Στις 15 Μαρτίου συμπληρώνονται 100 χρόνια από την αναγκαστική παραίτηση του τσάρου Νικόλαου Ρομανόφ, πρώτη μεγάλη νίκη στην πορεία της ρώσικης επανάστασης, που θα έφερνε, οκτώ μήνες αργότερα, το πρώτο σοσιαλιστικό- εργατικό κράτος της Ιστορίας. Η “στρογγυλή” επέτειος θα προσφερόταν για ανασκοπήσεις και εορτασμούς αν η πραγματική ζωή δεν επέμενε να τραβά τον δικό της δρόμο, ερήμην του ημερολογίου και της κάθε δουλείας που μας επιβάλλει.
Στη χώρα του Λένιν, του Τρότσκι και του Πλεχάνοφ η μεγάλη επέτειος περνά σχεδόν απαρατήρητη, τουλάχιστον από το επίσημο κράτος. Το πελώριο 1917 είναι αδύνατον να στριμωχτεί στην επίσημη, εθνική αφήγηση των σημερινών ενοίκων του Κρεμλίνου, οι οποίοι δεν μπορούν να ταυτιστούν, πολιτικά και συναισθηματικά, ούτε με τον τσάρο, ούτε με τον Κερένσκι, ούτε με τον Λένιν. Η ίδια η επανάσταση είναι, στη συνείδησή τους, ένας όρος επικίνδυνος, συνώνυμο της στάσης και της αναρχίας, αν όχι και της προδοσίας. Έχοντας καεί από το γάλα, φυσάνε και το γιαούρτι. Οι “έγχρωμες” δήθεν επαναστάσεις της Ανατολικής Ευρώπης, με την αδιαμφισβήτητη ανάμιξη ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τους οδηγεί να βλέπουν ως απλή ραδιουργία του Σόρος κάθε ηφαιστειακή εισβολή των λαϊκών μαζών στους δρόμους και τις πλατείες, όπως έγινε στην τόσο αντιφατική Αραβική Άνοιξη.
Αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, το 1917 αποτελεί σημείο ιδεολογικής αναφοράς κύκλων διανοουμένων και περιχαρακωμένων, κατά κανόνα, πολιτικών ομάδων, αλλά όχι πραγματικό κίνημα μαζών (δεν μιλάμε, βέβαια, για “κομμουνιστικά” κόμματα τύπου Κίνας). Αυτοί οι κύκλοι θα γράψουν και θα μιλήσουν, βέβαια, με πολύ, πάρα πολύ ζήλο για τον Οκτώβρη. Είναι τόσο εύκολο να παθιάζεσαι με την επανάσταση όταν η Ιστορία δεν σου ζητάει να βάλεις το κεφάλι σου στον ντορβά. Όπως είναι και πληκτικό να την τιμάς κάθε χρόνο την ίδια μέρα, με τον ίδιο τρόπο, σαν νάταν ένα επιβεβλημένο μνημόσυνο. Δηλαδή, με τον πιο ανάρμοστο τρόπο, αφού η επανάσταση- κάθε επανάσταση- είναι η βέβηλη διάρρηξη της “κανονικότητας”, η βίαιη διακοπή της “συνέχειας”, η απόλυτη ανατροπή του “προβλέψιμου”, η άρνηση του ίδιου μας του εαυτού, των προηγούμενων συνηθειών, προγραμμάτων και σχεδίων μας, η ξαφνική διάρρηξη του ορίζοντα για να εισβάλει το αδιανόητο στην έρημο του πραγματικού.
Γεγονός είναι ότι απ’ όλες τις λέξεις της Ελευθερίας- τη δημοκρατία, τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό- η επανάσταση παραμένει η μόνη που διατηρεί, στη συνείδηση πάρα πολλών, την αίγλη της, έχοντας βγει ζωντανή από το καμίνι τόσων διαψεύσεων και απογοητεύσεων. Γιαυτό βλέπουμε τόσο διαφορετικούς πολιτικούς, από τον προοδευτικό Μπέρνι Σάντερς, μέχρι τον πρώην τραπεζίτη του ομίλου Ρότσιλντ, Εμανουέλ Μακρόν, να σαλπίζουν κάποιου είδους “επανάσταση” στους δυνητικούς οπαδούς τους. Έχει περάσει ο καιρός όπου η ατλαντική σοσιαλδημοκρατία μπορούσε να πουλάει την μεταρρύθμιση ως ανώδυνο υποκατάστατο της βίαιης και αβέβαιης επανάστασης. Σήμερα, η μεταρρύθμιση έχει γίνει ανατριχιαστικά κακόφημη στη συνείδηση του κόσμου της εργασίας, σε πλανητική κλίμακα, συνώνυμο της λιτότητας και του εργασιακού Μεσαίωνα. Κάτι περισσότερο: ο θωρακισμένος “ολοκληρωτικός καπιταλισμός” του ακραίου Κέντρου, που κυριαρχεί στις Δυτικές κοινωνίες, διδάσκει καθημερινά τους εργαζόμενους ότι στις μέρες μας μόνο μια πραγματική επανάσταση (κάτι πολύ πιο μεγάλο από την απλή εξέγερση) μπορεί να επιβάλει ακόμη και αυτά που, στην εποχή του Ρούζβελτ ή του Ντε Γκωλ, θα ήταν μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις. Φτάσαμε στο σημείο για το οποίο προειδοποιούσε την τάξη του ο Τζον Κένεντι, όταν έλεγε: “Όσοι κάνουν τη μεταρρύθμιση αδύνατη, καθιστούν την επανάσταση αναπότρεπτη”.
Είναι αλήθεια ότι, για την ώρα, την οργή και την απελπισία μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων στη Δύση εναντίον του υπάρχοντος συστήματος την καρπώνονται πολύ παράξενοι “επαναστάτες” τύπου Τραμπ και Λεπέν. Ο πρώτος βγήκε πρόεδρος με λίβελλους εναντίον του “κατεστημένου της Γουόλ Στριτ και της Ουάσιγκτον”, η δεύτερη κήρυξε εξέγερση εναντίον “των δύο ολοκληρωτισμών, της παγκοσμιοποίησης και της ισλαμικής τρομοκρατίας”.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που “το παλιό έρχεται με τα ρούχα του καινούργιου” όπως έγραφε για τους Ναζί ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Όσοι ήμαστε πολιτικά ενεργοί τη δεκαετία του 1980, θυμόμαστε ότι το νεοφιλελεύθερο ρεύμα του Ρίγκαν και της Θάτσερ εμφανιζόταν ως η “συντηρητική επανάσταση” (sic) που θα σάρωνε το “αριστερό (μάλλον σοσιαλδημοκρατικό) κατεστημένο” του New Deal στα συνδικάτα, τα πανεπιστήμια και τις κυβερνήσεις. Μόνο που σήμερα οι κυρίαρχοι κύκλοι δεν έχουν κανένα θετικό όραμα να προσφέρουν στους κυριαρχούμενους, αφού και ο νεοφιλελευθερισμός είναι από καιρό διάτρητος. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εκτρέψουν τη λαϊκή οργή προς τον Άλλο, τον μετανάστη, τον ξένο, τον διαφορετικό. Γιαυτό προσφεύγουν στον εθνικισμό, το ανοιχτό ή καλυμένο ρατσισμό, την ισλαμοφοβία, τους κάθε είδους “πολέμους πολιτισμών”, που δεν αποκλείται να εξελιχθούν σε πραγματικούς, οικονομικούς ή και στρατιωτικούς πολέμους, σε μεγαλύτερη έκταση απ’ ό.τι ήδη συμβαίνει.
Σ’αυτή τους την εκστρατεία δεν θα είχαν τόση επιτυχία αν δεν εκμεταλλεύονταν υπαρκτές παθολογίες της παλιάς Αριστεράς ή μάλλον των παλιών Αριστερών. Μιλάμε για εκείνα τα κόμματα, “σοσιαλιστικά” ή “κομμουνιστικά” που εμφανίζονται, στα μάτια των εργαζομένων, ως αριστερή πτέρυγα του υπάρχοντος συστήματος και όχι ως φορείς ανατροπής του. (Όπως το Γαλλικό ΚΚ, για παράδειγμα, που σχεδόν εκλιπαρεί τον Μελανσόν να αποσυρθεί υπέρ του Αμόν μην τυχόν και διασώσει κάποιες από τις έδρες του με τη βοήθεια των Σοσιαλιστών στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Το “άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων” σε νέες περιπέτειες). Αλλά και για εκείνα τα ρεύματα που αποθεώνουν τον κινηματισμό, τα “δικαιώματα”, την κατακερματισμένη δράση χωρίς συνολικό κοινωνικό και πολιτικό σχέδιο, εκστασιάζονται από τα “υδραργυρικά” κινήματα που μαζεύονται και λάμπουν για μια “μεγάλη νύχτα” ή έστω για ένα μήνα, αλλά διαλύονται εξίσου εύκολα στα εξ ων συνετέθησαν.
Όσο για τα ρεύματα που επιμένουν (και το εννοούν, με τον τρόπο τους) να εμπνέονται από την κοσμοϊστορική ανατροπή του 1917, θα είχαν ίσως καλύτερη τύχη αν ξεπερνούσαν κληροδοτημένους τρόπους σκέψης και δράσης που τα βραχυκυκλώνουν. Το πρώτο από αυτά τα στοιχεία είναι η εντελώς ανυπόφορη, ειδικά για την Ελλάδα που βουλιάζει στην ανυπαρξία των Μνημονίων, αυταρέσκεια της “καθαρότητας”, των μικρών, ενδοαριστερών εμφυλίων. Αν μη τι άλλο, τα 100 χρόνια της ρώσικης επανάστασης υποδηλώνουν μια βασική αλήθεια όλων των επαναστάσεων, του χρονικού και εσωτερικού δυισμού τους: Στη γαλλικη επανάσταση ήταν το 1789 και το 1793, στην επανάσταση του 1848 ήταν ο δημοκρατικός- αντιμοναρχικός Φλεβάρης και ο εργατικός- σοσιαλιστικός Ιούνης, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν ο Φλεβάρης και ο Οκτώβρης στη Ρωσία του 1917. Πρώτα έρχεται η “επανάσταση ΕΝΑΝΤΙΑ σε κάτι”, το ευρύ ενιαίο μέτωπο όλων των δυνάμεων που συσπειρώνονται εναντίον του κοινού εχθρού, που αποτελεί το πραγματικό σκάνδαλο για τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. Και μετά έρχεται η “επανάσταση ΓΙΑ κάτι”, η διάσπαση του χθεσινού ενιαίου μετώπου από εκείνους που θα προχωρήσουν μέχρι το τέλος για την οικοδόμηση μιας νέας τάξης πραγμάτων, η “επανάσταση μέσα στην επανάσταση” που προσδιορίζεται όχι από το τι γκρεμίζει, αλλά από το τι κτίζει. Αυτός ο αναπόφευκτος δυισμός δεν ισχύει μόνο στις επαναστατικές εποχές (τότε εκφράζεται πιο ανοιχτά, όπως όλες οι αντιθέσεις της κοινωνίας), αλλά και στις πιο ήρεμες εποχές, σαν τη σημερινή και αποτελεί τη βάση για μια πραγματικά επαναστατική στρατηγική, στηριγμένη στη διπλή αναγκαιότητα του κοινωνικο- πολιτικού μετώπου και του εργατικού κόμματος.
Όσο για το δεύτερο στοιχείο που καθιστά τη σημερινή Αριστερά, ακόμη και στις καλύτερες εκδοχές της, ελάχιστα ελκυστική για πολύ κόσμο είναι ότι συχνά συμπεριφέρεται ως η παράταξη της μελαγχολίας και της έντιμης ήττας. Καμιά επανάσταση δεν θα είχε νικήσει, έστω προσωρινά, στην Ιστορία αν οι πρωτοπορίες της δεν απαντούσαν όχι μόνο στα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, με τα προγράμματα και τη δράση τους, αλλά και στο συλλογικό φαντασιακό τους, προβάλλοντας μια δυναμική, γεμάτη αυτοπεποίθηση εικόνα νίκης και δημιουργίας για το λαό τους, τη χώρα τους και τον κόσμο. Κι αν κάτι λείπει τόσο πολύ αυτές τις δραματικά δύσκολες μέρες που περνάει ο ελληνικός λαός είναι ακριβώς το “παραμύθι” ενός διαφορετικού μέλλοντος, που θα αναστυλώσει την τσακισμένη ελπίδα και τη χαμένη αυτοπεποίθησή του. Κι όπως το “παραμύθι” του Δαντών μιλούσε γαλλικά, του Λένιν ρωσικά και του Κάστρο ισπανικά, το δικό μας “παραμύθι”, αν θέλουμε να το ακούσει κανείς, πρέπει να μιλάει ελληνικά του 21ου αιώνα.