Τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου: Νησιώτες και φασαίοι σέρνουν τον χορό

51

Εδώ και καιρό, κυρίως μετά τον κορονοϊό, ξαφνικά ανακάλυψε τα πανηγύρια μια νεολαία που μέχρι πρότινος σχεδόν τα περιφρονούσε. Θετικό θα πει κανείς, καθώς έτσι συνδέονται οι νέες γενιές με την παράδοση η οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξελίσσεται μέσα από τους καιρούς που διατρέχει. Το περίφημο πανηγύρι της Λαγκάδας στην Ικαρία συγκεντρώνει κάθε Δεκαπενταύγουστο πάνω από 5.000 κόσμο, ενώ πλέον στα νησιά τα πανηγύρια του καλοκαιριού παραδίδονται στους επισκέπτες τους με ό,τι σημαίνει αυτό για τις υπερβολές που γίνονται, καθώς μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων κουβαλά μαζί του τα ήθη και την ένταση των πόλεων.

Πρόσφατο «κρούσμα» φασαίικης αντίληψης ήταν η προ ημερών πτώση νεαρού από δέντρο σε πανηγύρι της Ικαρίας, με στόχο τη θεαματική εκκίνηση του χορού. Ωστόσο, τα πανηγύρια των νησιών προϋπήρχαν και των φασαίων και των γκρούβαλων και θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμη κι όταν περάσει η μόδα. Λίγες μέρες πριν από τον Δεκαπενταύγουστο αναζητήσαμε συνθέτες, μουσικούς, τραγουδιστές και κατοίκους των νησιών με στόχο να σκιαγραφήσουμε ένα μέρος της πανηγυριώτικης νησιωτικής Ελλάδας, η οποία είναι πολύ σύνθετη και ιδιαίτερη. Κάθε τόπος κι ένας κόσμος ολόκληρος.

Οι κώδικες και η μέθεξη

Η Στέλλα Κονιτοπούλου ξεκίνησε να τραγουδάει με την οικογένειά της στα πανηγύρια όταν ακόμη ήταν 13 ετών και η εικόνα που αποτυπώνει απέχει πολύ από την εξιδανίκευση στην οποία καταφεύγει πολύς κόσμος που επικρίνει τη σημερινή κατάσταση. «Ηταν κάπως σκληρά τα πράγματα τότε, μιλάμε για τις αρχές του 1980. Υπήρχε κόσμος που ήθελε να κάνει φιγούρα και ποτέ δεν τηρούσε τη σειρά χορού. Μπορούσε κάποιος να ανέβει πρώτος και να μείνει πάνω τρεις ώρες, με αποτέλεσμα να διαμαρτύρονται οι υπόλοιποι που ήθελαν επίσης να χορέψουν. Ετσι ξεκινούσαν οι τσακωμοί» λέει. Εξηγεί πως με τη σειρά χορού και τις παραγγελιές η ορχήστρα ήταν υποχρεωμένη να παίζει μόνο αυτά που της ζητούσαν. Ολα αυτά άλλαξαν όταν ο θείος της Βαγγέλης Κονιτόπουλος ζήτησε από τον αδερφό του Γιώργο να παίζουν σε πανηγύρια όπου θα υπήρχε εισιτήριο, ώστε να μπορούν να παίζουν ό,τι θέλουν.

«Δεν είναι παραδοσιακά όλα τα τραγούδια που παίζονται με ένα βιολί και ένα λαούτο. Οι περισσότεροι νέοι που πάνε σήμερα στα πανηγύρια δεν γνωρίζουν τη διαφορά. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, μπαίνουν στην παράδοση» λέει η τραγουδίστρια Στέλλα Κονιτοπούλου

Ανατρέχει σε ιστορίες της μητέρας της Αγγελικής Κονιτοπούλου, η οποία μετακινούνταν με γαϊδουράκι στα χωριά της Νάξου όπου τραγουδούσε. «Χωρίς ηχεία, τραγουδούσαν α καπέλα» λέει η Στ. Κονιτοπούλου και προσθέτει ότι παλιότερα ο κόσμος των πανηγυριών ήξερε τους χορούς, τη διαφορά μεταξύ μπάλου, σούστας και συρτού. «Ηξεραν πώς χορεύονται και ζητούσαν συγκεκριμένους χορούς. Τώρα πηγαίνουν και ό,τι τους παίξουν χορεύουν. Δεν είναι παραδοσιακά όλα τα τραγούδια που παίζονται με ένα βιολί και ένα λαούτο. Οι περισσότεροι νέοι που πάνε σήμερα στα πανηγύρια δεν γνωρίζουν τη διαφορά. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, μπαίνουν στην παράδοση» λέει.

Το «Γλέντι» του Νίκου Οικονομίδη βρίσκεται φέτος στα χείλη όλων. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που τραγούδι του γνωρίζει τεράστια επιτυχία, καθώς είναι από τους αγαπημένους συνθέτες και βιολάτορες του Αιγαίου, με φήμη που φτάνει στα πέρατα του κόσμου. Πρώτο πανηγύρι στο οποίο έπαιξε ήταν της Παναγιάς της Ακαθής σε ηλικία μόλις 14 ετών. «Τα τραγούδια που φτιάχνω είναι σύγχρονα παραδοσιακά, σε αυτά τηρώ τους παλιούς κώδικες. Αυτό έχει να κάνει με τη μουσική, τον τρόπο στιχουργίας, την αρμονία, τις κλίμακες. Είναι μια σειρά πραγμάτων. Το τελευταίο σουξεδάκι που έχουμε, “Το γλέντι”, δεν έχει σχέση με αυτή την κλίμακα». Μιλάμε για τα νεονησιώτικα και αναφέρει και έναν άλλο όρο που ακούγεται, τα «σκυλοψαράδικα», τα οποία είναι λαϊκά τραγούδια με βιολί, σαν ρούμπες, τα οποία ο κόσμος θεωρεί ότι είναι νησιώτικα.

Για τα νησιώτικα πανηγύρια λέει πως κάποια έχουν εκσυγχρονιστεί κι έχουν μεταμορφωθεί σε ένα είδος φεστιβάλ, άλλα έχουν εκφυλιστεί και δεν τηρούν τους παλιούς κώδικες, ενώ υπάρχουν κι εκείνα που διατηρούνται με το ζόρι γιατί υπεισέρχεται κι άλλος κόσμος που έχει άγνοια για τα του πανηγυριού, τον άγιο και τις συνήθειες του τόπου. Κάπως έτσι, όπως εξηγεί, προκύπτει το μπέρδεμα. «Τα στεριανά πανηγύρια έχουν εκφυλιστεί προ πολλού. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου άκουγα δημοτικό τραγούδι και μόνο τέτοιο δεν ήταν. Και δεν γράφτηκαν καινούργια κομμάτια που να κρατήσουν όμορφα τη συνέχεια. Οταν δεν υπάρχει συνθέτης σε κάποια περιοχή, αργά ή γρήγορα θα έρθει ξένο σώμα από ένα άλλο είδος μουσικής και θα μπει στο πανηγύρι, ακόμη και τραπ. Αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το καινούργιο. Η παράδοση δεν είναι κάτι πεθαμένο, ζει σήμερα. Κι ενώ προέρχεται από τους πεθαμένους και πάει για τους αγέννητους, εμείς οφείλουμε να το ζωντανεύουμε τώρα» τονίζει.

«Η παράδοση δεν είναι κάτι πεθαμένο, ζει σήμερα. Κι ενώ προέρχεται από τους πεθαμένους και πάει για τους αγέννητους, εμείς οφείλουμε να το ζωντανεύουμε τώρα» τονίζει στο Documento ο συνθέτης και βιολιστής Νίκος Οικονομίδης

Οπως λέει, όταν το πανηγύρι αποτελείται από κόσμο που γνωρίζει, μετατρέπεται από κάποιο σημείο και μετά σε προσευχή. Περιγράφει: «Εχω ζήσει απίστευτες στιγμές ενέργειας που είμαστε όλοι ενωμένοι και είμαστε ψηλά, σαν να έχει εισακουστεί η προσευχή μας όλη νύχτα. Συνήθως συμβαίνει τις πρωινές ώρες που έχει φύγει ο πολύς κόσμος και μένουν όσοι νιώθουν αυτή την ιεροτελεστία. Εχω ζήσει τέτοιες στιγμές και ένιωθα σαν να πετούσαμε στα σύννεφα όλοι μαζί».

Η επιχειρηματίας Μάρω Βούλγαρη έχει καταγωγή από την Εύβοια, ωστόσο εδώ και 35 χρόνια έχει βαθιά σχέση με την Πάρο, όπου ζει μόνιμα την τελευταία δεκαετία. Είχε την τύχη ως παιδί να συμμετάσχει σε πανηγύρι στο Γιαννίτσι της Εύβοιας στο οποίο έπαιζε ο Γιώργος Κόρος. «Οταν έπαιζε το καβοντορίτικο, έβλεπα τους χορευτές να έχουν όλοι σφιγμένα πρόσωπα και να γίνονται ένα σφιχτό σαλιγκάρι. Οι μεγάλοι μας έβαζαν για κεραστές στη μέση του κύκλου. Μοιράζαμε κρασί κι έπιναν οι χορευτές. Τον Κόρο τον αγαπούσαν πολύ, όπως και τον Σαραγούδα. Θυμάμαι τον Κόρο να παίζει βιολί και να στάζει το πρόσωπο του από τον ιδρώτα, να έχει κολλήσει το πουκάμισο πάνω του. Και τους χορευτές να τον τυλίγουν και να τον βάζουν στη μέση» λέει.

Στην Πάρο προτιμά να συμμετέχει στα πανηγύρια που γίνονται στη μη τουριστική περίοδο, καθώς εκεί ο ήχος φτάνει χωρίς μικρόφωνο. Αυτό που συμβαίνει το καλοκαίρι τής φαίνεται εκτός κλίμακας σε σχέση με τους μικρούς ναούς στους οποίους γίνονται τα πανηγύρια. «Υπάρχει κόσμος που μπαίνει στον χορό και χορεύει ζεϊμπέκικο που έχει μάθει σε σχολή, άλλοι χειροκροτούνται μεταξύ τους, γενικώς το κλίμα αλλάζει πολύ το καλοκαίρι γιατί ο κόσμος που έρχεται φέρνει μια διαφορετική κουλτούρα από αυτήν του τόπου που επισκέπτεται. Και δυστυχώς προσπαθεί να την επιβάλει» εξηγεί. Το πανηγύρι γίνεται θέαμα, λέει η Μ. Βούλγαρη, περιγράφοντας πως οι επισκέπτες καταγράφουν με τις κάμερές τους την ορχήστρα και τους χορευτές σαν να είναι αξιοθέατα.

Ο μελισσοκόμος Αργύρης Λουκής είναι ένας νέος άνθρωπος που μένει στην Πάρο όλο τον χρόνο. «Πηγαίνω σε πανηγύρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πάντα βρίσκεις παρέα και είσαι ευπρόσδεκτος. Ωστόσο δεν προτιμώ αυτά που γίνονται στη φουλ σεζόν γιατί συνήθως έχουν πολύ κόσμο και δεν μπορείς να απολαύσεις τη γιορτή. Ο υπερτουρισμός έχει αλλάξει αρκετά την εικόνα των πανηγυριών. Για ένα χωριό που αντέχει 1.000 άτομα, όταν έχει 4.000 δημιουργούνται προβλήματα. Δεν είναι πλέον άνετα. Τα τελευταία χρόνια τα πανηγύρια του καλοκαιριού δεν μπορείς να απολαύσεις τόσο τη γιορτή». Τον ρωτώ τι σκέφτεται όταν ακούει τον ήχο του βιολιού. Απαντά: «Οχι τόσο με το βιολί, όσο με τον ήχο της τσαμπούνας ο νους μου ταξιδεύει και σκέφτομαι πώς ζούσε ο κόσμος στο νησί πριν από μας, πώς να ήταν άραγε τα πανηγύρια τους».

Από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στη Σίφνο (φωτογραφίες: Αντώνης Λαζαρής)

Ο σκληρός ήχος της Σίφνου

Ο Γιώργος Σταυριανός, πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Σίφνου, μας εξηγεί πως το πανηγύρι στο νησί είναι βαθιά δεμένο με το θρησκευτικό κομμάτι του. Τα πανηγύρια γίνονται μέσα στο χωριό με την ακολουθία του εσπερινού και την αρτοκλασία. Στα ξωκλήσια ακολουθεί και το κομμάτι που έχει να κάνει με τη διασκέδαση. Η διαδικασία είναι η εξής: υπάρχουν το θρησκευτικό κομμάτι και η αρτοκλασία και ακολουθεί η τράπεζα της αγάπης. Πρόκειται για μεγάλες αίθουσες όπου υπάρχουν τραπεζαρίες και προσφέρεται συγκεκριμένο φαγητό αναλόγως την περίοδο του χρόνου. Οταν δεν υπάρχει νηστεία, το φαγητό που προσφέρεται είναι συγκεκριμένο. Το πρώτο πιάτο είναι ρεβιθάδα μαγειρεμένη στην πυροστιά και ακολουθεί κοκκινιστό κρέας με μακαρόνια. Προσφέρεται δωρεάν και κόκκινο κρασί. Την περίοδο της νηστείας το φαγητό είναι σταθερά ρεβίθια και το δεύτερο μπακαλιάρος με σαλάτα λάχανο.

Τα πανηγύρια της Σίφνου αναλαμβάνουν οι πανηγυράδες, ένα έθιμο που υπάρχει μόνο εκεί. Οπως εξηγεί ο Γ. Σταυριανός, ο πανηγυράς είναι εκείνος που από το πέρας της θείας λειτουργίας στη γιορτή του εκάστοτε αγίου, παίρνει την εικόνα στο σπίτι του για έναν ολόκληρο χρόνο. Οταν πλησιάζει η γιορτή του αγίου, αρχίζουν οι προετοιμασίες στην εκκλησία και γίνονται οι προμήθειες. Πανηγυράδες πλέον είναι ομάδες από δέκα με δώδεκα άτομα που επωμίζονται και μοιράζονται το κόστος του πανηγυριού.

Πανηγύρι στη Σίφνο (φωτογραφία: Παναγιώτης Φώσκολος)

Ο βιολάτορας Παντελής Αγιουτάντης μαζί με την υπόλοιπη παρέα της Σίφνου είχε ανεβάσει στα social media πέρυσι το καλοκαίρι ένα κείμενο με τίτλο «Προβληματισμοί για το σιφνέικο πανηγύρι», στο οποίο γινόταν λόγος για τον τρόπο που άρχισε να χάνει τον χαρακτήρα του λόγω υπερβολικής προσέλευσης. «Η Σίφνος είναι ιδιαίτερη περίπτωση γιατί είναι από τα ελάχιστα νησιά που κρατάει το χρώμα της μουσικά. Και το ρεπερτόριο και η δομή του γλεντιού είναι όπως ήταν παλαιότερα. Για κάποιον που δεν ξέρει, το ρεπερτόριο είναι άγνωστο και το ηχόχρωμα όχι και τόσο οικείο. Με αυτό το σκεπτικό ίσως στον μη εξοικειωμένο επισκέπτη να μην είναι τόσο εύηχο, όσο το εμπορικοποιημένο τραγούδι και τα χιτ της εποχής» λέει.

Εξηγεί ότι τα καλοκαίρια τα πανηγύρια έχουν πολύ περισσότερο κόσμο που έρχεται με θέρμη, χαρά και ενθουσιασμό. Αρκετοί είναι οι επισκέπτες που σέβονται τα έθιμα και τους ρυθμούς του νησιού, υπάρχουν όμως κι εκείνοι που δεν δίνουν χρόνο και αδυνατούν να καταλάβουν τους κώδικες συμπεριφοράς. «Οταν πας σε ένα τόπο που έχει μια ιεροτελεστία, θα κάτσεις λίγο απέξω να το δεις, να αφουγκραστείς και να δεις αν και πώς μπορείς να συμμετάσχεις. Είναι θέμα αντίληψης και παιδείας να βάλει κάποιος όρια στον εαυτό του» λέει.

Το 2022 κατοχυρώθηκε μέσω της UNESCO το ικαριώτικο πανηγύρι στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας

Στον ρυθμό τον ικαριώτικο

Ο αρχιτέκτονας Ηρακλής Λίνος Τέσκος είναι ο πρόεδρος των Ικαριακών Δρώμενων – Φεστιβάλ Ικαρίας, μιας μη κερδοσκοπικής εταιρείας που δραστηριοποιείται από τη δεκαετία του 1990 στον χώρο του πολιτισμού. Η ομάδα προσπαθούσε για χρόνια και κατάφερε το 2022 να κατοχυρωθεί μέσω της UNESCO το ικαριώτικο πανηγύρι στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας. Μας εξηγεί ότι αυτό που διαφοροποιεί το ικαριώτικο πανηγύρι από το ικαριώτικο γλέντι είναι ότι το πρώτο ξεκίνησε και διατηρείται ως κίνηση αλληλοβοήθειας με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την επίλυση ενός προβλήματος του τόπου.

«Για 20-30 μέρες τον χρόνο υπάρχει ένα μαζικό κύμα προσέλευσης από νέους ανθρώπους. Ετσι, αυτή την περίοδο η Ικαρία έχει πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο μπορεί να αντέξει» μας λέει ο Ηρακλής Λίνος Τέσκος, πρόεδρος των Ικαριακών Δρώμενων – Φεστιβάλ Ικαρίας

Συζητάμε για τον τρόπο που εξελίσσεται το ικαριώτικο πανηγύρι στο πλαίσιο του υπερτουρισμού. «Για 20-30 μέρες τον χρόνο υπάρχει ένα μαζικό κύμα προσέλευσης από νέους ανθρώπους που έρχονται από τις μεγάλες πόλεις, κυρίως την Αθήνα. Ετσι, αυτή την περίοδο το νησί έχει πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο μπορεί να αντέξει από θέμα φιλοξενίας. Εκ των πραγμάτων αυτό δημιουργεί πρόβλημα υπερπληθυσμού και στα πανηγύρια. Οταν ένα πανηγύρι πριν από είκοσι χρόνια μπορεί να μάζευε έως 500 άτομα και τώρα συγκεντρώνει 1.000, είναι δύσκολο να χορέψεις, να βρεις να παρκάρεις κ.λπ. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι η Ικαρία δεν υπάρχει μόνο 20 μέρες τον χρόνο αλλά 365» λέει.

Ο βιολιστής Νίκος Κόχυλας μιλάει για τους μεγάλους βιολιστές του παρελθόντος, τον Νίκο Τσεπέρκα (γενν. 1925) και τον Λευτέρη Σκάτζακα, που άφησαν το αποτύπωμά τους στη μουσική παράδοση του νησιού σε μια εποχή που η Ικαρία δεν είχε επαφές με τον έξω κόσμο. Υπήρχε μια περίοδος που ο ικαριώτικος παιζόταν σε διαφορετικές εκτελέσεις, σαν διάλεκτος από κάθε γωνιά του νησιού, όπως εξηγεί. Μιλάει για τις πρώτες ηχογραφήσεις του σκοπού στη δεκαετία του 1920, όταν Ικαριώτες μετανάστες στην Αμερική πλήρωσαν μουσικούς να ταξιδέψουν στην Αθήνα και να ηχογραφήσουν τον ικαριώτικο για να μπορέσουν να τον πάρουν σε δισκάκια στην ξενιτιά. Ενας από τους ανθρώπους που προσπαθούν να διασώσουν την ιστορία του νησιού είναι ο λυράρης (ικαριακή λύρα) Σταύρος Νικολαΐδης με υλικό που δημοσιεύει στη διαδικτυακή σελίδα του Αρχείου Παραδοσιακής Μουσικής Ικαρίας.

Ο βιολιστής Σιδερής Βαρδαρός κατάγεται από τον Μαγγανίτη, τη βιολομάνα της Ικαρίας, και πηγαίνει σε πανηγύρια από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Το 2008 ήταν που παρατηρήθηκε μια μεγάλη αλλαγή, απότοκο της οικονομικής κρίσης. Τα πανηγύρια άρχισαν να συγκεντρώνουν περισσότερους νέους από ποτέ, καθώς ήταν ο πιο οικονομικός τρόπος να περάσουν καλά. «Τότε άρχισαν να πηγαίνουν στα πανηγύρια άνθρωποι που μέχρι τότε όχι μόνο δεν ήξεραν πού είναι η Ικαρία αλλά θεωρούσαν ότι το βιολί που έπαιζα ήταν στα όρια του ταμπού. Στα πανηγύρια όλα είναι ανεκτά και όμορφα. Ο,τι κουβαλάει ο καθένας, χαρά, πένθος, όλα συναντιούνται στη μέση και όλα μαζί συναινούν στη μέθεξη. Ωστόσο, σε έναν βαθμό πλέον το πανηγύρι είναι διασκέδαση και όχι ψυχαγωγία. Ερχεται πολύς κόσμος από τις πόλεις που δουλεύει 11,5 μήνες τον χρόνο και μέσα σε δύο εβδομάδες θέλει να εκτονωθεί. Ερχεται χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται εκεί. Και γι’ αυτό ευθυνόμαστε κι εμείς ως νησί, γιατί επιτρέπουμε να γίνουμε θύμα του υπερτουρισμού» λέει.

Στα πανηγύρια όλα είναι ανεκτά και όμορφα. Ο,τι κουβαλάει ο καθένας, χαρά, πένθος, όλα συναντιούνται στη μέση και όλα μαζί συναινούν στη μέθεξη» υποστηρίζει ο βιολιστής Σιδερής Βαρδαρός

Στα πολύ μαζικά πανηγύρια θέλουν όλοι να σύρουν πρώτοι τον χορό για να πάρουν βίντεο και να το ανεβάσουν στα social media. Φαινόμενο της εποχής είναι κι αυτό. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Σ. Βαρδαρός: «Δεν μπορείς να συνδεθείς με τον δίπλα σου όταν κάθε πέντε δευτερόλεπτα αλλάζει. Ούτε με τους μουσικούς, για τους οποίους είναι επίσης δύσκολο να νιώθουν ότι κάμερες τους καταγράφουν συνεχώς. Αλλοιώνεται η συμπεριφορά σου. Νιώθεις πως γίνεσαι πλέον θέαμα».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας