Τέχνης, με μικρό αντίτιμο τριών ευρώ και με αποτέλεσμα μία κατάμεστη αίθουσα από κινηματογραφόφιλους και μάλιστα πολλούς νέους. Αντί όμως να χειροκροτηθεί η προσπάθεια, στην ουσία καταργήθηκε η Ταινιοθήκη και η εμπνεύστρια αποπέμφθηκε για άγνωστους λόγους. Πιθανόν γιατί δεν επέλεγε ταινίες της “Seven”.
Το χειρότερο στην συνάντηση με την Διευθύντρια του Φεστιβάλ είναι ότι δεν προοιωνίζεται μία φιλολαϊκή λύση, αλλά μάλλον η όποια επίλυση θα εναρμονίζεται με το συμφέρον των διανομέων και των ιδιωτικών εταιρειών. Άλλωστε η κυρία Ζαλαντό, ακόμη και να ήθελε, δύσκολα επικοινωνεί με τον κόσμο, αφού δεν γνωρίζει την γλώσσα και δυστυχώς τα μέλη του Δ.Σ. απαξίωσαν να συμμετέχουν σ’ αυτήν την συνάντηση, για να καλύψουν την αδυναμία της. Η επικοινωνία γινόταν κυρίως με μία συνεργάτιδά της ή με εκείνη στα αγγλικά και στα γαλλικά, γεγονός που από την αρχή θεωρήθηκε απαράδεκτο. Αλλά ο πρώην υπουργός Πολιτισμού, κύριος Αριστείδης Μπαλτάς, πίστευε ότι τα προβλήματα των πολιτιστικών οργανισμών (Φεστιβάλ Αθηνών- Επιδαύρου, Μουσείο Μπενάκη, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) θα τα αντιμετωπίσουν καλύτερα οι Γάλλοι ή οι Γαλλόφωνοι. Δυστυχώς όμως, παρά τις όποιες ικανότητές τους, καλές ίσως σε έναν τεχνοκρατικό τομέα, αγνοούν τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η άγνοια μάλιστα της γλώσσας ίσως να τους εμποδίζει να εντοπίσουν το κυρίαρχο στα ζητήματα που τίθενται και απλώς μεταφέρουν εμπειρίες της χώρας τους, όπως δημιουργία … κλαμπ φίλων για ανταλλαγή απόψεων, ενώ άλλο είναι το επίδικο.
Νιώσαμε λοιπόν ακόμη μία φορά ως ξένοι στην χώρα μας μεταφορικά και πραγματικά, γιατί δυστυχώς όσοι ηγούνται του συναφούς Υπουργείου και αυτοί που επιλέγονται ως συνεργάτες στην ουσία απαξιούν για την Τέχνη και τον Πολιτισμό, όσον αφορά στην θετική επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν.
α. Η κάρτα των 200 ευρώ δεν απευθυνόταν στους αδύνατους φτωχούς… 200 ευρώ μαζεμένα! Αυτό ήταν προνόμιο μάλλον για οικονομικά άνετους. Αντίθετα η Ζαλαντό ήταν αυτή που έκανε πρώτη φορά διήμερο προσφορών για αυτούς που δυσκολεύονται, με το μισό εισιτήριο. Όσο για την ταλαιπωρία..έτσι κι αλλιώς οι χρήστες της κάρτας δεν στηνόταν στην ουρά να πάρουν μηδενικά εισητήρια;
β. Οι ταινίες και το ρεπερτόριο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι σαφώς πιο πλούσιο και πολυποίκιλο ως οφείλει οποιοδήποτε φεστιβάλ σέβεται τον εαυτό του. Δεν θα είχε κανένα νόημα να είναι απλά διαφημιστής και προπομπός των ταινιών που θα βγουν στις αίθουσες τις επόμενες εβδομάδες
γ. Όλοι έχουμε αναγνωρίσει την ελπιδοφόρα προσπάθεια της ταινιοθήκης, αλλά είναι κρίμα που δεν αναγνωρίζετε τις προσπάθειες μικρών διανομέων να στηρίξουν τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και νέους σκηνοθέτες. Εαν δεν υποστηριχτούν αυτές οι εταιρίες, πολλές απ’ αυτές τισ ταινίες δεν θα έβρισκαν διανομή και η μόνη μας επαφή με το σινεμά θα ήταν αυτή τον μούλτιπλεξ και των μεγάλων κινηματογραφικών στούντιο. Άλλωστε, οι πληροφορίες μου μου λένε ότι αυτές οι εταιρίες ήταν που στήριξαν δωρεάν ή με πολύ μικρό αντίτιμο την προσπάθεια της ταινιοθήκης έως τώρα. Εφόσον παρακολουθούσατε το πρόγραμμα της ταινιοθήκης, θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι η Seven films απο την αρχή στήριζε την προσπάθεια της ταινιοθήκης παραχωρώντας ταινίες, όπως μπορεί να σας διαβεβαιώσει και η ίδια η πρώην διευθύντρια της ταινιοθήκης.