Πόσο "ανορθόδοξη" είναι τελικά η οικ. πολιτική Trump;

1787
Trump

Σε πείσμα της διάχυτης στον διεθνή τύπο ρητορικής περί του “λαϊκιστήDonald Trump, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτελεί προέκταση των προεκλογικών επικοινωνιακών τακτικών του Δημοκρατικού Κόμματος, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ ενστερνίζεται πλήρωςβασικές πλευρές της τρέχουσας οικονομικήςορθοδοξίας. Πετυχημένος επιχειρηματίας ο ίδιος, υποστηρίζει ανοιχτά την ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση και απορρύθμιση των αγορών, τον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τις ιδιωτικοποιήσεις. Η βασική του προεκλογική υπόσχεση για τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της μείωσης των φόρων για ιδιώτες και επιχειρήσεις (ουσιαστικά για το περιώνυμο 1% των ανώτερων εισοδηματικών μερίδων του πληθυσμού), αποτελεί κλασική Ρεπουμπλικανική συνταγή.
Ακόμη και η φαινομενικά κεϋνσιανή πρότασή του για ένα μεγάλο πακέτο έργων, ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια (το οποίο είναι άκρως αναγκαίο δεδομένων των πεπαλαιωμένων υποδομών), δεν αφορά τόσο δημόσιες επενδύσεις, όσο κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις (φοροαπαλλαγές και παραχώρηση χρήσης), που θα ευνοήσουν τους μεγάλουςκατασκευαστικούς ομίλους – κάτι πολύ οικείο στον ίδιο τον Trump
Η δε “αμεριμνησία” του Trump για τα μεγάλα ελλείμματα που θα επιφέρει ο συνδυασμός των περικοπών φόρων με την αύξηση των εξοπλισμών θυμίζει την πάγια πρακτική του Ρεπουμπλικανικού κόμματος να εμφανίζεται αυστηρό στα δημοσιονομικά, όποτε δεν ελέγχει τον Λευκό Οίκο (όπως συνέβη επί Obama, φθάνοντας μέχρι σημείου shutdown των ομοσπονδιακών υπηρεσιών), και να εκτινάσσει τις δαπάνες, όποτε ελέγχει την κυβέρνηση.
Άλλωστε, στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες η αύξηση της δημόσιας δαπάνης θα μπορούσε να οδηγήσει και σε έξοδο από τις τρέχουσες αποπληθωριστικές δυναμικές.
Το σημείο στο οποίο ο Trump παρεκκλίνει από την ορθοδοξία, είναι το θέμα της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών. Πέραν της κριτικής που έχει ασκήσει στην επικεφαλής της Fed Janet Yellen, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει τη δυνατότητα σταδιακά να αλλάξει τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας και έτσι να επηρεάσει τη νομισματική πολιτική.
Είναι σαφές ότι ο Trump δεν δείχνει την ίδια εμπιστοσύνη με τον προκάτοχό του στις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, γεγονός που προαναγγέλλει αύξηση των επιτοκίων, ιδίως εάν θα πρέπει να προσελκυσθούν κεφάλαια για την κάλυψη των νέων ελλειμμάτων. Ευρύτερα, όπως έχει παρατηρήσει και ο Wolfgang Münchau των Financial Times, μπαίνουμε ούτως ή άλλως σε μια περίοδο όπου η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών με βασικό στόχο τον χαμηλό πληθωρισμό, τίθεται υπό αίρεσηκαι η έμφαση δίνεται πλέον στον συνδυασμό δημοσιονομικής χαλάρωσης με νομισματική αυστηροποίηση.
Μεγαλύτερη διάθεση ρήξης, πάλι, αποτυπώνουν οι προτάσεις Trump που παραπέμπουν σε έναν “νεοπροστατευτισμό”. Κρίσιμη εδώ θα αποδειχθεί η διάθεσή του ή μη να απεμπλακεί από τους υφιστάμενους όρους διαπραγμάτευσης των μεγάλων περιφερειακών συμφωνιών επενδύσεων και εμπορίου. Δεν είναι τυχαία η ανησυχία και παγκοσμίως επ’ αυτού, καθώς οι (ολοκληρωμένες ή υπό διαπραγμάτευση) συμφωνίες TTIP, TPP και TISA είχαν παρουσιαστεί ως η “φυγή προς τα εμπρός” μετά την αποτυχία του “Γύρου της Ντόχα” στον ΠΟΕ.
Ο Trump υποστηρίζει ότι θα καταφέρει “να φέρει την παραγωγή της Apple στην Αμερική“, ενώ με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζει το θέμα της μετανάστευσης, θεωρώντας ότι η μαζική απέλαση και ο περιορισμός των εισροών θα απελευθερώσει θέσεις εργασίας για τους γηγενείς, παραβλέποντας βέβαια τις δυνάμει αρνητικές επιπτώσεις από τυχόν μαζικό περιορισμό της μεταναστευτικής εργασίας.
Το κύριο ερώτημα, όμως, δεν είναι ο βαθμός πρωτοτυπίας των πολιτικών του Trump, (που σημειωτέον παραπέμπουν σε πλευρές των Abenomics του Ιάπωνα πρωθυπουργού Shinzō Abe), αλλά ο βαθμός στον οποίο μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, τόσο ως προς την επίτευξη υψηλότερων αναπτυξιακών ρυθμών όσο και ως προς την βελτίωση της θέσης των ψηφοφόρων που μετακινήθηκαν προς τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο.
Επ’ αυτού τα πράγματα δεν φαντάζουν ρόδινα. Η αποτυχία των Abenomics να αντιστρέψουν την μακρόχρονη ιαπωνική στασιμότητα αποτελεί χαρακτηριστική προειδοποίηση. Άλλωστε, ακόμη και το κατεξοχήν πρότυπο κεϋνσιανής παρέμβασης, το New Deal της δεκαετίας του 1930, δεν κατάφερε να φέρει μόνιμα αποτελέσματα στην απασχόληση και την ανάπτυξη παρά μόνο μετά τη μεσολάβηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το μόνο πρόγραμμα που μπόρεσε μέσα στην παρούσα οικονομική συγκυρία να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ήταν το κινεζικό, το οποίο όμως αφορούσε μεγαλύτερα μεγέθη (περίπου 11 τρισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεις σε υποδομές τα τελευταία 10 χρόνια), χρηματοδοτήθηκε από κρατικές τράπεζες και υλοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό από κρατικέςεταιρείες.
Αντίθετα, σε οικονομίες όπως των ΗΠΑ το πρόβλημα των χαμηλών επενδύσεων, αποτέλεσμα με τη σειρά του της μειωμένης κερδοφορίας, παραμένει ενεργό. Συνεπώς, ακόμη και οι φοροαπαλλαγές ή άλλα μέσα τόνωσης της οικονομίας δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσουν στην μαζική αύξηση θέσεων εργασίας που αποτελεί τη βασική επαγγελία του Trump.
Ομοίως, αμφίβολη φαντάζει η επιτυχία της προσπάθειας του Trump να πείσει ή ακόμη και να εκβιάσειαμερικανικές επιχειρήσεις να επιστρέψουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στο αμερικανικόέδαφος. Ο λόγος είναι η τεράστια κλίμακα της μετατόπισης μεταποιητικών δραστηριοτήτων στην Ασίακαθώς και το γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζουμε “παγκόσμιο εμπόριο” αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα συναλλαγές στα δίκτυα παραγωγής των μεγάλων (αμερικανικών) πολυεθνικώνεταιριών. Τυχόν επαναπατρισμός αυτών των παραγωγικών δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ, απλώς θα αύξανε το κόστος παραγωγής. Για παράδειγμα το I-Phone 7 στην έκδοση των 32GB θα κόστιζε 80-90 δολάρια παραπάνω.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πολιτική “προστατευτισμού” ή “εθνικισμού” (κατά το εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του Economist), που δείχνει να προτιμά ο Trump αντανακλά όντως μιαν υπαρκτή ευρύτερη τάση. Σε πείσμα όλων των δηλώσεων περί του αντιθέτου, η “παγκοσμιοποίηση” δείχνει να βρίσκεται σε στασιμότητα, με τον όγκο του διεθνούς εμπορίου και των άμεσων διεθνών επενδύσεων να υποχωρεί, μαζί με την κερδοφορία των πολυεθνικών και τις ροές κεφαλαίων προς τις αναδυόμενες οικονομίες, ενώ αυξάνεται η τάση υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας αρκετών κρατών, παράλληλα με τη σταθερή αύξηση του χρέους ως προς την επένδυση.
Ίσως εκεί να βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση για τα Trumponomics, εάν δηλαδή και κατά πόσο θα μπορέσουν να αποτελέσουν παράγοντα εξόδου από μια δυναμική που σήμερα οδηγεί μάλλον προς νέα ύφεση ή αντιθέτως, θα αποτελέσουν απλώς τον καταλύτη για την ταχύτερη εκδήλωσή της.
*Πηγή: Capital.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας